Στο φλέγον ζήτημα του ύψους των ενοικίων και της στέγασης των νέων που έχει επισημανθεί από τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ως μια από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης, υπήρξαν το προηγούμενο διάστημα προσεγγίσεις που έδιναν μια εικόνα συμψηφισμού και υποτίμησης των πραγματικών διαστάσεων του ζητήματος.
Οταν το θέμα ανέβηκε στην επικαιρότητα (στο πλαίσιο και του κύματος της ακρίβειας) η κυβέρνηση, κυρίως δια του υπουργού Επικρατείας Ακη Σκέρτσου («Εχουμε 74% ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Η Ευρώπη έχει 70%», ανέφερε το 2022), αλλά όχι μόνον, υιοθέτησε μια γραμμή που έλεγε μέσες άκρες το εξής: το πρόβλημα της αύξησης των ενοικίων και της αδυναμίας των νέων (λόγω αυτής) να φύγουν από το παιδικό τους δωμάτιο έχει και μια άλλη όψη, θετική: από τις αυξήσεις στα ενοίκια και συνολικά στις αξίες της ακίνητης περιουσίας ωφελείται το περίπου 70% των πολιτών που είναι ιδιοκτήτες ακινήτων.
Η αντιστροφή αυτή, με την προσπάθεια ανάδειξης μιας «θετικής» όψης, δεν προσέφερε ωστόσο επαρκείς απαντήσεις για τη θέση του 30% των πολιτών, δηλαδή των απελπισμένων ενοικιαστών. Τουναντίον, η κυβέρνηση έμοιαζε σαν να λέει σε έναν άνθρωπο που διαμαρτύρεται επειδή αργεί να περάσει το λεωφορείο ότι κανονικά θα έπρεπε να χαίρεται γιατί ο γείτονάς του αγόρασε Μερσεντές.
Στους προβληματισμούς αυτούς για το στεγαστικό πρόβλημα στην Αθήνα έρχονται να συμβάλλουν με κάπως απροσδόκητο τρόπο οι Financial Times, με μια ανάλυση όσων έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο.
Οι FT, στο κείμενο της αρθρογράφου Γκίλιαν Τετ, σημειώνουν ότι πριν από μερικές δεκαετίες η γερμανική πρωτεύουσα ήταν «προσιτή και ελκυστική» και αποτελούσε πόλο έλξης για νέους επιστήμονες του χώρου της τεχνολογίας και καλλιτέχνες.
«Και τότε έφτασε η Μεγάλη Ακίνητη Περιουσία. Από το 2007, δώδεκα επενδυτικοί όμιλοι του χώρου των ακινήτων —όπως η Deutsche Wohnen, η Vonovia, η Covivio και η Adler— έχουν δαπανήσει περισσότερα από 42 δισ. ευρώ για να αγοράσουν ακίνητα στην πόλη. Οι πολεοδόμοι ήλπιζαν ότι αυτό θα διεύρυνε την προσφορά κατοικιών», σημειώνει η Τετ.
Ωστόσο τα ενοίκια εκτοξεύτηκαν. Τριπλασιάστηκαν σε κεντρικές γειτονιές και διπλασιάστηκαν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αυτό προκάλεσε οργή, ιδίως μεταξύ των νέων που ένιωσαν την οικονομική πίεση. Οπως συνέβη και στην Αθήνα με τις επενδύσεις σε ακίνητα για εκμετάλλευση μέσω Airbnb, τα πράγματα άλλαξαν. Οι Financial Times παραθέτουν τα στοιχεία της Eurostat που δείχνουν ότι κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ περίπου το 42% των νέων ηλικίας 25 έως 29 ετών ζει με τους γονείς τους εξαιτίας της οικονομικής πίεσης.
Παράλληλα, ρεπορτάζ του Guardian που παρουσίασε πρώτος στοιχεία της ΕΕ έδειξε μια αντίστοιχη εικόνα. Η έκθεση του Eurofound (ολόκληρη εδώ), που είναι ο οργανισμός της ΕΕ για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, παρουσιάζει την εξής εικόνα για τη χώρα μας:
—H Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση στην ΕΕ με ποσοστό 72% στον πίνακα κατάταξης με βάση «τη δυσκολία των νέων 15-29 ετών να τα βγάλουν πέρα οικονομικά». Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Βουλγαρία (με το 42% να δυσκολεύεται) και ακολουθεί η Κύπρος (34%).
Ο συνδυασμός των δύο, οικονομικής πίεσης και ακριβής στέγης, είναι αυτός που επιτείνει τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat (επικαιροποίηση 12/06/2024, εδώ) το ποσοστό των νέων 18 έως 34 ετών που ζουν με τους γονείς τους στην ΕΕ είναι κατά μέσο όρο 49,6%. Στη χώρα μας ανεβαίνει στο 66,4%.
Πίσω στα συμπεράσματα από το Βερολίνο. Η αρθρογράφος Γκίλιαν Τετ κάνει λόγο στους FT για μια «ακραία» κατάσταση στη γερμανική πρωτεύουσα που οδήγησε το 2021 στη διοργάνωση ενός μη δεσμευτικού «δημοψηφίσματος» από ομάδες ακτιβιστών. Το ερώτημα ήταν «αν η κυβέρνηση θα πρέπει να απαλλοτριώσει 240.000 κατοικίες μέσα την πόλη οι οποίες ανήκουν σε μεγάλους επενδυτικούς ομίλους (αυτούς που έχουν πάνω από 3.000 ακίνητα)».
Το προφανώς ακραίο ερώτημα έλαβε ποσοστό 59%. Και αυτού του τύπου ο ακτιβισμός που αντιβαίνει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν δημιουργούσε συνθήκες ντόμινο. Διότι τώρα, πολλοί κάτοικοι του Βερολίνου ζητούν να πραγματοποιηθεί ένα κανονικό, δεσμευτικό δημοψήφισμα για τη στεγαστική κρίση. «Αν περάσει κι αυτό, η κυβέρνηση του Βερολίνου μπορεί να αναγκαστεί να δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ που δεν διαθέτει σήμερα για να αγοράσει πολυκατοικίες από κολοσσούς ακινήτων και να τις φέρει πίσω στην ιδιοκτησία του κράτους», σημειώνουν οι Financial Times.
«Από την πλευρά τους, οι εταιρείες ακινήτων υποστηρίζουν -και σωστά – ότι αν η απαλλοτρίωση συμβεί, μπορεί να αποβεί αντιπαραγωγική, αφού θα υπονομεύσει τις μελλοντικές ιδιωτικές επενδύσεις και θα πλήξει όποιον έχει τη σύνταξή του επενδυμένη σε ταμεία ακινήτων» επισημαίνει η Τετ. Η οποία προσθέτει πως αυτή η εξέλιξη «δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν ξεσπά η λαϊκή οργή για την άνοδο των τιμών και τη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων».
Το μάθημα που πρέπει να πάρουν κατά τους FT οι μετριοπαθείς πολιτικοί από το Βερολίνο είναι ότι, αν αντιπαθούν την ιδέα του ενοικιοστασίου και των απαλλοτριώσεων, πρέπει επειγόντως να βρουν άλλους τρόπους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ενοικίων, κυρίως με την επέκταση του αποθέματος κατοικιών. Μια από τις λύσεις που προτείνει η οικονομική εφημερίδα είναι να χρησιμοποιηθεί δημόσιο χρήμα για την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών.
Κάτι αντίστοιχο σύμφωνα με τους New York Times συμβαίνει ήδη στο Παρίσι. Συγκροτήματα δημόσιων κατοικιών στην καρδιά της πόλης δημιουργήθηκαν μέσα από την ανακατασκευή κρατικών κτιρίων. Ετσι, προσφέρονται με χαμηλό ενοίκιο διαμερίσματα ακόμη και με θέα στον Πύργο του Αïφελ που μπορεί να κόστιζαν αν ο ιδιοκτήτης ήταν ιδιώτης ακόμη και 6.000 ευρώ τον μήνα.
⇒ Διαβάστε: Κρίση στέγης – Ο Μακρόν στέλνει ευάλωτους σε «γκέτο πλουσίων»
«Τέτοιες πολιτικές δεν θα είναι εύκολο να εφαρμοστούν» παραδέχεται η αρθρογράφος των Financial Times. «Αλλά η ζοφερή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα τόσο πιθανό να πλήξει την πίστη στον καπιταλισμό και να πυροδοτήσει τον λαϊκισμό κατά των ελίτ —τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά— όσο η έλλειψη στέγης. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι οι κεντρώοι πολιτικοί θα δράσουν επειγόντως. Αν όχι, οι επενδυτές έχουν (έναν ακόμη) λόγο να ανησυχούν», προσθέτει.
Το πρόβλημα που υπογραμμίζουν οι FT από τη σκοπιά των αξιών της ελεύθερης αγοράς (εφόσον δεν πρόκειται για ένα… μαρξιστικό μέσο ενημέρωσης) φαίνεται ότι διέλαθε της προσοχής κάποιων επιτελών στην Αθήνα που παρασύρθηκαν από τη θεωρία του 70-30 (ιδιοκτητών-ενοικιαστών) χάνοντας την επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα.
Βεβαίως, τα προγράμματα της κυβέρνησης όπως το πρόγραμμα «Σπίτι Μου», που αφορά στη χορήγηση χαμηλότοκων ή άτοκων στεγαστικών δανείων προς νέους/νέες και νέα ζευγάρια (και τώρα συνεχίζεται), αλλά και το «Ανακαινίζω Νοικιάζω», για την επιδότηση της ανακαίνισης ή επισκευής κενών οικιών και διαμερισμάτων με σκοπό την διάθεσή τους για εκμίσθωση ως κατοικιών, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο το πρόβλημα, που συνδυάζεται και με τις οικονομικές δυσχέρειες των νέων (όπως αποκαλύπτουν τα ευρωπαϊκά στοιχεία για την ελληνική πρωτιά), φαίνεται ότι απαιτεί πιο γενναίες πρωτοβουλίες. Ισως και αλλαγή προσέγγισης.