Την Πέμπτη, 20 Ιουνίου, ήταν η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου. Ο δείκτης του ρολογιού προχωρούσε όπως κάθε μέρα, όμως το φως δεν έλεγε να υποχωρήσει. Στεκόταν εκεί πεισματικά πάνω από το στερέωμα, θέλοντας να με πείσει ότι είχε νικήσει ολοκληρωτικά το σκοτάδι. Κόντεψα να το πιστέψω. Οταν πήγε εννιά το βράδυ και ο κόσμος συνέχισε να λάμπει γύρω μου, νόμισα προς στιγμήν ότι η κίνηση της Γης γύρω από τον άξονά της σταμάτησε. Οτι εφεξής θα ζω σε μια πλάση που η φάτσα της θα είναι μονίμως στραμμένη στον λαμπερό και ζωοδότη ήλιο.
Εσυρα την καρέκλα μου ως το κάγκελο της βεράντας, ακούμπησα τα άπραγα χέρια μου στη μεταλλική κουπαστή και μέσα στην αφόρητη ζέστη του ακίνητου σούρουπου βάλθηκα να παρατηρώ από ψηλά έναν κόσμο που δεν έλεγε να σκοτεινιάσει. Οι άνθρωποι στα γύρω μπαλκόνια έβλεπαν ποδόσφαιρο ή το σίριαλ με έναν μεγαλοδικηγόρο που έδειρε την γυναίκα του, με αυτά καταναλώνουν τις ώρες τους, δεν προφταίνουν να παρατηρούν τους κύκλους και τις εναλλαγές της φύσης που τους κυκλώνει.
Τα γατιά, ράθυμα και αποκαμωμένα από την κάψα, ήταν ξαπλωμένα κάτω από τους ίσκιους των παρκαρισμένων αμαξιών. Είναι τα πιο προσαρμοστικά από τα θηλαστικά, θα επιβίωναν εύκολα και σε έναν κόσμο λουσμένο από αιώνιο φως, και σε μια πλάση μονίμως σκεπασμένη από σκοτάδι. Τα παιδιά είναι επίσης ανθεκτικά, μόνο που παιδιά να παίζουν και να φωνάζουν στους δρόμους δεν υπάρχουν. Στις προφυλαγμένες τους κάμαρες, στα βιντεο-παιχνίδια και στα tablet τους μήτε η μέρα μήτε η νύχτα εισχωρούν. Ζουν σε άλλη πλάση αυτά.
Τα πουλιά, αντίθετα, σπουργίτια, μπεκάτσες, τσαλαπετεινοί και χελιδόνια, ήταν ανήσυχα. Είχαν πάψει από ώρα να τιτιβίζουν και πηγαινοέρχονταν νευρικά από κλαδί σε κλαδί, κοιτάζοντας με αγωνία προς τους φωτεινούς ορίζοντες. Τα πετούμενα δεν πάνε στις φωλιές τους αν δεν νυχτώσει, δεν κουρνιάζουν όσο λάμπει ο ήλιος. Αν, παρ’ ελπίδα, η μέρα κρατούσε ένα σαρανταοκτάωρο, θα τα βλέπαμε να καταρρέουν από τα κλαδιά τους και να ξεψυχούν όλα μαζί στο χώμα με ανοιχτά τα ράμφη τους, χτυπημένα από την έκπληξη και την υπερκόπωση.
Και όσο η μέρα αρνιόταν να δώσει τη θέση της στη νύχτα, σκεφτόμουν πως το φως και η λάμψη είναι ο παράδεισος των δημιουργικών, των παραγωγικών, των εξωστρεφών, των φωνακλάδων, των κυρίαρχων. Μα είναι κρίμα, γιατί βαθιά μέσα σε κάτι τρύπες υπάρχουν εν ζωή και κάτι δευτερεύοντα πλάσματα, ανθρώπινα και μη, που αντέχουν να ζουν μόνο τη νύχτα. Με κόρες ματιών μονίμως διεσταλμένες, απροσάρμοστες απέναντι στα σκαμπανεβάσματα του φωτός, όντα με δέρμα λεπτό και ευαίσθητο, που απεχθάνεται τις καυτές ακτίνες των ήλιων, με ψυχές εύθραυστες και ευαίσθητες.
Πλάσματα αλλόκοτα και αλαφροΐσκιωτα, επιρρεπή στις πληγές, στα εγκαύματα, στις ηδονές. Που γι’ αυτά η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, με τη νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι, είναι κάτι ανυπόφορο, βασανιστικό, άδικο.