Οσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις αποκτούν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Για να βγάλει κανείς πολιτικά συμπεράσματα από τους αριθμούς που δημοσιεύονται σχεδόν καθημερινά το τελευταίο διάστημα, πρέπει να εστιάσει όχι μόνο σε ποσοτικά αλλά και σε ποιοτικά στοιχεία.
Ας ξεκινήσουμε από τα ποσοστά, κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αποφασισμένους και σε αναποφάσιστους.
Οι ψηφοφόροι που έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν και δηλώνουν το ίδιο επί μακρύ χρονικό διάστημα σε όλες σχεδόν τις έρευνες, μοιάζει πια να συνιστούν έναν «σκληρό πυρήνα» των κομμάτων. Ενώ μεσολαβούν πολλά γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη στάση τους, αυτοί παραμένουν σταθεροί. Αυτό σημαίνει ότι δύσκολα θα αλλάξουν στάση και κατά πάσα πιθανότητα θα φτάσουν στην κάλπη και θα ψηφίσουν το κόμμα που επιλέγουν εδώ και πολύ καιρό στις δημοσκοπήσεις. Στο τελευταίο γκάλοπ της Pulse για τον ΣΚΑΪ, είναι χρήσιμο να δει κανείς τη διαχρονική εξέλιξη της πρόθεσης ψήφου για ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, για να συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο «σκληρός πυρήνας» τους.
Για τη ΝΔ, ξεκινώντας από τον Σεπτέμβριο του 2021 και φθάνοντας μέχρι σήμερα το ποσοστό στην πρόθεση ψήφου, καταγράφεται από το 36,5% μέχρι το σημερινό 33%, έχοντας περάσει και από το χαμηλότερο 32% τον Μάρτιο του 2022, ακριβώς μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια χρονική περίοδο, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται τον Σεπτέμβριο του 2022 και ήταν 26,5%, μετά τη ΔΕΘ, ενώ το μικρότερο ήταν 22,5% τον Ιανουάριο του 2022. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται στο 26%.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει τα μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα. Ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 2021 από το 7%, ανεβαίνει τον Νοέμβριο, μετά την απώλεια της Φώφης Γεννηματά, στο 10%, εν συνέχεια μετά τις εσωκομματικές εκλογές και τη νίκη του Ανδρουλάκη φτάνει στο 14,5% και τελικά, με μια πτωτική πορεία τους τελευταίους μήνες, βρίσκεται τώρα στο 11,5%.
Στους αναποφάσιστους, στη λεγόμενη «γκρίζα ζώνη», το τοπίο είναι θολό και για να διακρίνει κανείς τις τάσεις, πρέπει να αναλύσει τα ποιοτικά στοιχεία. Στις ερωτήσεις του τελευταίου γκάλοπ της Pulse για τον ΣΚΑΪ υπάρχουν κάποιες απαντήσεις που μπορούν να μας καθοδηγήσουν. Στα περισσότερα ερωτήματα που ζητούν από τους ψηφοφόρους να κρίνουν ποιος πολιτικός αρχηγός μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα θέματα που απασχολούν τους πολίτες (ακρίβεια, οικονομία, εθνικά, διαφάνεια) οι απαντήσεις συνάδουν συνήθως με την ιδεολογική, πολιτική θέση των ερωτώμενων.
Οι δεξιοί και οι κεντρώοι επιλέγουν τον Μητσοτάκη, ο οποίος προηγείται στην καταλληλότητα για τη διαχείριση των περισσότερων θεμάτων, οι κεντροαριστεροί και οι αριστεροί τον Τσίπρα, ο οποίος προηγείται οριακά μόνο στο θέμα της διαφάνειας. Σε όσους δεν επιλέγουν καμία από όλες αυτές τις ιδεολογικές κατευθύνσεις, η εικόνα είναι εντελώς συγκεχυμένη. Κατά βάση, δεν θεωρούν κανέναν κατάλληλο –στη μεγάλη πλειοψηφία τους– ενώ μεταξύ των δύο, τα ποσοστά διαφοροποιούνται ανά ερώτημα, δημιουργώντας μια εικόνα «ισοπαλίας».
Το «ντέρμπι» που προκύπτει από τα ποιοτικά στοιχεία στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα σε Μητσοτάκη – Τσίπρα, δείχνει ότι πολύ δύσκολα κάποιος εκ των δύο θα αλλάξει τη σημερινή ισορροπία δυνάμεων μέσα από την ψήφο των αναποφάσιστων. Λίγο ως πολύ, οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων της γκρίζας ζώνης μοιράζονται ανάμεσα στους δύο, γεγονός που προφανώς ευνοεί τον Μητσοτάκη, αφού η ΝΔ ως πρώτο κόμμα, αν μοιραστεί ένα κομμάτι της γκρίζας ζώνης με τον ΣΥΡΙΖΑ, απλώς θα επιβεβαιώσει το προβάδισμά της.
Το μυστήριο όμως που κρύβεται πίσω από τους ψηφοφόρους της γκρίζας ζώνης δεν εξαντλείται στη σύγκριση Μητσοτάκη – Τσίπρα. Είναι σημαντικό να διαπιστώσει κανείς αν σε αυτή τη ζώνη κρύβονται «αντισυστημικοί» ψηφοφόροι και σε τι ποσοστό, καθώς επίσης και να διερευνήσει αν αυτοί οι ψηφοφόροι θα εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο πολιτικό – κομματικό σύστημα, απέχοντας από τις εκλογές ή επιλέγοντας να ψηφίσουν ένα από τα μικρότερα κόμματα.
Στην πρώτη περίπτωση –αν δηλαδή αποφασίσουν να απέχουν– δεν επηρεάζουν το εκλογικό αποτέλεσμα, απλώς «ανεβάζουν» εμμέσως το ποσοστό των μεγαλύτερων κομμάτων Το ίδιο και αν ψηφίσουν λευκό ή ρίξουν στην κάλπη άκυρο ψηφοδέλτιο. Το εκλογικό αποτέλεσμα κρίνεται επί των έγκυρων ψηφοδελτίων, γεγονός που ίσως δεν γνωρίζουν καν κάποιοι εξ αυτών που ψηφίζουν λευκό ή άκυρο.
Είναι εντελώς διαφορετικές, όμως, οι επιπτώσεις, αν οι ψηφοφόροι της γκρίζας ζώνης ψηφίσουν μικρότερα κόμματα. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη κι αν δεν καταφέρουν να τα βάλουν στη Βουλή (απαιτείται ποσοστό 3%) θα δυσκολέψουν τα μεγαλύτερα κόμματα να ανεβάσουν τα ποσοστά τους και θα κάνουν ακόμη πιο δύσκολο το σχηματισμό κυβέρνησης.
Στις προσεχείς δημοσκοπήσεις, όσο πλησιάζουμε στις κάλπες, θα φανεί σε ποιο βαθμό μπορεί τελικά η γκρίζα ζώνη να επηρεάσει καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Αν συνεχίσει να αυξάνεται ποσοστικά, τότε τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν πολλούς λόγους να προβληματίζονται…