Η ανάπτυξη εμβολίων COVID-19 σε λιγότερο από έναν χρόνο ήταν σημαντικό επίτευγμα οπωσδήποτε. Ομως η διανομή τους δεν ήταν τέλεια. Στις ΗΠΑ η Επιχείρηση Warp Speed πέτυχε μεν τους παραγωγικούς στόχους της, όμως δεν τα πήγε καλά με τον συντονισμό των αρχικών αποστολών εμβολίων. Αναφορικά με την κατανομή τους, το σχέδιο ούτε έδωσε προτεραιότητα στις ανάγκες ούτε κατάφερε σπουδαία πράγματα στον τομέα της αντιμετώπισης των φυλετικών ανισοτήτων.
Είναι σαφές ότι ένα πράγμα είναι η δημιουργία ασφαλών, αποτελεσματικών εμβολίων και ένα άλλο, διαφορετικό, είναι η δημιουργία δίκαιων προγραμμάτων εμβολιασμού. Κρατικοί οργανισμοί καινοτομίας με αρμοδιότητα τις αποστολές, ιδίως η Defense Advanced Research Projects Agency (DARPA) και η Biomedical Advanced Research and Development Authority (BARDA), αποδείχθηκαν καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη των προηγμένων εμβολίων mRNA. Ομως η τεχνοκρατική αποστολή του Warp Speed συνδέεται τάχα με την υγειονομική αποστολή της παραγωγής ενός «εμβολίου για τον λαό»;
Η διοίκηση Μπάιντεν πρέπει να λάβει υπόψη αυτήν τη διάκριση, αφού προσπαθεί να «ανοικοδομήσει καλύτερα» και να αναζωογονήσει τη χρηματοδότηση της επιστήμης και της τεχνολογίας ύστερα από τέσσερα χρόνια απόρριψης της επιστήμης και περιφρόνησης των επιστημόνων από τον Ντόναλντ Τραμπ. Εφ’ όσον μιλάμε για φιλόδοξους στόχους, στη διάθεση εμβολίων στις ΗΠΑ –και ακόμη περισσότερο στην Ευρώπη– δείχνει ότι έχει σημασία να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι λεπτομέρειες της συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Στο νέο μου βιβλίο «Mission Economy: A Moonshot Guide to Changing Capitalism» [σ.σ.: στα Ελληνικά ο τίτλος του μπορεί να αποδοθεί «Αποστολή Οικονομία: Διαστημικός Οδηγός για να Αλλάξει ο Καπιταλισμός»] υποστηρίζω ότι το πρόγραμμα της NASA για την αποστολή ανθρώπου στη Σελήνη εξακολουθεί να προσφέρει εξαιρετικά μαθήματα αποδοτικής διαχείρισης των σχέσεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Με κόστος που σήμερα υπολογίζεται στα 283 δισ. δολάρια, το πρόγραμμα «Apollo» τόνωσε την καινοτομία σε πολλούς τομείς –από την αεροναυπηγική και τα διατροφικά υλικά μέχρι την ηλεκτρονική και τα προγράμματα λογισμικού–, ενώ συγχρόνως ενίσχυσε και τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα.
Η NASA πλήρωσε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες όπως η General Motors, η Pratt & Whitney (γνωστή τότε ως United Aircraft) και η Honeywell, με σκοπό να εφεύρουν τα νέα συστήματα καυσίμων, πρόωσης και σταθεροποίησης των θρυλικών πυραύλων Saturn V. Αυτές οι χρηματοδοτηθείσες με δημόσιο κεφάλαιο τεχνολογίες παρήγαγαν κατόπιν πολλά δευτερογενή αποτελέσματα, τα οποία εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε σήμερα: λόγου χάρη, το βρεφικό γάλα σε μορφή σκόνης (από την αποξηραμένη τροφή των αστροναυτών) και την ασύρματη ηλεκτρική σκούπα (από τις μηχανές που ανίχνευσαν την επιφάνεια της Σελήνης). Τα ολοκληρωμένα κυκλώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την πλοήγηση αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης Πληροφορικής.
Η NASA εξασφάλισε ότι η κυβέρνηση έκανε ένα καλό deal, προσφέροντας στις εταιρείες συμβάσεις με τιμές φιξ, ώστε να τις αναγκάσει να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, ενώ παρείχε και κίνητρα για συνεχείς βελτιώσεις ποιότητας. Και οι προβλέψεις των συμβολαίων «χωρίς υπερβάσεις κέρδους» βοήθησαν να διασφαλιστεί η αρχή ότι την κούρσα του Διαστήματος καθοδηγούσε η επιστημονική περιέργεια και όχι η απληστία ή η αισχροκέρδεια.
Εξίσου σημαντικό ήταν το ότι η NASA απέφυγε την υπερβολική εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα. Αν ο οργανισμός ανέθετε σε εξωτερικούς συνεργάτες τον ρόλο του στη διακυβέρνηση, τότε θα ήταν ευάλωτος σε αυτό που ο τότε προϊστάμενος προμηθειών ονόμαζε «brochuremanship»: ο ιδιωτικός τομέας θα υπαγόρευε τι είναι «το καλύτερο». Επειδή η NASA είχε αναπτύξει εσωτερική εμπειρογνωμοσύνη, γνώριζε για την τεχνολογία τόσα όσα και οι εργολάβοι, έτσι ήταν καλά εξοπλισμένη ώστε να διαπραγματευτεί και να διαχειριστεί τις συμβάσεις της.
Ενισχύοντας τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα και περιγράφοντας έναν συγκεκριμένο στόχο για συμμαχίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η διοίκηση Μπάιντεν θα μπορούσε να προσφέρει ανάπτυξη και να βοηθήσει να αντιμετωπιστούν ορισμένες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, από την ανισότητα και τα αδύναμα συστήματα υγείας μέχρι την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Αυτά τα προβλήματα είναι πολυδιάστατα και πολύ πιο περίπλοκα από την αποστολή ενός ανθρώπου στη Σελήνη. Ωστόσο το ζητούμενο είναι το ίδιο: αποτελεσματική στρατηγική διακυβέρνησης του χώρου όπου η δημόσια χρηματοδότηση συναντά την ιδιωτική βιομηχανία. Για παράδειγμα, ενώ η Big Pharma παρουσιάζει τον δημόσιο τομέα σαν απλό καταναλωτή φαρμάκων, η ανακάλυψη αυτών των φαρμάκων αρχίζει συνήθως με έρευνα χρηματοδοτούμενη με δημοσίους πόρους.
Σκεφτείτε τα 40 δισ. δολάρια που η κυβέρνηση των ΗΠΑ επενδύει κάθε χρόνο στο Εθνικό Ιδρυμα Υγείας (NIH). Το NIH (μαζί με το υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων) υποστήριξε το φάρμακο για την ηπατίτιδα C που φέρει την ονομασία «Sofosbuvir» με υπερδεκαετή έρευνα, δηλαδή με λεφτά των φορολογουμένων. Οταν όμως η ιδιωτική εταιρεία βιοτεχνολογίας Gilead Sciences απέκτησε το φάρμακο, η τιμή των δισκίων για θεραπεία 12 εβδομάδων ήταν 84.000 δολάρια. Ομοίως, μία από τις πρώτες αντιιικές θεραπείες για την COVID-19, το φάρμακο «Remdesivir», έλαβε περίπου 70,5 εκατ. δολάρια από το δημόσιο χρήμα μεταξύ 2002 και 2020. Τώρα η Gilead χρεώνει 3.120 δολάρια την πενθήμερη θεραπεία με αυτό το σκεύασμα.
Μάλλον παρασιτική και όχι συνεργατική είναι η σχέση, λοιπόν. Το NIH πρέπει να κάνει περισσότερα για να εξασφαλίσει δίκαιη τιμολόγηση και πρόσβαση στις καινοτομίες που το ίδιο χρηματοδοτεί, αντί να μειώνει τη δική του δύναμη, όπως έκανε το 1995 όταν διέλυσε τη Ρήτρα Δίκαιης Τιμολόγησης από τις συμφωνίες περί συνεργασίας στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Τέτοιες περιπτώσεις και όσον αφορά τις καινοτομίες πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από οργανισμούς με αρμοδιότητα τις αποστολές, όπως είναι ο DARPA, ο BARDA και ο πρόσφατα προτεινόμενος οργανισμός Advanced Research Projects Agency-Health (ARPA-H), οι οποίοι θα επικεντρωθούν αποκλειστικά στις υγειονομικές προτεραιότητες.
Μέσα στην πανδημία διάφορες κυβερνήσεις έδωσαν 8,5 δισ. δολάρια για την ανάπτυξη εμβολίων, τα οποία προς το παρόν κατασκευάζονται και πωλούνται από αμερικανικές εταιρείες όπως η Johnson & Johnson, η Pfizer, η Novara και η Moderna. Το ερώτημα τώρα είναι αν οι γνώσεις και η τεχνογνωσία των εμβολίων θα κοινοποιηθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, ώστε να τερματιστεί η πανδημία. Θα συμμετάσχει το NIH στην εθελοντική ομάδα τεχνολογίας που δημιουργήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για αυτόν ακριβώς τον σκοπό;
Καθώς προετοιμαζόμαστε για τη μετακορονοϊκή εποχή, η υπόσχεση του Μπάιντεν για «καλύτερη ανοικοδόμηση» σημαίνει κάτι περισσότερο από την επιστροφή στην ομαλότητα. Ομως η καλυτέρευση της οικονομίας θα απαιτήσει όχι μόνο αλλαγή νοοτροπίας, αλλά και μια νέα κοινωνική σύμβαση που θα προάγει τη δημιουργία αξίας εις βάρος του κέρδους, θα κοινωνικοποιεί και το ρίσκο και την επιβράβευση και θα επενδύει στο κοινό καλό και όχι μόνο σε συγκεκριμένες εταιρείες ή συγκεκριμένους τομείς.
Ενώ ο θεσπισμένος για την κορονοϊκή κρίση νόμος CARES επέβαλε συγκεκριμένες προϋποθέσεις διατήρησης θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις που λαμβάνουν την κρατική βοήθεια, το νέο αμερικανικό σχέδιο διάσωσης, ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων, και το προτεινόμενο αμερικανικό Σχέδιο για τις Δουλειές, ύψους 2 τρισ. δολαρίων, πρέπει να προχωρήσουν περαιτέρω. Πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι επενδύσεις τού δημόσιου τομέα συνοδεύονται και από αλλαγή της σχέσης κράτους και ιδιωτικού τομέα.
Επ’ αυτού μαθήματα μπορούν να αντληθούν από την Ευρώπη. Στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εξασφάλισε ότι τα κεφάλαια ανάκαμψης που προορίζονται για τις αεροπορικές εταιρείες και για τις αυτοκινητοβιομηχανίες υπόκεινται σε δεσμεύσεις, με όρο τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Και στις Αυστρία και Δανία οι εταιρείες που έλαβαν κεφάλαια ανάκαμψης έπρεπε να δεσμευτούν να μη χρησιμοποιήσουν φορολογικούς παραδείσους.
Το καθήκον της διοίκησης Μπάιντεν είναι να παράσχει καθοδήγηση για τα μεγάλα πρότζεκτ που θα εκδηλωθούν τις επόμενες δεκαετίες, ξεκινώντας από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Οι ΗΠΑ, δήλωσε ο πρόεδρος Τζον Κένεντι το 1962, «θα επέλεγαν να πάνε στη Σελήνη αυτήν τη δεκαετία και να κάνουν άλλα πράγματα όχι επειδή αυτά είναι εύκολα, αλλά επειδή είναι σκληρά». Σήμερα το ίδιο είδος οραματικής ηγεσίας δεν είναι επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.
Χρειαζόμαστε εκ των άνω ώθηση ώστε να καταστήσουμε καταλύτες ολόκληρης της οικονομίας την καινοτομία και τις επενδύσεις. Και τα παραδείγματα της κυβερνητικής ηγεσίας της εποχής του «Apollo», οι τολμηρές συμβάσεις δημοσίου συμφέροντος και ο δυναμισμός του δημόσιου τομέα, προσφέρουν το πολύτιμο πρότυπο. Αν δεν το χρησιμοποιήσουμε, η «καλύτερη ανοικοδόμηση» δεν θα είναι ποτέ κάτι περισσότερο από σύνθημα.
* Η ιταλικής καταγωγής αμερικανίδα οικονομολόγος Mariana Mazzucato είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Καινοτομίας στο University College του Λονδίνου. Επίσης, προεδρεύει στο Συμβούλιο για τα Οικονομικά τού προγράμματος Υγεία για Ολους, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Εχει συγγράψει βιβλία για την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τον λεγόμενο «νέο καπιταλισμό», ενώ έχει επισημάνει τον πολιτικό κίνδυνο του δεξιόστροφου λαϊκισμού στις ΗΠΑ και στην πατρίδα της (Τραμπ, Σαλβίνι, κ.λπ.). Με τον ιστότοπο Project Syndicate, όπου αναρτήθηκε το παρόν άρθρο της, συνεργάζεται από το 2015.