Στη Wall Street υπάρχει ένας άτυπος εθιμικός κανόνας: οι εταιρείες κάνουν συντηρητικές προβλέψεις για τη μελλοντική τους κερδοφορία, ώστε να υπάρχει περιθώριο τα τελικά αποτελέσματα να είναι ανώτερα των προσδοκιών. Όλοι, πελάτες και επενδυτές, ανταποκρίνονται πολύ θετικότερα, αν το αποτέλεσμα είναι υψηλότερο από το προσδοκώμενο. Ενώ υποδέχονται αρνητικά το αποτέλεσμα όταν είναι υποδεέστερο των προσδοκιών, ακόμη κι αν πρόκειται για το ίδιο απόλυτο νούμερο. Οι μεγάλες εταιρείες, δηλαδή, αναγνωρίζουν ότι το κλίμα και η ψυχολογία είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Και αποφεύγουν να απογοητεύουν τις αγορές και σε επίπεδο εντυπώσεων. Είναι ζήτημα εμπιστοσύνης άρα και αξιοπιστίας.
Η Ελλάδα σήμερα, στο ζήτημα των συντάξεων έχει πέσει σε μια παγίδα. Ακόμη κι αν η περικοπή δεν είναι απαραίτητη, ακόμη κι αν οι εταίροι συναινέσουν στην αναβολή εφαρμογής του μέτρου, οι αγορές θα εκλάβουν τη μη περικοπή των συντάξεων την 1/1/19 ως μείζονα ανακολουθία, ως ισχυρή απόδειξη αναξιοπιστίας. Η πρόσφατη ταλαιπωρία των ελληνικών χρηματαγορών αλλά και η αναβολή της πολυαναμενόμενης αναβάθμισης από τη Moody’s, ως ένα βαθμό, είναι απότοκο αυτής της παγίδας.
Μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από την παγίδα; Να διατηρήσει την αξιοπιστία της χωρίς να εφαρμόσει το μέτρο της περικοπής των συντάξεων την 1/1/2019;
Κατά τη γνώμη μου, έχει καλές πιθανότητες, αν αντιπροτείνει ένα πειστικό εναλλακτικό σενάριο. Ένα σχήμα π.χ. με μικρότερες περικοπές ετησίως, συνδεδεμένες με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας. Ένα πειστικό σχήμα που θα διασφαλίζει την επίτευξη του διαρθρωτικού στόχου εντός εύλογου χρονικού ορίου αλλά θα αφήνει και περιθώριο μικρότερων περικοπών ανάλογα με την πορεία της οικονομίας.
Στο μυαλό του Ταμείου
Θα μπορούσε να ψέξει κανείς την ελληνική κυβέρνηση για την παγίδα. Επειδή ψήφισε το μέτρο των περικοπών, επειδή δεν αντιπρότεινε ένα πιο ρεαλιστικό σχήμα ή επειδή ετοιμάζεται να αθετήσει την δέσμευσή της –που είναι και δέσμευση της χώρας.
Αλλά νομίζω οι ευθύνες βαραίνουν, κυρίως, τους ενήλικες. Και ο ενήλικας στο δωμάτιο είναι το ΔΝΤ. Η δραστική περικοπή συντάξεων από μια κυβέρνηση λαϊκιστών λίγους μήνες πριν τις εκλογές είναι απίθανο σενάριο. Κι αυτό το Ταμείο όφειλε να το προβλέψει.
Άλλωστε, το Ταμείο δεν κατάφερε να επιβάλλει τις (σωστές) απόψεις του για το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής –μικρότερη αύξηση φόρων & μεγαλύτερη μείωση δαπανών- όταν η χώρα εξαρτιόταν από τις μνημονιακές δόσεις. Θα το κατάφερνε το 2019, όταν η χώρα θα είχε μεγαλύτερη ταμειακή ευελιξία;
Πώς ακριβώς σκέφτηκε το Ταμείο, όταν ζήτησε τη δραστική προσαρμογή των συντάξεων από την 1/1/19; Αν η προσαρμογή που εισηγήθηκε το Ταμείο κρίθηκε απαραίτητη, γιατί δεν επιμερίστηκε στην τριετία 2018-2020; Για την οικονομία το μεσοσταθμικό αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο αλλά οι πολιτικές επιπτώσεις πολύ διαφορετικές.
Υπάρχουν 4 σενάρια για την περικοπή των συντάξεων, με λιγότερο πιθανό το σενάριο της ομαλότητας.
- Αναβολή της περικοπής με τη σύμφωνη γνώμη των εταίρων => Το μήνυμα προς τις αγορές είναι ότι για μια ακόμη φορά η Ελλάδα δεν κάνει αυτό που χρειάζεται και πάλι οι εταίροι κάνουν τα στραβά μάτια.
- Μονομερής αναβολή του μέτρου => μήνυμα προς τις αγορές ακραία τοξικό για την Ελλάδα.
- Πρόωρες εκλογές πριν την εφαρμογή του μέτρου, με την παρούσα κυβέρνηση να κηρύσσει ανένδοτο αγώνα υπέρ των συντάξεων.
- Οι συντάξεις μειώνονται την 1/1/19.
Τα 1 & 2 θα υποθηκεύσουν την αξιοπιστία της χώρας (σε διαφορετικό βαθμό το καθένα) και θα θέσουν μικρά ή μεγάλα εμπόδια στην πορεία ανάκτησης της εμπιστοσύνης των αγορών.
Τα 1 & 3 θα υποθηκεύσουν πολιτικά την επόμενη κυβέρνηση από την πρώτη κιόλας μέρα, διευκολύνοντας την πολιτική αστάθεια, εν όψει προεδρικών εκλογών το 2020 και απλής αναλογικής.
Και το σενάριο της ομαλότητας (4), θα ήταν καταστροφικό για το κυβερνών κόμμα και για αυτό ελάχιστα πιθανό.
Στα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά την έλλειψη πολιτικής συναίνεσης και το περίσσευμα λαϊκισμού. Και το γνωρίζει πολύ καλά το ΔΝΤ. Γιατί σημασία δεν έχουν μόνο οι δημοσιονομικοί στόχοι αλλά και η πολιτική τους διαχείριση. Το ότι η περικοπή των συντάξεων, λόγω χρονισμού, θα καταστεί μείζον ζήτημα της προεκλογικής αντιπαράθεσης είναι τουλάχιστον ατυχές, πάντως ήταν προβλέψιμο. Και σίγουρα υπήρχαν πολιτικά παραγωγικότεροι τρόποι να εξασφαλισθεί το ίδιο δημοσιονομικό & διαρθρωτικό αποτέλεσμα.
Δημοσιονομικό ή διαρθρωτικό;
Μπορούμε να παίζουμε παιχνίδια με τις λέξεις ή να μαδούμε τη μαργαρίτα για το δημοσιονομικό ή διαρθρωτικό χαρακτήρα των περικοπών των συντάξεων. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως % του ΑΕΠ είναι στόχος διαρθρωτικός. Ξοδεύουμε πολύ μεγαλύτερο μερίδιο ΑΕΠ για συντάξεις απ’ όλους τους άλλους. Και πρέπει να το μειώσουμε. Όχι για να ευχαριστήσουμε το Ταμείο αλλά για να εξοικονομήσουμε πόρους για άλλες κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή την Υγεία, τη στήριξη της μητρότητας, των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, για τους οποίους δαπανούμε με διαφορά τα λιγότερα απ’ όλους τους άλλους Ευρωπαίους. Και για έναν ακόμη λόγο, για να μειώσουμε τη φορολογική επιβάρυνση που είναι πλέον από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Είναι, λοιπόν, διαρθρωτικό μέτρο, επειδή πρόκειται για ανακατανομή πόρων και δαπανών ανεξαρτήτως του ύψους των δαπανών ή των πλεονασμάτων.
Όμως, εκτός από τον ενεργητικό τρόπο (περικοπή) μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, υπάρχει και ο παθητικός τρόπος: να μειώσουμε τη συνολική δαπάνη παγώνοντας τις συντάξεις καθώς η οικονομία αναπτύσσεται και το ΑΕΠ μεγεθύνεται.
Η Πορτογαλία το 2014 είχε την 3η υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη 15,6% (ως % ΑΕΠ) στην Ευρώπη, πίσω από Ελλάδα και Ιταλία. Μέσα σε μια τριετία (2015-2017), παγώνοντας τις συντάξεις, χωρίς να τις μειώσει, και χωρίς μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε απόλυτο νούμερο, μόνο από την αύξηση του ΑΕΠ, η Πορτογαλία κατάφερε να μειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη ως % ΑΕΠ στο 14%. (Δε γνωρίζουμε το ακριβές ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης της Πορτογαλίας για τη διετία 2016-17. Υποθέτουμε πως παρέμεινε παγωμένη όπως και τη διετία 2014-15.)
Εξίσωση ή Εξομάλυνση;
Επισημαίνεται από πολλούς ότι η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς διαμορφώνει συνταξιούχους δύο ταχυτήτων και οι περικοπές θα ήταν ένας μηχανισμός εξίσωσης.
Ομως στις μεταρρυθμίσεις, συχνά, η μηχανιστική εξίσωση δεν είναι ούτε εφαρμόσιμη ούτε δίκαιη. Μηχανιστική εξίσωση θα σήμαινε πως, όταν καθιερώθηκε η πρόσληψη εκπαιδευτικών μέσω ΑΣΕΠ ως μέθοδος επιλογής των επαρκέστερων, θα έπρεπε και οι πενηντάρηδες εκπαιδευτικοί να αξιολογηθούν με την ίδια διαδικασία, προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους.
Στην περίπτωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, αν εφαρμόζαμε μια μηχανιστική εξίσωση, κάποιοι σημερινοί 75άρηδες που συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα στα 50 τους απολαμβάνοντας σκανδαλωδώς υψηλές συντάξεις σχεδόν 20 χρόνια, θα ‘πρεπε να πληρώνουν στα Ταμεία για το υπόλοιπο του βίου τους αντί να εισπράττουν.
Στις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, δεν είναι πάντα η εξίσωση το σωστό εργαλείο ή ο δίκαιος στόχος. Συχνά είναι προτιμότερη η εξομάλυνση της διαφοράς. Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μάνος Ματσαγγάνης εδώ, παρά τις μεγάλες περικοπές, υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις, που η απόκλιση και η αδικία λόγω προσωπικής διαφοράς είναι τόσο μεγάλη και θα έπρεπε να τη διαχειριστούμε ακόμη και αν δεν περικοπούν οριζόντια οι συντάξεις. Και πράγματι, μικρές σταδιακές περικοπές στη συνταξιοδοτική δαπάνη θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με αντίστοιχα κριτήρια εξομάλυνσης των πιο άδικων αποκλίσεων.
Αυτό που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση ως περικοπή της προσωπικής διαφοράς είναι στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Ένα παράδειγμα:
Συνταξιούχος λαμβάνει σήμερα μηνιαία σύνταξη 1400€. Με το νέο νόμο θα δικαιούται 700€, οπότε η προσωπική διαφορά ανέρχεται στα 700€. Επειδή η μέγιστη μείωση είναι 18%, η σύνταξή του θα μειωθεί στα 1148€ και ο δικαιούχος θα διατηρήσει προσωπική διαφορά 448€ ή 64% υψηλότερη σύνταξη.
Αν κάποιος λαμβάνει σύνταξη 850 ή 800€, ενώ με το νέο νόμο θα δικαιούνταν 700€, η σύνταξη θα μειωθεί στα 700€ και η προσωπική διαφορά θα μηδενιστεί!
Πρόκειται, δηλαδή, για οριζόντιες περικοπές που ευνοούν τους πιο προνομιούχους.
Αλλο ένα επεισόδιο του σίριαλ «Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη»!
Το 2018 δεν είναι 2010
Το 2000 η Ελλάδα δαπανούσε 10,9% του ΑΕΠ για συντάξεις ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 12,2% Eurostat. Τότε ακόμα η συνταξιοδοτική δαπάνη ως % του ΑΕΠ δεν ήταν εμφανές πρόβλημα, το Ασφαλιστικό, όμως, ήταν μια χιονοστιβάδα σε αρχικό στάδιο. Τότε έβαλε στο τραπέζι τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού ο Τάσος Γιαννίτσης, ματαίως!
Το 2010 το Ασφαλιστικό είχε γίνει θηλιά στο λαιμό της Ελλάδας, ασκώντας ασφυκτική δημοσιονομική πίεση. Προχωρήσαμε σε δραστικές μειώσεις των συντάξεων τη διετία 2010-11 αλλά η δαπάνη για συντάξεις αυξήθηκε αντί να μειωθεί! Διότι μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι σε παραγωγική ηλικία ήταν δυνητικοί συνταξιούχοι. Όποτε ήθελαν αποχωρούσαν εξασφαλίζοντας, μάλιστα, σύνταξη συγκρίσιμη ή και υψηλότερη από τις αποδοχές τους. Τελικά, αποχώρησαν μαζικά εκτοξεύοντας τη συνταξιοδοτική δαπάνη, οπότε οι δραστικές περικοπές των συντάξεων ήταν μονόδρομος.
Γιατί τα πρώτα χρόνια της κρίσης δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε η πολυτέλεια της σταδιακής προσαρμογής. Μας έπνιγαν τα θηριώδη δημοσιονομικά ελλείμματα και δεν υπήρχε πρόθυμος δανειστής να τα χρηματοδοτήσει.
Το 2000 το Ασφαλιστικό ήταν πολύ πιο προβληματικό απ’ όσο έδειχνε η χαμηλή συνταξιοδοτική δαπάνη ως % του ΑΕΠ (10,9%).
Σήμερα είναι λιγότερο προβληματικό απ’ όσο δείχνει η υψηλή δαπάνη (2017: 16,3% του ΑΕΠ).
Όχι πως λύθηκε το πρόβλημα! Η υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει αγκάθι για την οικονομία. Όμως η χιονοστιβάδα έχει τεθεί υπό έλεγχο. Το 2018 δεν είναι 2010. Το Ασφαλιστικό δεν είναι πια «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ» αλλά ένα από τα προβλήματα που κρατάνε την οικονομία και τη χώρα στον πάτο. Και, όπως όλα τα προβλήματα, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε στη σωστή του διάσταση με το βέλτιστο τρόπο.
Διογκώνοντας τη σημασία και το βάρος ενός προβλήματος, κινδυνεύουμε να υποτιμήσουμε τη σημασία των υπολοίπων. Στο Ασφαλιστικό έγιναν πάρα πολλά βήματα. Χρειάζονται και άλλα, αλλά έγιναν και πολλά. Στα υπόλοιπα πεδία τι κάναμε;
Στη δημόσια διοίκηση στασιμότητα. Οι επίορκοι στις θέσεις τους. Η αξιολόγηση μόνο στο λεξικό. Οι άχρηστοι φορείς και οι οργανισμοί του Δημοσίου τι απέγιναν; Τους καταγράψαμε; Τους καταργήσαμε; Τους συγχωνεύσαμε; Στην παιδεία άλματα προς τα πίσω. Στις επενδύσεις; Πού είναι οι μπουλντόζες στο Ελληνικό; Πού είναι οι θέσεις εργασίας;
Πολιτική σταθερότητα και αποφασιστικότητα
Το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2019-2022 εδώ στηρίζεται σε ένα αισιόδοξο σενάριο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας την επόμενη τετραετία με σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης Ένα αισιόδοξο σενάριο που υιοθετεί ακόμα και το ΔΝΤ -το οποίο γενικά διατηρεί πολύ χαμηλές προβλέψεις για τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο «αν» σ’ αυτό το σενάριο. Και δεν είναι ούτε τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ούτε η υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη. Το «αν» είναι η πολιτική σταθερότητα, η αξιοπιστία της χώρας μας, ο πολιτικός χρόνος και η αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης. Υπό αυτήν την έννοια θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για την Ελλάδα, αν είχε ληφθεί μέριμνα όχι μόνο για το στόχο των δημοσιονομικών παρεμβάσεων διαρθρωτικού χαρακτήρα αλλά και για τον «τρόπο» ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα πρόκλησης μια τρίτης κρίσης, στα πρότυπα της δεύτερης που προκλήθηκε το 2015.
Και ο πιο ωφέλιμος και παραγωγικός τρόπος θα ήταν να συνδεθεί η μείωση των συντάξεων με την ανάπτυξη. Αν π.χ. θέσουμε ως στόχο τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 3% στην επόμενη 5ετία, θα μπορούσε ο στόχος να επιμεριστεί σε μείωση κατά 0,6% του ΑΕΠ ετησίως.
Κάθε χρόνο, ανάλογα με την μεταβολή του ονομαστικού ΑΕΠ, ένα τμήμα της μείωσης θα επιτυγχάνεται με παθητικό τρόπο (από την αύξηση του παρονομαστή στο κλάσμα) ενώ το υπόλοιπο θα συμπληρώνεται με ενεργητικό τρόπο από τη μείωση της προσωπικής διαφοράς (κάτι σαν κόφτης ΑΕΠ). Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση θα μετατοπιζόταν στο ουσιαστικό πεδίο της ανάπτυξης και, επιπλέον, ο συνταξιούχος θα γινόταν συμμέτοχος στο στοίχημα της ανάπτυξης.
Ένα τέτοιο σχήμα θα βοηθούσε όλους να αντιληφθούν με άμεσο τρόπο την πραγματικότητα: τις συντάξεις, δεν τις διασώζει ο πολιτικάντης που υπόσχεται «καλύτερη επαναδιαπραγμάτευση» αλλά οι πολιτικές που εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για υψηλότερη ανάπτυξη.
Σημειώστε, πως αν επαληθευτεί το αισιόδοξο σενάριο του μεσοπρόθεσμου, δεδομένου του παγώματος των συντάξεων –μέτρο που έχει ψηφίσει η ελληνική κυβέρνηση από το 2017- η συνταξιοδοτική δαπάνη ως % ΑΕΠ θα μειώνεται κατά 0,53% του ΑΕΠ ετησίως για την πενταετία 2018-2022. Και ο διαρθρωτικός στόχος της μείωσης της δαπάνης κατά 3% θα επιτευχθεί με ελάχιστες περικοπές, κατά κύριο λόγω με παθητικό τρόπο, δηλαδή χάρις στην αύξηση του ΑΕΠ.
Ένα τέτοιο σχήμα παραμένει, ακόμη και σήμερα, ο ενδεδειγμένος τρόπος προκειμένου να ξεφύγουμε από την παγίδα που στήσαμε οι ίδιοι. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η κυβέρνηση να επιδιώξει λύση κι όχι απόδραση από το πρόβλημα μεταφέροντάς το στον επόμενο. Αν, μάλιστα, μια παρόμοια πρόταση συνοδεύεται από τη ρητή συναίνεση της αντιπολίτευσης, τότε όχι μόνο αυξάνονται οι πιθανότητες για την αποδοχή της από τους δανειστές αλλά εκπέμπεται κι ένα ισχυρότατο μήνυμα αξιοπιστίας της χώρας μας. Και το χρειάζεται!