Αν το καλοσκεφτείς, τα εστιατόρια της ζωής μας είναι ένα κομμάτι πολύ «δικό μας». Σήμερα, έτσι μου ήρθε να απαριθμήσω μερικά από όσα έμειναν αναλλοίωτα στην προτίμησή μας. Να τα τιμήσω, όπως μας τιμούν στον χρόνο. Τόσα και τόσα που ανοίγουν και κλείνουν, τόσα και τόσα που κατά καιρούς δοκιμάζουμε, απιστώντας στα γνώριμά μας, γιατί τα βαρεθήκαμε λέμε, αλλά… Στα ίδια πάντα πισωγυρίζουμε. Λες και είναι η εκδίκησή τους, που, για λίγο έστω, τα απαρνηθήκαμε. Αρχίζουμε…
ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΕΙΟΝ, στον Πειραιά. Πόσες στιγμές έχω να θυμάμαι στα τραπέζια του! Πόσα και πόσα βαθιά μου ξεψάρωσαν τσουγκρίζοντας τσιπουράκι και του τα είπα όλα… Οταν έχω να του πω, εκεί πάμε. Το λατρεύω. Και μόνο το να φτάσουμε Πειραιά, μου μοιάζει πάντα εκδρομή. Να δω καράβια στη σειρά, να περάσω όλες τις προβλήτες, να φανταστώ ταξίδια… Στην τελευταία προβλήτα στροφή αριστερά, ανηφόρα Χατζηκυριάκειο… Ακριβώς απέναντι. «Πού είναι ο Ηλίας;» ρωτάω, τον βλέπω και μάτι με μάτι συνεννοούμαστε. Μια σταλιά μαγαζί το Υπερωκεάνειον. Πώς το περιγράφεις; Φρέσκο παρελθόν! Ναι, υπάρχει τέτοιο. Σαν να ξαναγυρίζεις, για να ξαναφύγεις όμως. Κάτι από «H ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ» με κεφαλαία, κάτι από μαθητικά, κάτι από παρέλαση με ένα σωρό σημαιάκια, α να! Και το Βασιλικό ζεύγος σε κορνίζα…
Και στα τραπέζια, κόσμος καθημερινός, απλός, όπως πετάχτηκε να ξεσκάσει. Γράψε παραγγελία «Λαβράκι μαρινάτο, σημείωσε δύο γιατί δεν το μοιράζομαι. Σταμναγκάθι με μανιτάρια. Σαρδέλες οπωσδήποτε. Καλαμαράκι με πάστα πιπεριάς. Μακαρονάδα με ό,τι νομίζεις. Ψητός μπακαλιάρος και επίσης…». Αυτό το άτιμο «επίσης». Μέχρι την επόμενη φορά.
ΑΒΗΣΣΥΝΙΑ, στο Μοναστηράκι. Η επιτομή της ατμόσφαιρας. Από το ισόγειο μέχρι τη λατρεμένη ταράτσα το καλοκαίρι. Με την Ακρόπολη να σκάει μύτη πάνω από τους τσίγκους. Κάποτε, πολύ παλιά κάποτε, ήταν μια Βούλα που τραγουδούσε με τη συνοδεία ενός ακορντεόν. Κι αν έχουμε γλεντήσει με τη Βούλα! Μετά χάθηκε η Βούλα και ένα πιάνο τις νύχτες θύμιζε Παρίσι. Ο,τι όμως κι αν αλλάζει στα χρόνια, πάντα, μα πάντα, το Καφέ Αβησσυνία αποπνέει ένα τόσο προσωπικό στυλ, που δεν θα βρεις πουθενά αλλού. Να είναι καλά η Καίτη με το υψηλό της γούστο και ο γιος της, Νικόλας, που ανέλαβε με σεβασμό τα ηνία.
Εχω να θυμάμαι γενέθλια εκπλήξεις! Της Βέττας, του παππού Αριστείδη. Μου αρέσει να χαρίζω εκπλήξεις. Στα γενέθλια του Γιάννη η προτροπή προς την παρέα ήταν «Να ζήσουμε την Αθήνα ως τουρίστες» και μια ξεναγός είχε αναλάβει την ξενάγησή μας στην Αρχαία Αγορά, στη στοά Αττάλου, το shopping center της Αρχαιότητας, στο Μουσείο. Και μετά, βέβαια, Αβησσυνία. Για το αρνάκι κουσκούς, το χουκιάρ μπεγερντί, τα γιαπράκια…
ΚΑΝΑΡΙΑ, στο Μοσχάτο. Αλλο λατρεμένο! Ούτε καρφί δεν έχει αλλάξει θέση στα χρόνια. Μαγαζί ασπρόμαυρη ταινία. Το μωσαϊκό, η ριπολίνη στους τοίχους, τα στάχυα στο ανθοδοχείο, ο γλόμπος. Κάποτε λέγαμε συνθηματικά «Πάμε στους γρουσούζηδες». Δυο γερόντια που είχαν βαρεθεί ο ένας τον άλλον, αλλά ποτέ δεν είχαν βαρεθεί να προσφέρουν εξαιρετική ποιότητα στην πελατεία τους.
Σκανδαλωδώς ίδια ποιότητα, για πέντε-έξι όλα κι όλα εδέσματα. Σαλάτα λάχανο καρότο. Σαλάτα με τη νοστιμότερη ντομάτα που έχετε φάει ποτέ! Ελιές εξαιρετικές. Λάδι ασύλληπτο. Γαρίδες τηγανητές και μπαρμπούνια, που το φίνο τηγάνισμα μπορεί να διδάξει και Ιάπωνες, μάστορες της τεμπούρα. Αυτά και τέλος! Αλλά αυτά, και μέχρι τον Θεό! Τα γερόντια κάποτε εγκατέλειψαν. Ανέλαβαν οι γιοι. Ευγενέστατα, εξυπηρετικότατα παιδιά. Αλλά η ποιότητα, πάντα ίδια κι απαράλλαχτη. Πώς διάολο το καταφέρνουν; Χαλάλι τους οι τσιμπημένες τιμές.
L’ ABREUVOIR, στο Κολωνάκι. Η επιτομή του επαγγελματισμού. Δύο αδέλφια οικοδεσπότες, με βαθιά γνώση της εστίασης, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους. Οι σερβιτόροι που γνωρίζουν όσα πρέπει να γνωρίζουν. Η ποιότητα. Γαλλική κουζίνα. Κάθε φορά, μια στιγμή ενός χαμηλόφωνα πολυτελούς χθες που δεν χάθηκε. Υπάρχει εδώ να το μελετήσετε. Πόσα αντίστοιχα εστιατόρια νομίζετε υπάρχουν; Πόσα παραμένουν διαχρονικά; Αντε κι ο Σπύρος και Βασίλης… Ναι, και το Ταρτάρ στα νότια προάστια.
ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ, στο Κολωνάκι. Μαγειρειό στην Ξενοκράτους. Είτε καθίσετε στα λίγα τραπέζια του είτε πάρετε μαζί σας το φαγάκι του, το ίδιο θα απολαύσετε «σπιτικό». Ολα εκεί μέσα καθημερινό, όλα σπιτικό. Οι λαχανοντολμάδες, οι πίτες (Γιαννιώτες γαρ), ο μουσακάς, τα μπιφτέκια, ο πουρές πατάτας. Μου αρέσει να χαζεύω τις μοναχικές φιγούρες της συνοικίας να απολαμβάνουν σπίτι. «Τι καλό έχουμε σήμερα;» να ρωτάνε. Μου αρέσουν τα πολυφορεμένα παλτό τους. Τα καπέλα τους. Οι τρόποι τους. Το Ομορφο μου φέρνει, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, τον συγγραφέα Σουρούνη στη σκέψη. Νομίζω ότι τον βλέπω να τρώει, κι ας μην τον βλέπω.
ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ, στο Μεταξουργείο. Η επιτομή της απλότητας. Ατμόσφαιρα χαλαρή, εξυπηρέτηση φιλική. Αγαπημένο μου, πέραν του εξαιρετικού φαγητού… Ενας σπιρτόζικος κατάλογος, σοφής δοσολογίας ελληνικότητας, αξιοθαύμαστης επιλογής πρώτων υλών, χωρίς περιττές, μπουλγκάρ φιοριτούρες… Εκεί πάντα συναντάς και ωραίες, ενδιαφέρουσες φατσούλες μιας σύγχρονης ράτσας. Σε μια ιδιαίτερη περιοχή που προσφάτως συζητήθηκε και για το γεγονός ότι η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας κατοικεί εκεί.
Ιδίως τη νύχτα, η πλατεία Αυδή αναδίδει γοητεία και τα γύρω σκοτεινά στενά διεγερτικό φόβο. Ομολογώ ότι σπάνια έχουμε κατορθώσει να φύγουμε χωρίς απώλειες. Πότε ένα τζάμι σπασμένο για ένα ρημάδι κασκόλ που υπήρχε στο αυτοκίνητό μας, πότε για ένα ζευγάρι γυαλιά… Ζούμε ζόρικες μέρες. Αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την προτίμησή μας στις Σεϋχέλλες. Αλλωστε, τους «χρωστάω» ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα. (Εχω και τέτοια.)
«Σεϋχέλλες δυο βήματα από Ομόνοια». Μια κίνηση, μια χειρονομία ήταν όλη κι όλη, που παρατήρησα στο δίπλα τραπέζι… Εκείνο το κορίτσι-αγόρι που έβγαλε το σακάκι του και το ακούμπησε τρυφερά στους ώμους του κοριτσιού-κοριτσιού, γιατί είχε ανασηκώσει τους ώμους της, ότι κρύωνε… Μια χειρονομία μαγευτικά ντεμοντέ… Ενα τσακ μιας στιγμής και μου είχε πυροδοτήσει «να γράψω αμέσως»… Και μετά, ήρθε εκείνο το μήνυμα της Ρίκας Βαγιάνη «Το κείμενό σου τα σπάει» μου έγραφε. Α, ρε Ρίκα! Τι γενναιόδωρο, όμορφο πλάσμα! Πώς πεθαίνεις τέτοιο πλάσμα; Αυτά για σήμερα, αγαπημένοι μου αναγνώστες. Σε κάποιο επόμενο κείμενό μου ίσως η συνέχεια. Εχω και άλλα αγαπημένα. Ααα!!! Αν σας κάνει κέφι, γράψτε μου και τα δικά σας. Αν το καλοσκεφτείς, τα εστιατόρια της ζωής μας είναι κάτι πολύ «δικό μας». Είναι εμείς.