Στις 27 Ιουνίου του μακρινού 1984, στο Palacio De Congres της Μαδρίτης, στην Ισπανία, ξεκινούσαν οι διαδικασίες έναρξης του Εκτακτου Συνεδρίου Επανένωσης της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, της ιστορικής CNT. Γνωστή ως η μεγαλύτερη αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση στον κόσμο, που κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου είχε φτάσει να μετρά πάνω από 2 εκατ. μέλη, η CNT έβλεπε τις δυνάμεις της να υποχωρούν σταθερά στο πλαίσιο της μεταφρανκικής κοινωνίας και βίωνε μια έντονη εσωτερική κρίση. Eτσι, η χρήση του όρου «επανένωση» στον τίτλο του Συνεδρίου ήταν μάλλον παραπειστική.
Στην πραγματικότητα, η διαδικασία πήρε γρήγορα τα αντίθετα χαρακτηριστικά. Οταν έπρεπε να νομιμοποιηθούν οι σύνεδροι, οι διαφορετικές τάσεις είχαν διαφορετικές εκδοχές για το ποιος έχει δικαίωμα να είναι στο συνέδριο και ποιος όχι. Η διαφωνία μετατράπηκε γρήγορα σε ένταση και η ένταση σε ένα ανελέητο ξύλο που άρχισε να πέφτει μεταξύ συνέδρων και μη, στη συμβολή της λεωφόρου του στρατηγού Περόν με την «Καστεγιάνα», το πασέο που διασχίζει την ισπανική πρωτεύουσα από βορρά προς νότο. Αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων κάνουν λόγο για σκηνές μεγάλης βίας, κατά τις οποίες τα κοντάρια των σημαιών που προορίζονταν για τον ταξικό αντίπαλο προσγειώνονταν στα κεφάλια των συντρόφων.
Το χειρότερο από όλα, όμως, για την άλλοτε κραταιά επαναστατική οργάνωση είναι ότι κανείς δεν έδινε σημασία στα τρομερά πράγματα που συνέβαιναν στο εσωτερικό της. Το βράδυ εκείνο η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ισπανίας αντιμετώπιζε στο Παρίσι την αντίστοιχη της Γαλλίας για τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ετσι, η εργατική τάξη είχε το μυαλό της αλλού. Οι βετεράνοι συνδικαλιστές θυμούνται πια με μικρότερη θλίψη το ίδιο το γεγονός των βίαιων επεισοδίων από το γεγονός ότι κανένας από τους εκατοντάδες Mαδριλένους που είχαν βγει στις γύρω καφετέριες να δουν τον αγώνα δεν πήρε τα μάτια του από την τηλεόραση για να κοιτάξει τι συνέβαινε δίπλα του στο συνέδριο και γιατί όλοι αυτοί οι ακτιβιστές έπαιζαν ξύλο μεταξύ τους. Μια ριζοσπαστική οργάνωση μπορεί ίσως να ανακάμψει από τις εσωτερικές αντιθέσεις της, όσο βίαιες και αν είναι. Πώς όμως να διαχειριστεί την απόλυτη αδιαφορία της κοινωνίας για αυτές;
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μοιάζουν να έχουν τέτοιους προβληματισμούς αυτή την ώρα. Λογικό, θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής. Πάει καιρός που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τίποτα το ριζοσπαστικό. Εντάξει, αλλά το κύριο είναι ότι για την ώρα ασχολούνται με την πρώτη φάση του προβλήματος, το «ξύλο». Το οποίο για την ώρα, έστω οριακά, μπαίνει σε εισαγωγικά, αλλά είναι άγνωστο για πόσο ακόμα θα ισχύσει αυτό. Το ότι ένα απειροελάχιστο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας εξαρτά πλέον την πολιτική του θέση από αυτό, ίσως τους απασχολήσει σε δεύτερο χρόνο.
Η εκλογή συνέδρων στον ΣΥΡΙΖΑ θύμισε αρκετά τις εκλογικές διαδικασίες που αναπολούσαν καθισμένοι σε έναν κορμό μαυροντυμένοι γέροντες στο «Αστερίξ στην Κορσική»: ψήφιζαν όλοι δημοκρατικά και μετά οι κάλπες πετιόνταν στη θάλασσα και ο πιο δυνατός κέρδιζε τις εκλογές. Οι εκατέρωθεν καταγγελίες είναι τόσες πολλές, ώστε όχι μόνο είναι αδύνατο να καταλάβεις ποιο είναι το αποτέλεσμα, αλλά είναι και μάλλον απίθανο να προκύψει ένα κοινά αποδεκτό σώμα συνέδρων μέχρι την ερχόμενη εβδομάδα.
Σε γενικές γραμμές, οι «87» εκτιμούν ότι επικρατούν στη Θεσσαλονίκη και την επαρχία –με εξαιρέσεις όπως αυτή της Κρήτης, όπου η μάχη γίνεται ανάμεσα σε κασσελακικούς και πολακικούς–, ενώ για την πλευρά Κασσελάκη τα πράγματα είναι ευνοϊκά στην Αθήνα, όπου ο μεγαλύτερος όγκος όσων θα τον αποδοκίμαζαν έφυγε ήδη τον περασμένο Νοέμβριο με τη Νέα Αριστερά.
Η πιο βέβαιη κυριαρχία, ωστόσο, είναι αυτή που έχει η πρόσφατη πλειοψηφία της ΚΕ στα οργανωτικά ζητήματα, με την όποια σημασία μπορεί να έχει αυτό σε μια χαώδη διαδικασία, στην οποία κάποιος θα βγάλει ένα αποτέλεσμα που θα το αμφισβητούν οι υπόλοιποι. Σε αυτή την περίπτωση είναι πάντα προτιμότερο να είσαι εσύ αυτός που ανακοινώνει. Από τους «87», πάντως, παρά το γεγονός ότι η πρώτη μέρα ψηφοφορίας είχε πολλές κασελακικές οργανώσεις, εκφραζόταν αισιοδοξία ότι το ποσοστό συνέδρων που θα εκλεγούν υπό τη σημαία τους μπορεί να φτάσει το 70%, και πάντως δεν θα πέσει κάτω από το 60%.
Ευσεβείς πόθοι ή καλή γνώση των αριθμών, πάντως την πρώτη μέρα ψήφισαν κυρίως κασσελακικές οργανώσεις. Εξ ου και η πλευρά του τέως προέδρου διέρρευσε κάποιους πανηγυρισμούς το βράδυ του Σαββάτου, που τους διαδέχτηκαν οι καταγγελίες του διευθυντή του γραφείου του την Κυριακή. Από την άλλη, η πλειοψηφία ισχυρίζεται ότι ξεπέρασε ήδη το 52% στη δύσκολη πρώτη μέρα και αυτό προοιωνίζει μια μεγαλύτερη νίκη στην ευνοϊκότερη δεύτερη. Την αλήθεια, ας είμαστε ειλικρινείς, μπορεί να μην τη μάθουμε ποτέ.
Ομως το πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ Κουμουνδούρου και για τον ΣΥΡΙΖΑ Ταύρου δεν πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, να λυθεί με τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων. Σε κάθε περίπτωση, σύνεδροι και οπαδοί των δύο πλευρών θα βρεθούν σε αντιπαράταξη το Σαββατοκύριακο του Συνεδρίου, και πιθανότατα όχι με τις καλύτερες προθέσεις. Η μάχη δεν δίνεται μόνο για το brand name ΣΥΡΙΖΑ (που ίσως αλλάξει όποιος κι αν νικήσει), τα περιουσιακά στοιχεία του κόμματος ή την κρατική χρηματοδότηση (που είναι ένα ποσό πάνω από 10 εκατ. έως τις επόμενες εκλογές), αλλά είναι επίσης και ένα παιχνίδι ευθυνών. Η κάθε πλευρά θέλει να βγει από αυτή την ιστορία χωρίς τον μουντζούρη ότι αυτή προκάλεσε το τσίρκο των τελευταίων μηνών. Ομως αυτό θα είχε ίσως μεγαλύτερη σημασία αν δεν συνέβαινε τόσο λίγος κόσμος να κοιτάζει πια προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και το «ξύλο» που πέφτει εκεί.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι μάλλον απίθανό κάποια από τις δύο πλευρές να πάει στο Συνέδριο, να ηττηθεί και να φύγει. Οποιος παραδεχτεί ότι έχασε, χάνει και το ηθικό δικαίωμα να προχωρήσει σε κάτι διαφορετικό στην επόμενη φάση. Να γιατί τίποτα δεν αποκλείει το Συνέδριο να μην αναγνωριστεί από όλους, η εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμά της επίσης, και στις 2 Δεκέμβρη –όταν όλα θεωρητικά θα έχουν τελειώσει– στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ να προσέρχονται ακόμα «μέλη» που θα αναφέρονται σε διαφορετικά πολιτικά και οργανωτικά κέντρα το καθένα.
Και πότε μπορεί όλο αυτό να τελειώσει; Κανείς δεν ξέρει και κυρίως, ελάχιστοι ενδιαφέρονται. Τα επεισόδια της Μαδρίτης, πάντως, συνεχίστηκαν στα δικαστήρια, τα οποία αποφάνθηκαν σχετικά το 1989. Μέχρι τότε, επί πέντε χρόνια, δύο διαφορετικές οργανώσεις υποστήριζαν ότι είναι η μητέρα οργάνωση. Και την Κυριακή του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, ο ΠΑΟΚ αντιμετωπίζει τον Ολυμπιακό.