Στα τέλη Αυγούστου του 1999 ετοιμάζαμε με τους συνεργάτες μου την επανέναρξη, για πέμπτη χρονιά, της καθημερινής ενημερωτικής εκπομπής μας στην ΕΤ3.
Δεν θα ξεχάσω ότι πηγαίνοντας για συνεννοήσεις με συναδέλφους σε διαφορά τμήματα της παραγωγής (σύνταξη ειδήσεων, μοντάζ, παραγωγή, εικονοληψία, σκηνοθεσία, control room κλπ) διαπίστωνα ότι κάποιοι μιλούσαν και μάλιστα παθιασμένα για χρηματιστήριο. Σα να κυριαρχούσε ένα κλίμα υπεραισιοδοξίας για τις χρηματιστηριακές επενδύσεις.
Ανθρωποι -όχι όλοι- που ήταν άσχετοι με την χρηματιστηριακή κουλτούρα και που αγνοούσαν ακόμα και το τι είναι οι μετοχές, είχαν μπει σε έναν χορό προσμονής ελπίζοντας σε εύκολο και άκοπο κέρδος. Ο εργασιακός μας χώρος δεν ήταν η εξαίρεση. Σε κάθε γωνιά της πόλης, σε γραφεία, καφενεία, συνεργεία, σούπερ μάρκετ η ίδια κουβέντα: Χρηματιστήριο.
Ολο και πιο πολλοί έμπαιναν στον πειρασμό: «Λες να παίξω;».
Η μόδα της εποχής, για μην τα πολυλογώ, ήταν κάτι σαν «έλα να τελειώνουμε στα γρήγορα τις υποχρεώσεις της δουλειάς για να βρούμε λίγο χρόνο να κάνουμε μετά, απερίσπαστοι, τη… σύσκεψη για το χρηματιστήριο».
Ρώτησα θυμάμαι έναν φίλο, που από το 1998 είχε μπει στο «κόλπο» και «έπαιζε», όντας γνωστός για αυτή του τη μανία:
– «Πώς μας βλέπεις εμάς που δεν παίζουμε και δεν έχουμε ιδέα από χρηματιστήριο;»
Αποσβολωμένος άκουσα την απάντηση:
– «Σας βλέπουμε σαν μυρμήγκια»!
Τα μυρμήγκια τελικά, που δεν έπαιξαν τις οικονομίες τους, που δεν πούλησαν ακόμα και κομμάτια της όποιας ακίνητης περιουσίας τους για να ρίξουν χρήμα στο χρηματιστήριο, τη γλίτωσαν φτηνά.
Το φαινόμενο που έμεινε στην ιστορία ως «φούσκα του χρηματιστηρίου», με τη μαζική συμμετοχή κόσμου στην άγρια ελπίδα του κέρδους, έσκασε σταδιακά από τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1999.
Τότε πολλοί που είχαν αγοράσει μετοχές σε υψηλές τιμές με τρόμο είδαν την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) που τους παρέσυρε σε απώλειες και κάποιους σε οικονομική καταστροφή.
Ακόμα και οι οικονομικές σελίδες των εφημερίδων που πρώτα είχαν μικρό αναγνωστικό κοινό, βρέθηκαν θυμάμαι, στα χέρια του απλού κοσμάκη. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από το πάντα ευαίσθητο βλέμμα του Διονύση Σαββόπουλου που σε ένα τραγούδι του δίσκου του «Ο Χρονοποιός» παρατηρούσε σαρκαστικά:
Φέτος στην πλαζ μας πρωτοείδα
Ολους μας με τα κινητά
Κι αυτήν τη ροζ σομόν σελίδα
στα στήθη μας τα τριχωτά
Υπεραισιοδοξία, προκαταλήψεις, φήμες από «παπαγάλους» που διέδιδαν πως ξέρουν από ελκυστικές μετοχές έφεραν αυτήν την ομαδική απερισκεψία, και συμπεριφορά. Στην τόνωση του κλίματος συντελούσε και η αίσθηση πως η χώρα είχε μπει σε περίοδο οικονομικής ευημερίας που ευνοούσε την προσέλκυση μεγάλου αριθμού μικροεπενδυτών. Ρόλο λένε πως έπαιξε και η πτώση των επιτοκίων καταθέσεων.
Εκ των υστέρων πολίτες και κόμματα έσπευσαν να κατηγορήσουν την τότε κυβέρνηση Σημίτη πως… έκλεινε το μάτι σε όσους έπαιζαν χρηματιστήριο κάνοντας έμμεση προτροπή.
Τι μπορούσε να κάνει όμως ένας πρωθυπουργός μπροστά σε ένα τέτοιο φαινόμενο; Αν κρατούσε επιφυλάξεις και εξέφραζε φόβους για αυτή τη φρενίτιδα, μπορεί να ερχόταν μια ώρα αρχύτερα η κατάρρευση. Και μετά ποιος ακούει τους χαμένους της υπόθεσης. Τα στοιχεία έλεγαν πως το φθινόπωρο του 1999 οι ενεργοί επενδυτές ήταν περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή.
Είναι μεγάλο κεφάλαιο και αντικείμενο επιστημονικών ερευνών τα οικονομικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Γιατί κατά περιόδους της ιστορίας, οι άνθρωποι φέρονται, σε αρκετές περιπτώσεις, ανορθολογικά και απερίσκεπτα βλάπτοντας οικονομικά με τις επιλογές τους τον ίδιο τους τον εαυτό;
Το χρηματιστήριο πάντως και οι δραματικές εξελίξεις εκείνου του φθινοπώρου του 1999 θεωρούνται από τις «σκιές» της οκταετίας Σημίτη.