Οι πολιτικές συνεργασίες είναι σαν τα μοσχαρίσια φιλέτα: για να τρώγονται πρέπει να ψηθούν τόσο όσο, και από τις δύο πλευρές, και να «κάτσουν» ένα δεκάλεπτο πριν σερβιριστούν. Πρέπει, παρότι συχνά δεν αρέσει στους έλληνες πελάτες, να έχουν και το αιματάκι τους —δηλαδή να μιλάμε για έναν έντιμο συμβιβασμό. Πότε δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι συνεργασίες; Οταν ο συμβιβασμός δεν είναι και τόσο έντιμος.
Στο φόρουμ του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε για πρώτη φορά ένα βήμα που μέχρι τώρα απέφευγε: έβαλε στο τραπέζι την πιθανότητα σχηματισμού κυβερνητικού σχήματος από δύο κόμματα, με το βλέμμα στραμμένο (έστω κι αν το σχόλιο ήταν θεσμικής φύσεως) προς τον Νίκο Ανδρουλάκη. Και εδώ μπαίνει το πραγματικό ζήτημα, που απασχολεί το ΠΑΣΟΚ εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από τα απόνερα της συγκυβέρνησης του 2012: τι περιθώριο συνεργασιών υπάρχει για το ΚΙΝΑΛ; Η αναγκαία για την χώρα συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ τότε θεωρήθηκε πως είχε πολιτικό κόστος για την παράταξη, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που έκτοτε κανείς δεν έφερε στο τραπέζι της συζήτησης την πιθανότητα οι δύο βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι της Μεταπολίτευσης να βρεθούν ξανά στην ίδια κυβέρνηση.
Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ, λόγω ιδεολογικής συγγένειας, τα δύο κόμματα θα μπορούσαν τουλάχιστον να συζητήσουν μεταξύ τους, τα πεπραγμένα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τον βάναυσο διεμβολισμό σε επίπεδο στελεχών έχουν αφήσει σημάδια στο «πράσινο» εκλογικό ακροατήριο —σε αυτούς τους diehard πασόκους που «έμειναν στα δύσκολα» και αποτελούν την βάση του κόμματος. Ακόμα και κυνικά να το δει κανείς, πάντως, την τελευταία δεκαετία τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι αντιστρόφως ανάλογα -πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι η επιτυχία του ενός εξαρτάται από την αποτυχία του άλλου.
Ποιο είναι το δεδομένο που έχει αλλάξει για το Κίνημα Αλλαγής; Το ποσοστό του, που πια έχει ξεπεράσει το μονοψήφιο και δημιουργεί πρόβλημα τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών του. Εφόσον αυτό το ποσοστό μείνει στα δημοσκοπικά του ποσοστά και σίγουρα αν τα ξεπεράσει, ο Ανδρουλάκης αναφέρει σε όλους τους τόνους πως θα αξιοποιήσει την εντολή που θα λάβει από την «πρώτη Κυριακή», δηλαδή από τις εκλογές της απλής αναλογικής, για να μπορέσει να «επιβάλει πολιτικές και πρόσωπα» —στον ΟΤ μίλησε για μια κυβέρνηση με σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο, ξεκαθαρίζοντας πως το ΠΑΣΟΚ θα είναι «στην πλευρά των νικητών», χωρίς καμία πρόθεση να προσφέρει σωσίβιο σε «αποτυχημένους πρωθυπουργούς», δηλαδή στον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα.
Το αιματάκι στο φιλέτο δυσκολεύει όλες τις πλευρές: ο Μητσοτάκης, για να σκεφτεί τη συνεργασία, θέλει ένα κόμμα συμπλήρωμα. Ο Τσίπρας, για να έχει πιθανότητες να βρεθεί ξανά στην εξουσία, θέλει ένα κόμμα συμπλήρωμα. Και ο Ανδρουλάκης, για να μην μπορέσουν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να του φερθούν ως συμπλήρωμα, χρειάζεται ένα δυνατό αποτέλεσμα στην απλή αναλογική. Γι’ αυτό η συζήτηση που γίνεται τώρα είναι ακόμα πολύ πρώιμη —στην πραγματικότητα, κανείς από τους τρεις παίκτες δεν έχει δεδομένα στα χέρια του, ούτε γνωρίζει πόσο μπορεί να έχει αλλάξει η κατάσταση μέχρι την ημερομηνία των εκλογών, και λόγω εξωγενών παραγόντων, όπως η κατάσταση στην οικονομία, η ακρίβεια ή ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Δεν μαγειρεύουμε τώρα, για να ψάχνουμε επιτακτικά να βρούμε την τέλεια συνταγή για νόστιμο φιλέτο: αυτό που εκτυλίχθηκε την τελευταία εβδομάδα ήταν η πρώτη πράξη ενός blame game, για την περίπτωση που το μοσχάρι καρβουνιάσει -ή, ακόμα καλύτερα, για να μην μπει καν στο μενού.