Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά σχεδόν συμφώνησαν στη απόδοση του δικαιώματος ψήφου στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό και με το θερμό κλίμα στην συνάντησή τους, την Παρασκευή, πυροδότησαν σενάρια και συνειρμούς ότι μπήκαν οι βάσεις για γενικότερη πολιτική συμφωνία. Τα σενάρια διακινούνται κυρίως από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που μάλλον φανερώνει την ανησυχία της πολιτικής απομόνωσης τους παρά την ίδια την πραγματικότητα.
Κατ’ αρχάς το ότι ο Πρωθυπουργός και η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής συνέπεσαν με αφορμή το θεσμικό θέμα της ψήφου των αποδήμων είναι καλό για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Επίσης η εκατέρωθεν βολιδοσκόπηση των διαθέσεων για την συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι σημαντικό στοιχείο στη λειτουργία μιας αυτονόητης πολιτικής κανονικότητας. Θα δούμε φυσικά αν θα υπάρξει και στον εκλογικό νόμο.
Ειδικά στα ζητήματα που αφορούν τη θεσμική λειτουργία της χώρας, δηλαδή τον χαρακτήρα και τους κανόνες του πολιτικού συστήματος , το οποίο διέλυσε η κρίση, η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων είναι σημαντικός παράγων σε μια σύγχρονη δημοκρατία. Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η πολιτική θέληση και η διάθεση για την αναζήτηση κοινού τόπου και αμοιβαίου συμβιβασμού.
Αυτό καταγράφηκε εμφανώς στην συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με την κυρία Γεννηματά αλλά και με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς – πλην βεβαίως του Αλέξη Τσίπρα που βγήκε αμέσως να κάνει βίντεο για να εκφράσει τις διαφωνίες του κ.λπ. Το κατά πόσον βέβαια η προσέγγιση Μητσοτάκη – Γεννηματά θα επικυρωθεί, θα φανεί στη ψήφιση του τελικού νομοσχεδίου και φυσικά στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και στην ψήφιση του εκλογικού νόμου. Αλλά όλο αυτό είναι ένα πρώτο βήμα.
Ωστόσο είναι επιπόλαιο και προπετές αυτή η προσπάθεια να ερμηνεύεται ως απαρχή μιας γενικότερης πολιτικής συμφωνίας, όπως σπεύδουν να προβοκάρουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως γιατί διαισθάνονται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το ενδεχόμενο πολιτικής απομόνωσης. Ακόμα χειρότερα για αυτούς, διακρίνουν ένα άλλο, ίσως πιο κρίσιμο, ενδεχόμενο: να χρειαστεί να αποδεχτούν την ύπαρξη ενός πολιτικού συστήματος με κανόνες και αρχές στη θέση του συγκρουσιακού πλαισίου που χαρακτήρισε την πολιτική ζωή της χώρας την τελευταία δεκαετία και αποτέλεσε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο γιγαντώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δηλαδή υπαρξιακό το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, αν επικρατήσει κλίμα συναίνεσης και ψυχραιμία.
Από την άλλη βέβαια, και εντός του Κινήματος Αλλαγής πυροδοτήθηκαν τα αντιδεξιά στερεότυπα και αντανακλαστικά. Τα οποία μοιάζουν όμως περισσότερο ως αφορμές για νέα γκρίνια και εσωστρέφεια.
Άλλωστε οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στη ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής παραμένουν ισχυρές και απόδειξη συνιστά το γεγονός ότι την ίδια ώρα που ο κ. Μητσοτάκης και η κυρία Γεννηματά συζητούσαν σε πολύ καλό κλίμα, το Κίνημα Αλλαγής καταψήφιζε στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή, επί της αρχής, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο!
Και πώς να γινόταν αλλιώς; Το Κίνημα Αλλαγής δεν μπορεί να υποστηρίξει τη νομοθέτηση διατάξεων που δεν εξασφαλίζουν ότι οι διαθέσιμοι πόροι θα στηρίξουν παραγωγικές επενδύσεις και δεν θα πάνε στη κατανάλωση ή θα φύγουν στο εξωτερικό, όπως συνέβη το 2006 επί της τότε κυβέρνησης της ΝΔ. Ούτε την παγίωση για μειωμένες δημόσιες δαπάνες ούτε τις διατάξεις για τις συλλογικές κλαδικές συμβάσεις ή άλλες για το περιβάλλον κ.α.
Όπως λοιπόν διαμορφώνονται οι συνθήκες, άλλο είναι η συνεννόηση και συναίνεση στα εθνικά θέματα και στην ανασύσταση των θεσμών, όπου επιβάλλεται η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κόμματα ασφαλώς να μπορέσουν να βρουν κοινή βάση και άλλο οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις στην οικονομία και στο κοινωνικό κράτος όπου η σύγκλιση είναι μάλλον αδύνατη. Και μην ξεχνάμε. Η ΝΔ είναι κυβέρνηση και το Κίνημα Αλλαγής αντιπολίτευση.