Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και θα διαρκέσει κι άλλο, η Ευρώπη ακόμη ψάχνεται για το πώς και αν θα αποφασίσει από κοινού κάποια μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, ο Μητσοτάκης δεν μοιάζει να πολυνοιάζεται πλέον για αυτό, καθώς οργάνωσε και ανακοίνωσε την (διόλου ασήμαντη) εθνική αντίδραση στις ανατιμήσεις του ρεύματος, όμως κάτι άλλο, πολύ σημαντικότερο φαίνεται ότι εξελίσσεται στο ευρωπαϊκό παρασκήνιο.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Μάριο Ντράγκι, πρωθυπουργός της Ιταλίας σήμερα, πρώην κεντρικός τραπεζίτης και λίγο-πολύ ο υπ’ αριθμόν 1 σωτήρας του ευρώ («Θα κάνω ό,τι χρειαστεί…), μίλησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έθεσε ορισμένα ζητήματα: την επάρκεια των ευρωπαϊκών θεσμών στη σημερινή συγκυρία, την ανάγκη τροποποίησης της αρχής της ομοφωνίας στη λήψη ευρωπαϊκών αποφάσεων και τη μετάβαση σε ένα καθεστώς ενισχυμένης πλειοψηφίας, τουλάχιστον για την οικονομία, την ασφάλεια και την ενέργεια. Το περιέγραψε ως «πραγματιστικό φεντεραλισμό».
Δεδομένου ότι αυτά ακούστηκαν από τα χείλη του Μάριο-«ό,τι χρειαστεί»- Ντράγκι, έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Δεν σημαίνει ότι είναι εύκολο να γίνουν τέτοιου είδους ανατροπές στην Ευρώπη και ότι τα μικρά (ή και μεγάλα) κράτη-μέλη εύκολα θα απεμπολήσουν το δικαίωμα του βέτο, όπως αυτό τους παρέχεται από τις ισχύουσες συνθήκες.
Δεν θα είναι όμως και εύκολο να συνεχίσει η Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο και την ίδια δυσκαμψία και γραφειοκρατική αγκύλωση, σε έναν κόσμο τόσο γρήγορα και βίαια μεταβαλλόμενο. Αν δηλαδή θέλει να φιλοδοξεί βασίμως, ότι θα είναι ένας πόλος ισχύος στη νέα παγκόσμια (αν)ισορροπία.
Με την παρέμβαση Ντράγκι, ουσιαστικά ξεκινά μια αναγκαία συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ενωσης.
Και υπό αυτό το πρίσμα, το θέμα είναι ποια είναι η διάθεση, η επεξεργασία και η στρατηγική επιλογή σε κάθε κράτος-μέλος. Εν προκειμένω, στην Ελλάδα.
Το θέμα επί σειρά ετών ήταν ένα ταμπού. Κατά μία έννοια, σωστά. Αλλωστε με την «απειλή» ενός ελληνικού βέτο σε διάφορες περιστάσεις, περισσότερα κερδήθηκαν παρά χάθηκαν (βλέπε το βέτο του Ανδρέα Παπανδρέου στη διεύρυνση της τότε ΕΟΚ και το όφελος των ΜΟΠ, που εξασφαλίστηκαν εν είδει «ανταλλάγματος»).
Τι γίνεται όμως σήμερα; Ποια είναι η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη συζήτηση για την άρση της αρχής της ομοφωνίας; Κάποιες πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι δεν είναι απλώς κάτι που μελετά και επεξεργάζεται η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση.
Υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή εκτιμά και λέει αυτό που όλοι βλέπουν και διαπιστώνουν. Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι πλέον πάρα πολλά και αν πρέπει να συμφωνήσουν ομοφώνως σε κάθε συνεδρίαση για κάθε λέξη, κάθε κόμμα και κάθε επιθετικό προσδιορισμό, το μέλλον δεν προδιαγράφεται πολύ αισιόδοξο. Φαίνεται αυτό ξεκάθαρα στην αδυναμία (απροθυμία) συμφωνίας σε μια κοινή πολιτική ενέργειας.
Σημαίνουν αυτά ότι η Ελλάδα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, προβλήματα και απειλές που αντιμετωπίζει, μπορεί εύκολα και δίχως επεξεργασία να συνταχθεί με την άρση της αρχής της ομοφωνίας και να ξεχάσει τη δυνατότητα του βέτο; Προφανώς και όχι.
Σημαίνει, όμως, προφανώς κάτι άλλο. Οτι απαιτείται μια οργανωμένη συζήτηση, μια σοβαρή επεξεργασία της εθνικής θέσης από τις πολιτικές δυνάμεις που λένε ότι επιθυμούν να επωμιστούν την ευθύνη της διακυβέρνησης και εν τέλει, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο: Η κατάστρωση μιας στρατηγικής και ενός καταλόγου των όρων και προϋποθέσεων, των ανταλλαγμάτων και διαβεβαιώσεων, που θα μπορούσε να απαιτήσει η Ελλάδα από την Ένωση, ώστε να συνταχθεί με τη θέση του Ντράγκι – αν υποθέσουμε ότι αυτή είναι η προοπτική.
Αυτό θα είναι ούτως ή άλλως το αντικείμενο της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης και εν όψει αυτού οφείλουν όλοι να προετοιμαστούν.