Στο πλοίο όλοι φορούσαν μάσκες. Όχι πολλοί ή η συντριπτική πλειοψηφία, αλλά όλοι. Μερικοί τις κατέβαζαν για να αφήσουν ακάλυπτη τη μύτη ενόσω κάθονταν στα αεροπορικά, κάποιοι έβγαιναν στο κατάστρωμα για τσιγάρο οπότε την χαμήλωναν στο πηγούνι ή την κρεμούσαν για λίγο στο ένα αυτί, όμως όλη την υπόλοιπη ώρα το κοινό ήταν μασκοφορεμένο. Το πλήρωμα δεν έκανε συστάσεις, ήταν πολύ κουρασμένο ή ίσως μπουχτισμένο ή μπαϊλντισμένο. Τα μεγάφωνα του καραβιού αντιθέτως, κάθε τέταρτο έκαναν την ίδια μαγνητοφωνημένη ανακοίνωση.
Η φωνή μας ενημέρωνε για τα υποχρεωτικά μέτρα προφύλαξης, για την υπευθυνότητα της εταιρείας, για τα απολυμαντικά που υπήρχαν σε κάθε γωνιά του σκάφους, για τις μάσκες που είναι υποχρεωτικές και για την απόσταση που έπρεπε να κρατούν οι επιβάτες μεταξύ τους. Όλα τα άλλα ήταν αληθοφανή, η απόσταση των δύο μέτρων ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν καθαρό καλαμπούρι. Να μην ακουμπά ο ένας τον άλλον εντάξει, να παραμερίζει ο ένας όταν ο άλλος έρχεται από τον διάδρομο ώστε να μην κουτουλήσουν γίνεται, να μην χαιρετιούνται δια χειραψίας ΟΚ., αλλά απόσταση δύο μέτρων ανάμεσα σε φυσικά πρόσωπα μέσα σε γεμάτο επιβατηγό καράβι απλώς δεν μπορεί να υπάρξει.
Ειδικά στην επιβίβαση και αποβίβαση. Εκεί απλώς ελπίζεις ότι φορώντας μάσκα και προσέχοντας να μην έρθεις σε σωματική επαφή με τον μπροστινό σου, ακόμα κι αν κουβαλά τον ιό δεν θα στον μεταδώσει. Οι κουπαστές του πλοίου είναι ένα πολύ ειδικό εξάρτημα τον καιρό του κορονοϊού. Τις κουπαστές που έχουν οι σκάλες επιβίβασης και αποβίβασης, δεν τις ακουμπά κανείς. Έχουν δίκιο. Από κει περνούν όλοι ανεξαιρέτως οι επιβάτες, οπότε αν έχουν ακουμπήσει όλοι, ανταλλάσσουμε απ’ ευθείας τους ιδρώτες μας και τους ιούς μας, οπότε την πατήσαμε ομαδικώς. Αυτό βέβαια δυσκολεύει μεγαλύτερους ανθρώπους, φορτωμένους μάλιστα, να ανέβουν τις κάθετες σκάλες του πλοίου ή να κρατήσουν ισορροπία αν πρόκειται για ηλεκτρικές.
Αντιθέτως, τις εξωτερικές κουπαστές των καταστρωμάτων τις ακουμπούν όλοι άφοβα. Ένα μυστήριο πράγμα. Να φοβάσαι τις μέσα και να αψηφάς τις έξω. Είδα έναν-δυο να απλώνουν χαρτομάντιλο στο σημείο που ακουμπούσαν τους βραχίονες ή τους αγκώνες τους, αλλά σε γενικές γραμμές τα εξωτερικά σημεία του καραβιού είναι κάτω από τα ραντάρ της προσοχής. Όλοι ελπίζουν πως όταν μπαίνουν στο πλοίο, αυτό είναι σχολαστικά απολυμασμένο από το πλήρωμα. Βλακείες. Δυο πράγματα τσάτρα-πάτρα κάνουν, ίσα για τους τύπους. Τα χοντρά-χοντρά κι όποιον πάρει ο χάρος. Ειδικά στα γρήγορα καράβια των Κυκλάδων, τα κύματα των επιβατών έρχονται και φεύγουν αδιάκοπα. Και να ‘θελαν οι ναύτες και οι καμαρότοι, έτσι που είναι κανονισμένα τα δρομολόγια δεν θα προλάβαιναν.
Είδα μερικούς να καθαρίζουν με δικά τους απολυμαντικά μαντηλάκια το κάθισμα τους και το τραπεζάκι μπροστά τους, αλλά λίγους. Το πλήρωμα τους κοιτά αδιάφορα, αν και είναι φανερό ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην πρόληψη του. Ακόμα λιγότερους είδα να παίρνουν απολυμαντικό από τις κρεμασμένες συσκευές που υπάρχουν εδώ κι εκεί, ίσως προτιμούν το δικό τους μικρό μπουκαλάκι που τοποθετούν μπροστά τους. Μόλις έναν-δυο επίσης, είδα να πιάνουν τα πόμολα από τις πόρτες (εξωτερικές ή τουαλέτας) κρατώντας χαρτομάντιλο. Όλοι οι άλλοι χουφτώνουν το πόμολο και γαία πυρί μειχθήτω. Πόσοι απ’ αυτούς πλένουν ή απολυμαίνουν αμέσως μετά τα χέρια τους, θα σας γελάσω.
Παραδίπλα, από την πρώτη θέση ακούγεται φασαρία. Μια κυρία που μόλις επιβιβάστηκε, φορώντας μάσκα σαν μπούργκα και γάντια (η μοναδική που είδα) έχει στήσει καβγά με το πλήρωμα διότι την έβαλαν σε ένα τραπέζι τεσσάρων θέσεων παρέα με τρεις Γάλλους. Αυτή φωνάζει οι ώμοι τους σχεδόν ακουμπάνε ενώ θα ‘πρεπε να υπάρχουν κενές θέσεις μεταξύ τους. Το πλήρωμα λέει κάτι ακατάληπτα αλλά διόλου πειστικά, οι Γάλλοι κοιτάνε έκπληκτοι δίχως να καταλαβαίνουν. Τη λύση δίνει ο ύπαρχος που καταφθάνει. Κάπου την οδηγεί και την χάνουμε απ’ τα μάτια μας. Αυτή τον ακολουθεί μουρμουρίζοντας. Εμείς κοιτάμε απ’ έξω ελπίζοντας δούμε σύντομα το λιμάνι να καταφθάνει. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;