Εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, η Τουρκία περνάει σήμερα μέσα από το πλέον σημαντικό σταυροδρόμι της Ιστορίας της. Τις τελευταίες εβδομάδες μια σκληρή μάχη μεταξύ Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Εκτός από τα βασικά θέματα της προεκλογικής ατζέντας, η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε εντεινόμενη και στο πεδίο των συμβόλων. Ενα από τα βασικά διακυβεύματα της 14ης Μαΐου είναι η ίδια η ταυτότητα των Τούρκων – τώρα πια όμως όχι απλώς επί του διαιρετικού σχήματος κεμαλιστών-ισλαμιστών.
Υπάρχει η Τουρκία που έχει σχεδόν θεοποιήσει τον Ερντογάν και η Τουρκία που δεν μπορεί πια να ανεχθεί την παντοκρατορία του. Δύο κόσμοι συγκρούονται στη γειτονική χώρα, με το αποτέλεσμα της κάλπης να κρίνει αφενός το μέλλον περισσότερων από 80 εκατομμυρίων ανθρώπων, αφετέρου τον διεθνή ρόλο μιας διαχρονικά ισχυρής περιφερειακής δύναμης.
Από τη μία πλευρά, λοιπόν, ο Ταγίπ Ερντογάν. 21 χρόνια στην εξουσία, τα τελευταία εκ των οποίων κυριαρχεί απολύτως επί των θεσμών, ελέγχοντας πλήρως τους κρατικούς βραχίονες και έχοντας ουσιαστικά εγκαθιδρύσει μια αυταρχική δημοκρατία. Είναι ο ηγέτης που συνένωσε με μαεστρία το ισλαμιστικό με το εθνικιστικό ακροατήριο, επιδιδόμενος σε μια προσπάθεια αναβίωσης του αυτοκρατορικού οράματος και εκφράζοντας συστηματικά και με στρατηγικό τρόπο την αναθεωρητική πολιτική του στην ευρύτερη περιοχή. Ξεκινώντας από το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και φθάνοντας έως τη Συρία, τη Λιβύη, μέχρι και τον Καύκασο.
Από την άλλη πλευρά, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Επικεφαλής ενός ετερόκλητου συνασπισμού έξι κομμάτων, χωρίς ιδιαίτερη πολιτική συνοχή, αλλά με πολύ ισχυρό κοινό παρονομαστή τη βούληση για την ανατροπή του Ερντογάν από την εξουσία. Αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, του κεμαλικού CHP, ο Κιλιτσντάρογλου οραματίζεται μια Τουρκία περισσότερο κοσμική, φιλελεύθερη και δυτικόστροφη – τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινωνίας και της οικονομίας.
«Δικαιοσύνη» είναι η λέξη που κυριάρχησε στην προεκλογική εκστρατεία των έξι της αντιπολίτευσης, οι οποίοι κάλεσαν ειδικά τη νεολαία να βάλει μια και καλή στο περιθώριο το ερντογανικό καθεστώς. Επιχειρώντας να αναπλαισιώσει το κεμαλικό αφήγημα φέρνοντας εγγύτερα στο παρόν και το μέλλον, ο Κιλιτσντάρογλου ζήτησε από τους Τούρκους να μην είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν, αλλά να πολεμήσουν για το μέλλον τους. «Υπάρχουν δύο Τουρκίες, αυτή της απληστίας και αυτή της δικαιοσύνης και της ευημερίας» είπε ο ηγέτης του CHP στην τελευταία προεκλογική παρουσία του, όταν και κατέθεσε στεφάνι στο μαυσωλείο του Κεμάλ, στην Αγκυρα. Σε πλήρη αντίστιξη, ο Ερντογάν παρέστη σε μουσουλμανική τελετή, που αλλού, στην Αγία Σοφία, το «λάφυρο»-κορωνίδα όλης της εκστρατείας του.
Ο τούρκος πρόεδρος δεν είναι απλώς ένας πολιτικός άνδρας «πολύ σκληρός για να πεθάνει». Ούτε αρκεί το γεγονός ότι ελέγχει το κράτος για να εξηγήσει μια πιθανή επικράτησή του. Ο Ταγίπ Ερντογάν έβγαλε από την αφάνεια εκατομμύρια Τούρκους – τους βαθιά θρησκευόμενους, κυρίως της Ανατολής, σίγουρα της φτώχειας και της κακουχίας. Είναι ένας ηγέτης βγαλμένος από τον ίδιο τον λαό, εξ ου πολλοί Δυτικοί αδυνατούν να αντιληφθούν τον πυρήνα από τον οποίο πηγάζει η επιρροή του.
Είναι, όμως, ο ίδιος άνθρωπος που δεν μπορεί να ανεχτεί τη διαφορετικότητα. Που δεν μπορεί να ανεχτεί την κριτική. Που πιστεύει ότι κατέχει το μονοπώλιο της ηθικής και του δικαίου. Που θεωρεί ότι υπάρχουν οι «κακοί ξένοι», οι οποίοι επιβουλεύονται τη χώρα και τον λαό του. Που περιθωριοποιεί ακόμα περισσότερο τις μειονότητες. Ο Ερντογάν είναι βγαλμένος από άλλον αιώνα, με αποτέλεσμα ο αναχρονισμός του να τον καθιστά έως και μισητό στο πλέον φιλελεύθερο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας. Κάπως έτσι, επί του προσώπου του, στήνεται το διχαστικό δίπολο στην Τουρκία.
Οπως οι περισσότεροι ανατολίτες και βαλκάνιοι, έτσι και οι Τούρκοι αρέσκονται αρκετά στις συνωμοσίες, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα περί των «κακών ξένων» να έχει αντίκρισμα, ειδικά στο ισλαμιστικό ακροατήριο του Ερντογάν. Προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας φάνηκε, πράγματι, οι Δυτικές πρωτεύουσες να ποντάρουν στον Κιλιτσντάρογλου – αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την προσέγγιση που επεφύλαξαν ως προς τα διακυβεύματα της κάλπης στην Τουρκία τα μεγάλα ξένα Μέσα.
Είναι, όμως, αλήθεια ότι η φιλελεύθερη επιχειρηματολογία την οποία εκφράζουν τα μίντια σε Ευρώπη και ΗΠΑ, είτε αυτή αφορά την κοινωνία είτε την οικονομία, έχει σημαντικά ερείσματα στο πλέον δυτικόστροφο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας. Αυτή, λοιπόν, είναι ακόμα μια βαθιά διαιρετική τομή επί του εκλογικού σώματος στην Τουρκία. Και είναι μια διαιρετική τομή που λειτουργεί υπέρ της διαμόρφωσης ισχυρών ταυτοτήτων και στα δύο στρατόπεδα. Από τη μία η εσωστρεφής Τουρκία του Ερντογάν, από την άλλη μια Τουρκία ανοιχτή στον κελεύσματα της σύγχρονης εποχής.
Ο παλμός στις τελευταίες συγκεντρώσεις των δύο μεγάλων αντιπάλων σπάνια συναντάται πλέον σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της Ελλάδας. Λίγες ώρες μένουν για να μάθουμε αν κάποιος εκ των Ερντογάν – Κιλιτσντάρογλου θα είναι από σήμερα ο νικητής ή αν θα στηθούν δεύτερες κάλπες στις 28 Μαΐου. Τα ερωτήματα της επόμενης μέρας, όμως, είναι ήδη πάνω στο τραπέζι και είναι αμείλικτα. Θα αποδεχτεί ο ηττημένος –ειδικά αν αυτός είναι ο Ερντογάν– την ήττα;
Αν πράγματι χάσει ο Τούρκος πρόεδρος, πώς θα γίνει η μετάβαση στη μετα-ερντογανική κατάσταση, ενώ έχουν μεσολαβήσει δύο δεκαετίες κυριαρχίας του ΑΚΡ κατά τη διάρκεια της οποίας κυριάρχησε μια ολόκληρη γενιά στελεχών στον κρατικό μηχανισμό; Αν τελικά είναι αντιπολίτευση αυτή που θα ηττηθεί, ποιο θα είναι το μέλλον των ηγετών της; Θα μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της; Μήπως τελικά η αμφισβήτηση του αποτελέσματος καταστεί και για του έξι μονόδρομος ώστε να διατηρηθούν ενωμένοι; Και αν αντιδράσουν, ποια θα είναι η αντιμετώπισή τους από τον Ερντογάν; 100 χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Τουρκική Δημοκρατία ακροβατεί πάνω σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή.