Εχουν περάσει 33 χρόνια από τότε που επιχειρήθηκε το πρώτο ελληνικό ντιμπέιτ μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Ηταν μια πρωτοβουλία του Παντείου Πανεπιστημίου και του καθηγητή Δημήτρη Κώνστα, τον Μάρτιο του θερμού 1990, που οι πολιτικοί αρχηγοί Ανδρέας Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Χαρίλαος Φλωράκης κλήθηκαν να ανοίξουν τα χαρτιά τους για την εξωτερική πολιτική, με συντονιστή τον δημοσιογράφο Γιάννη Καψή.
Πιο πολύ έμοιαζε με ακαδημαϊκό ντιμπέιτ παρά με τις τηλεοπτικές αναμετρήσεις που στη συνέχεια γνωρίσαμε. Αλλωστε, δεν είχε καν απευθείας τηλεοπτική κάλυψη. Αποσπάσματα είδαμε από τα δελτία ειδήσεων της εποχής. Εκτοτε κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι, αλλά στην ουσία ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Οι κανόνες, σταθερά ασφυκτικοί. Η διαδικασία μακρόσυρτη, συνήθως ξεπερνά τις τρεις ώρες. Αποτελέσματα; Ασαφή. Συνήθως το ντιμπέιτ γίνεται γιατί πρέπει να γίνει και γιατί κανένας δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της μη διεξαγωγής του.
Αλλοτε δύο, άλλοτε έξι, άλλοτε επτά πολιτικοί αρχηγοί, πάντοτε όμως οι κανόνες σταθεροί. Πέντε κανόνες που οι «άνθρωποι των προέδρων» πρέπει να τους πείσουν ότι ευλαβικά πρέπει να ακολουθήσουν.
Μην κάνεις λάθος
Να μη γίνει «το λάθος» είναι το βασικό στοίχημα όλων των επιτελείων. Εντάξει, δεν θα έχει ούτε τις συνέπειες στο αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών το λάθος του προέδρου Φορντ το ’76, που είπε ότι «δεν υπάρχει σοβιετική κυριαρχία στην Ευρώπη», ούτε εκείνο του Μάικλ Δουκάκη, που αρνήθηκε να ταχθεί υπέρ της θανατικής ποινής ακόμη και αν αφορούσε υποθετικό βιασμό και θάνατο της συζύγου του. Και οι δυο παραπάνω ιστορίες διδάσκονται ακόμη ως case studies στην ιστορία των αμερικανικών ντιμπέιτ.
Μάλιστα, σε ένα ντιμπέιτ όπως το ελληνικό, όπου οι κανόνες είναι ασφυκτικοί και ο αυτοσχεδιασμός απαγορεύεται, πολύ συχνά πρώτος –και ίσως μόνος– στόχος των πολιτικών αρχηγών είναι μην κάνουν κάποιο λάθος. Κάποιο σφάλμα που θα τους ακολουθεί ως το τέλος της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή μέχρι τις κάλπες.
Ετσι, η αποφυγή κάποιου πιθανού λάθους είναι ο βασικός λόγος που οι παρεμβάσεις των ηγετών είναι χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ψυχή, σχεδόν αποστειρωμένες. Προτιμούν την ασφαλή οδό, το by the book, από την παράτολμη, που μπορεί να στοιχίσει. Ισως έτσι λύνεται και η απορία γιατί οι τηλε-αναμετρήσεις δεν γίνονται ποτέ την τελευταία εβδομάδα. Γίνονται την προτελευταία, προκειμένου να υπάρχει επαρκής χρόνος διόρθωσης κάποιας στραβοτιμονιάς.
Μη χάσεις την ευκαιρία να πεις την ιστορία σου
Τώρα, αν ο αρχηγός πετύχει να μην κάνει το λάθος, καλό είναι να στείλει και κανένα δυνατό μήνυμα. Ο Σημίτης το 1996 είχε τον εκσυγχρονισμό παντού, ο Καραμανλής μιλούσε το 2000 για την καλύτερη Ελλάδα και το 2004 για την επανίδρυση του κράτους. Ο Παπανδρέου το 2007 ζητούσε να αλλάξουμε αλλιώς θα βουλιάξουμε, ο Τσίπρας το 2015 προανήγγειλε την ελπίδα που ερχόταν και ο Μητσοτάκης το 2019 το επιτελικό κράτος. Μάλιστα, προκειμένου να υπάρξει κάποια «διόρθωση», υπήρξαν τηλεοπτικές αναμετρήσεις όπου τα κομματικά επιτελεία επέβαλαν στη διακομματική μια τελευταία ενότητα, με τον πολιτικό αρχηγό να μπορεί να πει ό,τι ήθελε (ή να κάνει ερώτηση σε συνυποψήφιό του).
Μην υποτιμήσεις κανέναν αντίπαλο
Ολοι νομίζουν ότι σε ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ στην πιο μειονεκτική θέση βρίσκεται ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος, ή τέλος πάντων ο αρχηγός του κυβερνώντος ή του μεγαλύτερου κόμματος. Ισως γιατί θεωρείται ότι όλοι θα στραφούν εναντίον του. Λάθος. Σε ένα ντιμπέιτ, όπως μάλιστα το ελληνικό της Τετάρτης, 10 Μαΐου, όπου συμμετέχουν έξι πολιτικοί αρχηγοί, πιο πιθανό να σου κάνει ζημιά είναι αυτός με τον οποίο μοιράζεσαι την ίδια δεξαμενή ψηφοφόρων. Αρα, κάθε άλλο παρά πρέπει να απορήσετε αν δείτε τον κ. Τσίπρα να δέχεται «φίλια» πυρά από Ανδρουλάκη, Βαρουφάκη και Κουτσούμπα, και τον κ. Μητσοτάκη από τον κ. Βελόπουλο, ο οποίος θεωρεί ότι έχει διαρροές προς τη ΝΔ.
Μην κοιτάς το χρονόμετρο
Ενας βασικός κανόνας, που συνήθως μετατρέπεται σε εξαντλητική προπόνηση, είναι ο αρχηγός να μην κοιτά το χρονόμετρο. Οχι για να τα κάνει θάλασσα, αλλά για να μην άγχεται. Στις τηλεοπτικές αναμετρήσεις των πολιτικών αρχηγών προτιμότερο είναι να ολοκληρώσει ο πολιτικός την απάντησή του πολύ νωρίτερα από το κανονικό, από το να αναμετράται καταϊδρωμένος στα τελευταία δευτερόλεπτα με το χρονόμετρο, σε έναν αγώνα άνισο, που πάντα έχει προδιαγεγραμμένο νικητή.
Μην «τσιμπήσεις» σε προκλήσεις
Αγχος των επιτελείων των «μεγάλων» αποτελεί πάντοτε η υπόνοια μήπως κάποιος «μικρός» σπάσει τους κανόνες και το «παίξει» φωνή του λαού, που δεν θέλει ένα ψόφιο ντιμπέιτ. Αν και σε πολλές περιπτώσεις κερδισμένοι στο πεδίο των εντυπώσεων βγαίνουν οι «μικροί», που επενδύουν στη μοναδική ευκαιρία να βρεθούν τετ-α-τετ με το αντίπαλο δέος, τέτοιο ακραίο τηλεοπτικό ακτιβισμό δεν έχουμε έως τώρα παρακολουθήσει. Με εξαίρεση ίσως, τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν ο Π. Καμμένος γύρισε προς την πλευρά του Ευ. Μεϊμαράκη και τον ρώτησε, εκτός κανόνων, για τα υποβρύχια, εισπράττοντας –και εκείνος και ο κ. Τσίπρας– την έντονη αντίδραση του τότε προέδρου της ΝΔ.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει πάρει τον χαρακτήρα θεσμού, το ντιμπέιτ ωστόσο, σε όλον τον κόσμο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τηλεοπτικό προϊόν. Ενα τηλεοπτικό προϊόν που μέλημα καναλιών και πολιτικών επιτελείων είναι να αποδειχθεί και ελκυστικό. Εξίσωση δύσκολη. Γιατί άντε να κάνεις ελκυστική μια πολιτική κουβέντα, και δεύτερον, άντε να αναλάβουν οι επιτελείς των πολιτικών γραφείων το ρίσκο να συμμετάσχουν σε ένα πετυχημένο τηλεοπτικό προϊόν, με όλα εκείνα που αυτό επιβάλλει.
Αλλά, για να είμαστε και δίκαιοι, άντε να κάνεις ντιμπέιτ και με έξι δημοσιογράφους (ισάριθμους με τους αρχηγούς), εκπροσωπώντας όλα τα κανάλια, και με έναν επιπλέον συντονιστή, κατά παράβαση κάθε τηλεοπτικού κανόνα, που τα ίδια τα κανάλια διαπράττουν.
Αρα, ραντεβού σε ένα επόμενο ντιμπέιτ –όποτε αυτό γίνει–, ώστε να ξανακούσουμε την γκρίνια πολιτικών και δημοσιογράφων για ντιμπέιτ- σούπα, που οι ίδιοι, όμως, με επιμέλεια και επιμονή μαγειρεύουν…