Πώς αποτυπώνεται σωστά το απόλυτο κακό του ναζισμού; Η μία εκδοχή είναι ωμή και απαιτεί πλήρη προσήλωση στον ρεαλισμό. Ανθρώπους που συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα, δεν μπορείς παρά να τους αναπαριστάς σαν τέρατα. Η όποια προσπάθεια εξανθρωπισμού τους, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, δίνει πεδίο δραστηριοποίησης σε μια εποχή που δεν θέλουν και πολύ για να σηκώσουν κεφάλι. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που συμφωνούν απόλυτα με αυτήν την εκδοχή. Η ζωή, σίγουρα, είναι γι’ αυτούς πιο εύκολη.
Η ταινία «Τζότζο» είναι μια ιστορία για έναν 10χρονο γερμανό ναζί, που ανακαλύπτει ότι η μητέρα του κρύβει μέσα στους κούφιους τοίχους του σπιτιού τους μια Εβραιοπούλα. Εχει την υπογραφή του Τάικα Γουατίτι, ο οποίος είναι Εβραίος από την πλευρά της μητέρας του. Εχει πιασάρικο θέμα, έξυπνη ματιά, τρυφερό χιούμορ – ο Γουατίτι, που έκανε μόνος του και τη διασκευή του σεναρίου, μετράει έξι υποψηφιότητες για Οσκαρ, ανάμεσά τους το μεγάλο βραβείο. Και έχει και μια έκπληξη: στην ταινία παίζει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Μια (φαινομενικά) αξιαγάπητη βερσιόν του Αδόλφου Χίτλερ.
Δεν είναι ο μόνος αξιαγάπητος ναζί της υπόθεσης. Από τον λοχαγό που αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει τα παιδιά της χιτλερικής νεολαίας έως τον κολλητό φίλο του Τζότζο, που φωνάζει «χάιλ Χίτλερ» πιο εύκολα από τον ίδιο, υπάρχουν χαρακτήρες που είτε αναδεικνύονται ως θύματα των καταστάσεων είτε δικαιώνονται από το σενάριο. Και στο κέντρο της ιστορίας, ο φανταστικός φίλος με το μουστάκι: ένας Χίτλερ που δεν έχεις δει ούτε στον Τσάρλι Τσάπλιν.
Οταν παρουσιάζεις τον κακό της υπόθεσης με ατσάλινα χαρακτηριστικά, φτιάχνεις, άθελά σου, έναν υπερήρωα. Φοράει τη σβάστικα όπως ο Σούπερμαν φοράει τη στολή του. Και, όταν πρέπει να σκοτώσει, σκοτώνει δίχως δισταγμό και δεύτερες σκέψεις. Ο Χίτλερ του Τζότζο, όμως, είναι διαφορετικός. Τον παρηγορεί όταν δεν είναι αρκετά σκληρός για να σπάσει τον λαιμό ενός λαγού. Καθησυχάζει τις ανασφάλειές του, συμπληρώνει τα κενά του. Γι’ αυτό ο μικρός έχει επενδύσει συναισθηματικά στον ήρωά του, όπως όλοι μας κάναμε με τα παιδικά μας είδωλα. Η μετάλλαξη του Χίτλερ από πατρικό πρότυπο στον Χίτλερ που ξέρουμε από τα βιβλία και τα ντοκιμαντέρ δεν γίνεται στην πραγματικότητα ποτέ. Στο τέλος, όμως, ο Τζότζο καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει και τι πραγματικά διακυβεύεται. Γι’ αυτό η μέθοδος του Γουατίτι μπορεί να μην είναι τόσο ασπρόμαυρη, είναι όμως εξίσου αποτελεσματική.
Αυτοί που δεν συμμετείχαν, δεν ήξεραν τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Και βέβαια ήξεραν. Ολοι ήξεραν
Το απόλυτο κακό έγινε απόλυτο γιατί ήταν συστημικό. Αργά, αλλά σταθερά δηλητηρίασε τον τρόπο σκέψης των Γερμανών, τους έβαλε σε μια ρουτίνα υπακοής από την οποία λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν. Κάθε χρόνο, στην επέτειο του Ολοκαυτώματος, η δημόσια συζήτηση τριγυρνάει γύρω από την ίδια ερώτηση: αυτοί που δεν συμμετείχαν, δεν ήξεραν τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Και βέβαια ήξεραν. Ολοι ήξεραν. Ηταν άνθρωποι με προτερήματα και αδυναμίες, με δικές τους οικογένειες και αγαπημένους ανθρώπους. Μεγάλωσαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ηρωοποίησαν εκείνους που δεν έπρεπε, ακολούθησαν αυτό που πίστεψαν πως είναι το καθήκον τους χωρίς να πολυσκέφτονται τι κάνουν. Δεν γεννήθηκαν ναζί, έγιναν – γι’ αυτό ήταν διπλά επικίνδυνοι.
Στο Γιαντ Βάσεμ, πριν από λίγες ημέρες, ο (γερμανός Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Φρανκ Στάινμαϊερ, με κόκκινα μάγουλα παραδέχτηκε ότι κανένα μάθημα Ιστορίας δεν είναι οριστικό. Οι νέοι ακροδεξιοί ανά την Ευρώπη ντύνουν τον αυταρχισμό και τον αντισημιτισμό τους με νέα ρούχα. Δεν είμαστε νεοναζί, λένε στη Γερμανία όσοι επιτίθενται σε μετανάστες και Εβραίους. Το ίδιο έλεγε και η Χρυσή Αυγή. Πέτυχαν ή ακόμα πετυχαίνουν, γιατί το πρόσωπό τους δεν θυμίζει εκείνους τους πρώτους κακούς, όπως μάθαμε να τους αναγνωρίζουμε. Είναι ο συγγενής, ο φίλος, ο διπλανός σου στο γραφείο. Μοιάζει αυτός με στρατιώτη των SS;
Μοιάζει. Και οι δύο είχαν ή έχουν ακόμα μια θέση στα οικογενειακά τραπέζια, διασκέδαζαν ή διασκεδάζουν ακόμα πίνοντας μπύρες με τους φίλους τους. Γίνονται, δεν γεννιούνται. Γι’ αυτό είναι διπλά επικίνδυνοι.