Στο σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η αντιπολίτευση κρίνεται από τους πολίτες κατά βάση από το κατά πόσο είναι συνετός και τεκμηριωμένος ο έλεγχος που ασκεί στην εκάστοτε κυβέρνηση και από τις εναλλακτικές πρωτοβουλίες προτάσεις που καταθέτει –ή έστω έτσι θα έπρεπε να κρίνεται. Χωρίς να είναι αμελητέες, έχουν πολύ μικρότερη σημασία οι προθέσεις, οι φιλοδοξίες και οι δημόσιες δηλώσεις διαφόρων στελεχών. Ολα κρίνονται στο τι συγκεκριμένα πράττει η ηγεσία κάθε κόμματος.
Η αυτονόητη αυτή αναφορά δεν θα είχε αξία αν το Κίνημα Αλλαγής, που δέχθηκε τις τελευταίες μέρες αυστηρή και αιχμηρή κριτική πως έχει ως στρατηγική επιλογή την περίφημη «προοδευτική διακυβέρνηση» με τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή μια δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου (τα στελέχη που λέγαμε), δεν έσπευδε με τόσο εμφατικό και άμεσο τρόπο να απορρίψει δημόσια την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας για συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για τη πανδημία –η Φώφη Γεννηματά (του) υπέδειξε ως κατάλληλο χώρο τη Βουλή.
Πέρα από το ασύμμετρο της πρότασης Τσίπρα, για το οποίο θα ασχοληθούμε παρακάτω, πρόκειται για το τρίτο «όχι» που εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ από το Κίνημα Αλλαγής το τελευταίο δίμηνο. Το πρώτο ήταν όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κάλεσε σε σύμπραξη κοινού μετώπου για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου κόντρα στην απαγόρευση της κυβέρνησης, το δεύτερο ήταν, λίγες ημέρες μετά, για την κυβερνητική τακτική στην αντιμετώπιση της πανδημίας και τώρα ήρθε ένα τρίτο.
Για όσους καλοπροαίρετα και χωρίς προκαταλήψεις παρακολουθούν τις διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης, οι τρεις αυτές αρνήσεις δεν αποτελούν έκπληξη. Πρόκειται για σταθερή επιλογή του ΚΙΝΑΛ στην αυτόνομη πολιτική του πορεία και σε πλήρη απόρριψη κάθε πρότασης για δημιουργία κοινού μετώπου των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης απέναντι στη κυβέρνηση της ΝΔ. Αρνηση δηλαδή, μεταξύ άλλων, σε κάθε απόπειρα να το παίξει ο κ. Τσίπρας ηγεμόνας της αντιπολίτευσης.
Γιατί, μεταξύ μας, σε τι ακριβώς αποσκοπούσε η πρόταση του στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου; Πώς το φανταζόταν ακριβώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, παρουσία μάλιστα των επιστημόνων; Να μαζευτούν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί –και ο Κυριάκος Βελόπουλος άραγε;– και να βγουν μετά να κάνουν δηλώσεις για ό,τι κατάλαβε ο καθένας από τους επιστήμονες, πλειοδοτώντας σε καταγγελίες κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη; Και όλο αυτό με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδεικνύει την πρωτοκαθεδρία του;
Ή μήπως επειδή ήξερε ότι ένα τέτοιο συμβούλιο δεν θα γίνει αυτή τη στιγμή, αποσκοπούσε απλώς να εγκλωβίσει το Κίνημα Αλλαγής –και αφού η Φώφη το αρνήθηκε να την καταγγείλει πως έχει τα μάτια της στραμμένα στη Δεξιά; Ηθελε απλώς να γαργαλίσει λίγα ακόμα ευήκοα ώτα, εντός του Κινήματος Αλλαγής, των οποίων το αντιδεξιό σύνδρομο είναι έντονο και αδυνατούν να το τιθασεύσουν;
Η απάντηση της κυρίας Γεννηματά ήταν συνεπής στη δέσμευσή της να ασκεί θεσμική αντιπολίτευση με προτάσεις. Όχι με διαγκωνισμούς στο Προεδρικό αλλά με συζήτηση, διαφωνίες αλλά και προτάσεις, στη Βουλή.
Ο κ. Τσίπρας επιμένει βέβαια στα περί κοινού μετώπου. Παρά τις αρνήσεις η επιμονή του σε αυτή τη γραμμή δείχνει ότι είναι και μια διέξοδος στην αδυναμία του να προβάλει ένα νέο αφήγημα και, την ίδια ώρα, να εξισορροπήσει τις αντίρροπες εσωτερικές διενέξεις στον ΣΥΡΙΖΑ για το κυβερνητικό παρελθόν του και το τι είναι και τι επιδιώκει για το μέλλον.
Η νευρικότητα του κ. Τσίπρα δύσκολα κρύβεται. Το να κάνεις αντιπολίτευση στο Προεδρικό, χρησιμοποιώντας μια συνάντηση με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως μεγάφωνο σε αμφιθέατρο, πολιτικά νεύρα και αμηχανία αποκαλύπτει. Ακολουθεί το ίδιο μοτίβο των τοποθετήσεών του για τους εμβολιασμούς, που τον Νοέμβριο ήταν «εμπόριο ελπίδας» και τώρα δεν επαρκούν.
Όλα αυτά μαρτυρούν όχι μόνο νεύρα, αλλά και φόβο μήπως ο Πρωθυπουργός επιζητήσει την ανανέωση της λαϊκής εντολής. Σε εκλογές δηλαδή που, όπως όλα δείχνουν, ενέχουν τον κίνδυνο ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστεί διπλή εκλογική και πολιτική ήττα, με άγνωστες πια συνέπειες τόσο για την τύχη του κ. Τσίπρα, όσο και για τη συνοχή του κόμματός του. Και την αναδιάταξη του χώρου…