«Μπαμπά, πότε θα ξαναγίνει πράσινο το δάσος για να πάμε πάλι βόλτα;».
Στον δρόμο προς τον αγιασμό, πρώτη ημέρα της νέας σχολικής χρονιάς, η ερώτηση της 7χρονης ήταν μαχαιριά στην καρδιά. Που είχε ήδη αρχίσει να ματώνει (η καρδιά), καθώς ο δρόμος προς το σχολείο «περνάει» από τα πρώτα καμένα.
Τις τελευταίες εβδομάδες απέφευγα να κατευθύνομαι προς τα εκεί, τουλάχιστον υπό το φως της ημέρας. Για κάποιο λόγο θέλω να κάνω ότι δεν υπάρχουν. Και όσο δεν τα βλέπω, «δεν υπάρχουν». Είναι εκεί, όμως. Και τώρα που πηγαίνουμε κάθε πρωί στο σχολείο (όσο, τέλος πάντων, διαρκέσει αυτό), περνάμε μπροστά και δίπλα από εκείνο που έως πριν από 40 ημέρες ήταν ο αμέσως προσιτός «παράδεισος» μας. Τώρα τον κλαίμε, του κάνουμε το μνημόσυνο και ξέρουμε ότι θα ζήσουμε χωρίς αυτόν για… πόσα χρόνια είπες, μπαμπά;
Δεν της είπα. Και τι να της πω; Οτι θα είναι κοντά στα 30, όταν το δάσος ξαναγίνει όπως ήταν (και αν…) και τότε θα με πηγαίνει εκείνη βόλτα; Πώς μπορεί να το ακούσει αυτό ένα παιδί; Και πώς μπορείς να του το πεις; Εδώ καλά καλά δεν το λέμε μεταξύ μας οι μεγάλοι. Γιατί, είπαμε, κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε.
Ομως, εκείνη, ο αδελφός της, τα δεκάδες παιδιά του δημοτικού σχολείου το βλέπουν. Και βλέπουν ότι…
–Το δασάκι στο ρέμα, στην άλλη πλευρά του δρόμου, αυτό που «έκοβε» το κρύο τον χειμώνα και έκανε σκιά το καλοκαίρι, δεν υπάρχει πια.
–Το πράσινο «τείχος» γύρω από τα γήπεδα μπάσκετ, τένις και ποδοσφαίρου, επίσης.
–Το πευκόφυτο πάρκο όπου ακούμπαγε η παιδική χαρά «τους», το ίδιο. Εκεί έπαιζαν κρυφτό, εκεί έφτιαχναν σκηνές από τα πεσμένα κλαδιά που άφησε η «Μήδεια» και τις έκαναν καταφύγιο, εκεί φαντάζονταν τον εαυτό τους ήρωα σύγχρονων ή παλαιών παραμυθιών, εκεί τα μεγαλύτερα φλέρταραν ίσως για πρώτη φορά.
Τα βλέπουν, τα μυρίζουν, τα αναπνέουν, τα ζουν. Και παρ’ όλα αυτά, δείχνουν μια εντυπωσιακή ψυχραιμία, τόση που δεν τη βρίσκεις σε εμάς τους μεγάλους, παρά μόνο μπροστά τους.
Γιατί προσπαθούμε να μείνουμε ψύχραιμοι, ελπίζοντας αυτή η πληγή στη φύση και η απώλεια στην καθημερινότητά μας να μην τα πονέσει περισσότερο – αυτά που σε τίποτα δεν φταίνε.
Προσπαθούμε να τους δείξουμε ότι υπάρχουν διέξοδοι: φορτώνουμε πατίνια και ποδήλατα στο αυτοκίνητο και πάμε βόλτες αλλού, μακριά, κάπου όπου το πράσινο είναι περισσότερο από γκρι και μαύρο (σαν να ακούω να σκέφτεστε «ακόμη»…). Και εκείνα, ορμάνε στο άλλο πάρκο και στο άλλο δάσος και με το παιχνίδι τους και το γέλιο τους, μας δανείζουν λίγη από την ψυχραιμία που ώρες ώρες μας λείπει, μας χαλαρώνουν…
Παιδιά που γίνονται «πρόσφυγες» για το παιχνίδι, «μετανάστες» για λίγη χαρά μέσα στη φύση. Υπάρχουν πολύ χειρότερα, θα πείτε, και δικαίως. Αλλοι έχασαν το σπίτι τους, αλλού κάηκαν περιουσίες, άλλοτε είχαμε και παιδιά καμένα, αγκαλιά με τους γονείς, τον παππού και τη γιαγιά – για να μη μιλήσουμε για το δράμα της πραγματικής προσφυγιάς και της αναγκαστικής μετανάστευσης.
Σωστά όλα αυτά, αλλά δεν μπορείς να τα πεις σε ένα παιδί που έχασε το δάσος του. Μπορείς όμως να τα λες στον εαυτό σου, κάθε φορά που φορτώνεις τα ποδήλατα και τα πατίνια στο αυτοκίνητο για τα επόμενα… πόσα χρόνια είπες, μπαμπά;