Η πρόσφατη απόπειρα διαλόγου που έκαναν οι ΗΠΑ και η Κίνα στην Αλάσκα δεν υπόσχεται και πολλά για τις διμερείς σχέσεις. Η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο χωρών δείχνει ξεκάθαρα ότι ο αναδυόμενος κόσμος των πολλαπλών κέντρων εξουσίας θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα μέλλον με οξύτερο ανταγωνισμό και περισσότερες συγκρούσεις.
Κύριο μέρος του προβλήματος συνιστά η αρχιτεκτονική της διεθνούς διακυβέρνησης, που σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: είναι πια ξεπερασμένη, ανίκανη να επιληφθεί του έργου της διατήρησης της παγκόσμιας σταθερότητας. Το αμερικανοκεντρικό σύστημα συμμαχιών δεν συνιστά παρά ένα κλαμπ αστικών δημοκρατιών, ακατάλληλο να προωθήσει τη διεθνή συνεργασία εκτός του ιδεολογικού πλαισίου του. Οι σύνοδοι G7 ή G20 είναι επεισοδιακές και σπαταλούν πολύ χρόνο για επικοινωνιακού τύπου καβγάδες. Ο ΟΗΕ συνιστά μεν ένα σταθερό παγκόσμιο φόρουμ, όμως το Συμβούλιο Ασφαλείας του έχει μόνιμα μέλη με δικαίωμα βέτο, κάτι που προκαλεί παράλυση.
Αυτό που απαιτείται είναι μια Παγκόσμια Συμμαχία των Μεγάλων Δυνάμεων – μία άτυπη καθοδηγητική ομάδα που θα απαρτίζουν οι ισχυρότερες χώρες του κόσμου. Η ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα δείχνει τον δρόμο. Η Ιερά Συμμαχία, η συμφωνία των Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας, που σχηματίστηκε το 1815, διατήρησε με επιτυχία την ειρήνη για μισόν αιώνα, ελλείψει κυρίαρχης δύναμης και παρά την ιδεολογική ποικιλομορφία. Η Ιερά Συμμαχία βασίστηκε στην αμοιβαία δέσμευση για τακτική επικοινωνία και ειρηνική επίλυση των εδαφικών διαφορών ύστερα από τους αιματηρούς Ναπολεόντειους Πολέμους.
Μία παγκόσμια συμμαχία προσφέρει το καλύτερο όχημα για τη διαχείριση ενός κόσμου που δεν κυριαρχείται πια από τις ΗΠΑ και τη Δύση. Τα μέλη θα είναι η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Ρωσία και οι ΗΠΑ, που αντ
ιπροσωπεύουν συλλογικά περίπου το 70% στο παγκόσμιο ΑΕΠ και στις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες. Αυτές οι έξι βαρέων βαρών δυνάμεις θα δώσουν στη συμμαχία παγκόσμιο γεωπολιτικό κύρος, ενώ θα την προστατέψουν από τον εκφυλισμό της σε αναποτελεσματικό φόρουμ συνομιλιών.
Τα μέλη της συμμαχίας θα στέλνουν μόνιμους αντιπροσώπους στη μόνιμη έδρα της που θα είναι συμπεφωνημένη. Οι σύνοδοι κορυφής της θα είναι τακτές αλλά και έκτακτες αν υπάρχει ανάγκη αντιμετώπισης κρίσεων. Αν και δεν θα είναι επίσημα μέλη της συμμαχίας, τέσσερις περιφερειακοί οργανισμοί -η Αφρικανική Ενωση, ο Αραβικός Σύνδεσμος, η Ενωση Εθνών Νοτιοανατολικής Ασίας και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών- θα διατηρούν μόνιμες αντιπροσωπείες στην έδρα της συμμαχίας. Κατά τη συζήτηση θεμάτων που επηρεάζουν αυτές τις περιοχές, τα μέλη της συμμαχίας θα καλούν τους εκπροσώπους τους και εκπροσώπους άλλων εμπλεκομένων κρατών να συμμετάσχουν στις συναντήσεις.
Μία σύγχρονη συμμαχία, όπως και η προγονική της του 19ου αιώνα, θα επέτρεπε έναν συνεχή στρατηγικό διάλογο. Θα μπορούσε να φέρει στο ίδιο τραπέζι τα πιο δυνατά κράτη ανεξαρτήτως του τύπου του καθεστώτος τους, διαχωρίζοντας έτσι τις ιδεολογικές διαφορές σχετικά με την τοπική διακυβέρνηση από τα θέματα που απαιτούν διεθνή συνεργασία. Θα μπορούσε να αποφύγει τις επίσημες διαδικασίες και τους κωδικοποιημένους κανόνες, αντί να βασίζεται στην πειθώ και στον συμβιβασμό για την οικοδόμηση συναίνεσης.
Η συμμαχία μπορεί να είναι όργανο συμβουλευτικό και όχι λήψης αποφάσεων όσον αφορά την αντιμετώπιση αναδυομένων κρίσεων, τη χάραξη νέων κανόνων και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης για συλλογικές πρωτοβουλίες. Θα αφήσει την επιχειρησιακή εποπτεία στον ΟΗΕ και σε άλλους υπάρχοντες φορείς. Ετσι η συμμαχία θα ενισχύσει και δεν θα υποκαταστήσει την ισχύουσα διεθνή αρχιτεκτονική, υπερκεράζοντάς την με αποφάσεις που θα μπορούσαν τότε να ληφθούν και να εφαρμοστούν αλλού.
Οπως και η Ιερά Συμμαχία, η σύγχρονη συμμαχία θα μπορούσε να προωθεί τη σταθερότητα ευνοώντας το εδαφικό status quo και μία άποψη κυριαρχίας που, εκτός από την περίπτωση της διεθνούς συναίνεσης, αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής βίας ή άλλων καταναγκαστικών μέσων για αλλαγή υφισταμένων συνόρων ή για ανατροπή καθεστώτων. Τα μέλη της θα διατηρούν το δικαίωμα να αναλαμβάνουν μονόπλευρη δράση εφ’ όσον κρίνουν ότι διακυβεύονται τα ζωτικά τους συμφέροντα. Στην ιδανική περίπτωση, ο συνεχής στρατηγικός διάλογος μπορεί να καταστήσει τις μονόπλευρες κινήσεις λιγότερο συχνές και αποσταθεροποιητικές.
Η συμμαχία θα μπορούσε επίσης να επιδιώξει συλλογικές απαντήσεις σε χρόνιες προκλήσεις, λόγου χάρη να αντιταχθεί στη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής και στα τρομοκρατικά δίκτυα, αλλά και να προωθήσει την παγκόσμια υγειονομική ευταξία, να επιβάλει κανόνες στον κυβερνοχώρο και να συμβάλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αυτά τα σημαντικά θέματα συχνά δημιουργούν ρήγματα τα οποία η συμμαχία θα μπορούσε να καλύψει.
Φανταστείτε τι θα μπορούσε να είχε επιτύχει μία παγκόσμια συμμαχία με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Οι μεγάλες δυνάμεις ενδεχομένως να μπορούσαν να αποτρέψουν ή, τουλάχιστον, να καταστήσουν πολύ λιγότερο αιματηρούς τους εμφυλίους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, στη Ρουάντα και στη Συρία. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να σφυρηλατήσουν κάποια αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ευρώπη, ξεπερνώντας τις τριβές σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ και αποτρέποντας την εκ μέρους της Ρωσίας αρπαγή εδαφών στη Γεωργία και στην Ουκρανία. Η πανδημία του κορονοϊού θα μπορούσε να είχε συγκρατηθεί καλύτερα αν οι μεγάλες δυνάμεις είχαν συγκροτήσει μία ομάδα καθοδήγησης και συντονισμού από την πρώτη μέρα.
Και, μιλώντας για το μέλλον, η συμμαχία των παγκόσμιων δυνάμεων θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο μιας μεγάλης σύγκρουσης εδραζομένης στις σινοαμερικανικές διαφορές για την Ταϊβάν. Θα μπορούσε να διευκολύνει την ειρηνική επίλυση των πολιτικών αδιεξόδων στο Αφγανιστάν και στη Βενεζουέλα. Και θα μπορούσε να θέσει όρια ώστε να περιοριστεί η ανάμειξη των χωρών στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Ωστόσο, η ίδρυση μίας παγκόσμιας συμμαχίας δεν θα ήταν πανάκεια. Η σύσκεψη των μεγάλων δυνάμεων δύσκολα διασφαλίζει τη μεταξύ τους συναίνεση, έτσι η επιτυχία θα σήμαινε μάλλον διαχείριση και όχι εξάλειψη των απειλών κατά της περιφερειακής και της παγκόσμιας τάξης. Η προτεινόμενη διευθύνουσα ομάδα θα δεχόταν τόσο τις φιλελεύθερες όσο και τις ανελεύθερες κυβερνήσεις ως νόμιμες και αυθεντικές, κάτι που θα σήμαινε εγκατάλειψη του παγίου οράματος της Δύσης για παγκόσμια τάξη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν της. Και ο περιορισμός συμμετοχής στους πιο σημαντικούς παράγοντες θα θυσίαζε την εκπροσώπηση στον βωμό της αποτελεσματικότητας, ενισχύοντας την ιεραρχία και την ανισότητα στο διεθνές σύστημα.
Αλλά μία παγκόσμια συμμαχία έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Προσφέρει τον καλύτερο και πιο ρεαλιστικό τρόπο για την επίτευξη συναίνεσης μεγάλης ισχύος, και αυτό που είναι εφικτό και πραγματοποιήσιμο είναι πάντα προτιμότερο από αυτό που είναι επιθυμητό μεν, ωστόσο αδύνατο. Και η πιο πιθανή εναλλακτική λύση για μία ομάδα καθοδήγησης μεγάλης ισχύος –ένας κόσμος σε αταξία, από κανέναν ελεγχόμενος- δεν ενδιαφέρει κανέναν.
Αυτό το άρθρο βασίζεται σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο ForeignAffairs.com
Ο Ρίτσαρντ Χάας είναι πρόεδρος του αμερικανικού think tank Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, συγγραφέας του βιβλίου «The World: A Brief Intoduction». Ο Charles A. Kupchan, ανώτερος συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν και συγγραφέας του «Isolationism: A History of America’s Efforts to Shield Itself from the World».
Copyright: Project Syndicate, 2021.