Όταν ο «Αττίλας» πάτησε το πόδι του στην Κύπρο, το 1974, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία ήταν ουσιαστικά καθηλωμένη στο έδαφος. Οι συμβάσεις για την αγορά μαχητικών (Corsair και Mirage) είχαν ακόμη νωπή τη μελάνη από τις υπογραφές. Κοινώς, όταν έφτασαν τα αεροσκάφη στην Ελλάδα, το παιχνίδι στην Κύπρο είχε χαθεί.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η ελληνική κυβέρνηση (με υπουργό Άμυνας τον Ευάγγελο Αβέρωφ) αποφάσισε να ενισχύσει περισσότερο την Πολεμική Αεροπορία, υιοθετώντας την επιτελική άποψη που έλεγε ότι, σε περίπτωση εμπλοκής, τα πάντα θα κριθούν στον αέρα. Συγκροτήθηκε, λοιπόν, μία επιτροπή ειδικών που ξεκίνησε ενδελεχή έρευνα για να καταλήξει, το καλοκαίρι του 1981, στα F-18L της αμερικανικής McDonnel Douglas. Η παραγγελία δεν έγινε καθώς μεσολαβούσαν οι εκλογές του Οκτωβρίου. Και τότε ήρθε η Αλλαγή με τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλαμβάνει και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Τον Ιανουάριο του 1985 η ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας έμαθε από το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων για την «αγορά του αιώνα». Με προσωπική απόφαση του Ανδρέα, η παραγγελία «έσπαγε» στα δύο. Θα αγοράζαμε 40 αεροσκάφη F-16 (της αμερικανικής Lockheed Martin, της οποίας αποτελούμε σταθερό πελάτη) και άλλα 40 Mirage της γαλλικής Dassault που κατασκευάζει και τα Rafale. Η επιλογή των Mirage θεωρήθηκε ρουσφέτι προς τον πρόεδρο Μιτεράν. Για την επιλογή των F-16 ακούστηκαν πολλά με πρωταγωνιστή τον σαουδάραβα μεσάζοντα Κασόγκι. Εννοείται ότι δεν αποδείχθηκε τίποτα. Στην Πολεμική Αεροπορία, βέβαια, τραβούσαν τα μαλλιά τους. Διότι θα έπρεπε να δημιουργήσουν δύο γραμμές υποστήριξης με το κόστος να φεύγει πιο ψηλά και από το ύψος πτήσης των F-16.
Η «αγορά του αιώνα» είναι και η πιο γνωστή ιστορία από το σαφάρι των ελληνικών αμυντικών προμηθειών. Και σε αυτές τις περιπτώσεις μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η άγνωστη πλευρά. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι δύο πρώην υπουργοί Εθνικής Άμυνας βρέθηκαν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Ήταν το παγόβουνο ή η κορυφή του; Κατά καιρούς σε πολιτικά και δημοσιογραφικά γραφεία έχουν κυκλοφορήσει συναρπαστικές αφηγήσεις για προμήθειες, υπόγειες διαδρομές χρήματος, μίζες σε εξωτικούς προορισμούς και κόλπα με τα προγράμματα για αντισταθμιστικά οφέλη. Τίποτα δεν επιβεβαιώθηκε καθώς ακόμα και όταν ακουγόταν τι κάνει νιάου στα κεραμίδια, κανένας δεν μπορούσε να δει τη γάτα. Άλλωστε για τις αμυντικές δαπάνες υπήρχε πάντα διακομματική συναίνεση.
Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου το σύστημα προμηθειών αποκτά συνέχεια όλο και περισσότερες δικλείδες ασφαλείας αν και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει κάποιον που είναι αποφασισμένος να βάλει το δάχτυλο στο μέλι. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ελλάδα έχει δαπανήσει περισσότερα από 150 δισ. Δολάρια για την άμυνά της. Μιλάμε για το ένα τρίτο του χρέους της χώρας. Και ναι, σε ηθικό επίπεδο είναι σωστή η παρατήρηση που εξισώνει τα αεροπλάνα με νοσοκομεία και τα πλοία με σχολεία -κάπου είδα και εξίσωση για το πόσες κλίνες ΜΕΘ θα μπορούσαμε να κάνουμε με τις φρεγάτες… Όμως χωρίς άμυνα και ασφάλεια, δεν έχεις ούτε νοσοκομεία, ούτε σχολεία.
Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, δεδομένων των συνθηκών που θέτουν η Ιστορία και η Γεωγραφία. Οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα επαχθές βάρος που τοποθετήθηκε στην πλάτη του ελληνικού λαού, μία πέτρα που θα σπρώχνει ασταμάτητα ως την κορυφή του λόφου. Τα λεφτά είναι εξοργιστικά πολλά. Τόσα πολλά που καμιά φορά σκέφτεσαι, σε έναν κόσμο του Τζον Λένον ας πούμε, ότι αν Ελλάδα και Τουρκία τα αξιοποιούσαν αλλιώς, θα κέρδιζαν πολλά περισσότερα, συμβάλλοντας στην ευημερία των λαών τους. Αλλά τότε τι θα έκαναν οι αμυντικές βιομηχανίες; Θα μετέτρεπαν τα κανόνια σε ανθοδοχεία;
Καμαρώνουμε υπερήφανοι τα όπλα στις παρελάσεις, αλλά στην ουσία του το θέαμα είναι θλιβερό. Θα ήταν, τουλάχιστον, πιο αληθινό, αν πίσω από τις εθνικές σημαίες ακολουθούσαν οι σημαίες των κατασκευαστών και των εξωτικών παραδείσων που υποδέχονται το χρήμα.