Όταν ήμουν πιτσιρίκι σπάνια πήγαινα στο γήπεδο της πόλης μου για να δω ποδόσφαιρο. Στην (τότε) Β’ Εθνική έπαιζε η ομάδα μας και εμείς οι μικρούληδες, για να μπούμε σε αγώνα έπρεπε να στηθούμε στην είσοδο του γηπέδου, να κολλήσουμε σε κάποιον άγνωστο που μόλις είχε βγάλει εισιτήριο και να τον παρακαλέσουμε «θείο, θα με βάλεις μέσα;». Αν ήταν δεκτικός (που συνήθως οι μάγκες της πόλης ήταν), μας έπαιρνε απ’ το χέρι, έλεγε στον τύπο που έκανε έλεγχο ότι ήταν ο πατέρας μας ή ο θείος μας και μας περνούσε μέσα.
Εγώ ντρεπόμουν να παρακαλάω αγνώστους (και καμιά φορά να εισπράττω αρνήσεις), οπότε απέφευγα αυτή την κομπιναδόρικη είσοδο στο γήπεδο. Αφήστε που οι λιγοστές εξέδρες (καμιά δεκαριά σκαλιά όλα κι όλα κατά μήκος της μιας πλευράς του γηπέδου) ήταν κατειλημμένες απ’ αυτούς που είχαν πληρώσει εισιτήριο, οπότε εμάς τους τσαμπατζήδες μας υποχρέωναν να κατεβαίνουμε κάτω και να στριμωχνόμαστε στο κάγκελο που περιέβαλε τον αγωνιστικό χώρο. Εκεί πάλι, έμπαιναν μπροστά οι πιο ψηλοί, έφηβοι νταγλαράδες συνήθως, κι εμείς ψάχναμε καμιά γωνίτσα με κάκιστη θέα στο μισό γήπεδο ή σκύβαμε και βλέπαμε κάτω από τα πόδια τους. Αν τους πολυσπρώχναμε ή τους ενοχλούσαμε, δεν το ‘χαν σε τίποτα να σφαλιαρίσουν το κουρεμένο με την ψιλή κεφάλι μας. Ξέρετε τώρα, μαστορόπαιδα και αλητάμπουρες ήταν μαζεμένοι εκεί, όχι η καλλιεργημένη αριστοκρατία της πόλης.
Εκεί κάτω χαμηλά που υποχρεωνόμασταν να στέκουμε, έβριζαν πολύ. Ηταν κοντά στους παίκτες και στον διαιτητή, σχεδόν μπορούσαν να τους ακουμπήσουν, οπότε τους τα ‘λεγαν κατά πρόσωπο. Δεν με ένοιαζαν οι βρισιές τους, με ένοιαζε όμως η πιθανότητα (για να μην πω βεβαιότητα) να ξεσπάσει καβγάς και να βρεθώ μέσα στο κουβάρι των συμπλεκόμενων ως ο πιο αδύναμος και ευάλωτος κρίκος. Και δέρνονταν απαραιτήτως σε κάθε ματς, ήταν θεσμός. Αρχιζαν διά ασήμαντον αφορμήν, κατέληγαν να πιάνονται από τα πέτα, συνέχιζαν με χαστούκια και σπρωξιές και τελείωναν με μπουνίδια δίχως συγκεκριμένο στόχο. Όποιος βρισκόταν μέσα στην ακτίνα δράσης του μανιασμένου, την είχε βάψει.
Μην με ρωτήσετε γιατί δέρνονταν, δεν ξέρω. Μόλις μάλιστα ξεσπούσε ο καβγάς κάτω δίπλα στο κάγκελο, κατ’ ευθείαν ορμούσε όλη η επάνω εξέδρα και ερχόταν κατά πάνω μας για να δείρει κι αυτή. Κανονική ανθρώπινη χιονοστιβάδα, που ένα ισχνό αγοράκι σαν και του λόγου μου δεν είχε καμιά ελπίδα επιβίωσης στο διάβα της. Την γλίτωσα μια δυο φορές και απ’ αυτό, δεν ξαναπήγα στο γήπεδο. Ήμουν πολύ λεπτεπίλεπτος και πολύ διανοούμενος για κάτι τέτοια. Αργότερα βέβαια, όταν μεγάλωσα, είδα πολλές φορές στα λαϊκά καφενεδάκια να κουτσοπίνουν σαν αχώριστα φιλαράκια αυτοί που μπροστά στο κάγκελο του γηπέδου αντάλλασαν μπουνιές. Μου ‘μεινε κι αυτό σαν μια μεγάλη απορία των παιδικών μου χρόνων.
Πλην με τούτα και με κείνα, δεν κατάφερα να αγαπήσω τους Μέσι, τους Εμπαπέ, τους Ρονάλντο και όλους τους υπόλοιπος που δεν συγκρατώ. Και είμαι τώρα ο μόνιμος αποσυνάγωγος της παρέας, οι φίλοι μου να κραυγάζουν στα γκολ του Μουντιάλ και εγώ να κάθομαι σαν χάνος ή να αναλύουν τα παιχνίδια και εγώ να μην έχω ιδέα για ποιες ομάδες μιλάνε και σε ποιους παίκτες αναφέρονται. Τραύματα…