Παραδοσιακή ταβέρνα στον οικισμό της Ιου: ο κίνδυνος το τοπίο να γίνει σκηνικό και οι άνθρωποι να γίνουν ρόλοι, είναι υπαρκτός | Shutterstock
Απόψεις

Στον (υπερ)τουρισμό δεν φταίει η λέξη

Αν δεν αρέσει, ας μην το πούμε έτσι. Θα πρέπει να το πούμε κάπως όμως. Γιατί είναι αυτό που συζητούν οι επισκέπτες, αυτό που μεταφέρουν στους φίλους και οικείους, είναι αυτό που διαβάζουμε σε διεθνή Μέσα, με φράσεις που έχουν τη λέξη «overcrowded» όταν αναφέρονται στην εμπειρία τους
Χριστίνα Πουτέτση

Ιούνιος. Καλοκαίρι. Η αιχμή του τουρισμού.

Του μεγάλου αριθμού επισκεπτών, των υψηλών εσόδων, της έντασης για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις.

Τα τελευταία χρόνια και για τους προορισμούς. Ειδικά τους μικρής έκτασης. Αυτούς που τον χειμώνα έχουν μερικές εκατοντάδες, ή χιλιάδες κατοίκους και το καλοκαίρι οι αριθμοί τους υπερπολλαπλασιάζονται.

Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι αναφορές για την εικόνα αρκετών – ειδικά νησιωτικών – προορισμών σε διαστήματα αιχμής, με αριθμούς επισκεπτών δυσανάλογους των αντοχών και της εμπειρίας αναψυχής που υπόσχονται.

Οι λόγοι πολλοί. Εκρηξη της επιθυμίας για ταξίδια μετά την πανδημία, έξαρση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, έλλειψη υποδομών, την ώρα που πληθαίνουν τα πρότζεκτ διεθνών και εγχώριων κεφαλαίων σε real estate και φιλοξενία.

Η λέξη υπερτουρισμός άρχισε να ακούγεται και να γράφεται συχνά. Με πρώτη αναφορά για τη Σαντορίνη. Το εμβληματικό νησί, όνειρο για τους ασιάτες νεόνυμφους και όχι μόνο, αλλά και για τα δεκάδες κρουαζιερόπλοια που το επισκέπτονται κάθε εβδομάδα, προσφέροντας αμέτρητες εικόνες με πλήθη να κατακλύζουν την Οία και τα Φηρά.

«Πρέπει να είναι ευχαριστημένοι τόσο οι κάτοικοι, όσο και οι επαγγελματίες και οι επισκέπτες» είναι μια φράση που επίσης χρησιμοποιείται συχνά, στο επιχείρημα για μια ολιστική προσέγγιση του τουρισμού και της ανάπτυξης που γνωρίζει στη χώρα.

Τι σημαίνει αυτό όταν, σε έναν τόπο που είναι δημοφιλής προορισμός, ο τουρισμός είναι η (μοναδική) ζωοδόχος πηγή για την τοπική κοινωνία και οικονομία; Και όταν η λανθάνουσα διόγκωση της εποχικής δραστηριότητας απειλεί τον τόπο με ερημοποίηση τον χειμώνα; Για να «ξανανοίξει» με τη νέα σεζόν;

Σε αυτή την περίπτωση δεν απειλείται πια η ζωή των κατοίκων στους τουριστικούς προορισμούς. Απειλούνται οι τόποι. Απειλούνται με αλλοίωση. Γιατί και οι κάτοικοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τους προστατεύσουν.

Είτε επειδή έχουν απογοητευτεί, ή συμβιβαστεί ή έχουν και εκείνοι αλλοτριωθεί. Δεν αισθάνονται πλέον κάτοικοι, αλλά επιτηδευματίες στον προορισμό.

Γιατί και εκείνοι, οι περισσότεροι, έχουν ως κύρια (ίσως μοναδική) ενασχόληση τον τουρισμό. Τι άλλο έχει μείνει να κάνουν; Ζουν από αυτόν. Και είναι καλό, όταν λειτουργεί και εξελίσσεται σε ένα πλαίσιο το οποίο έχει σαν απώτερο σκοπό την ισορροπία π.χ. με χωροταξικό, με πλαίσιο για βραχυχρόνιες μισθώσεις, με κανόνες που αφορούν το περιβάλλον, είναι σαφείς και εφαρμόζονται, με κοινή φιλοδοξία, πέρα από το κέρδος, να διαφυλαχθεί η αξία του τόπου. Αυτή που προσέλκυσε το βλέμμα των ξένων επισκεπτών από τη δεκαετία του ’60. Αυτή που φέρει τον τίτλο «ελληνικό καλοκαίρι».

Οχι η αξία του real estate, αλλά της μοναδικής οντότητας.

Προφανώς οι υποδομές είναι απαραίτητες και καθοριστικής σημασίας, ειδικά σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, την καθημερινότητα. Όμως όταν στη Σαντορίνη αναλογούν περίπου 110 τουρίστες ανά κάτοικο, δεν είναι πια θέμα υποδομής.

Οσα τελεφερίκ και αν φτιάξεις. Οσο και αν μεγαλώσεις τους δρόμους. Οσα πάρκινγκ και αν δημιουργήσεις. Όσα λιμάνια, όσα αεροδρόμια. Οσα δίκτυα ύδρευσης, αφαλάτωσης και αποχέτευσης. Ο τόπος δεν θα μεγαλώσει σε έκταση. Αυτό που βιώνει ο κάτοικος, ο ταξιδιώτης που επέλεξε να μείνει κάποιες ημέρες, είναι αυτό που κρατά στη μνήμη. Η ειδυλλιακή εικόνα της αφίσας απέχει από την πολύβουη εμπειρία. Στις 12 Ιουνίου η Σαντορίνη περιμένει επτά κρουαζιερόπλοια, με πάνω από 11.000 επιβάτες.

Και αν αυτό δεν αρέσει, ας μην το πούμε υπερτουρισμό. Θα πρέπει να το πούμε κάτι όμως. Γιατί είναι αυτό που συζητούν οι επισκέπτες, αυτό που μεταφέρουν στους φίλους και συγγενείς, είναι αυτό που διαβάζουμε πλέον σε διεθνή ταξιδιωτικά Μέσα, με φράσεις που περιέχουν τη λέξη «overcrowded» όταν αναφέρονται σε νησιά – ναυαρχίδες του ελληνικού τουρισμού.

Στην Πάρο υπάρχουν σήμερα 2.000 ενεργές οικοδομικές άδειες. Είναι εξάλλου από τα πλέον δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων σε ό,τι αφορά το real estate, με τις τιμές της γης να έχουν εκτοξευθεί. Η Πάρος έχει Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φωνές της «τοπικής κοινωνίας», που εκφράζουν παράπονα καθώς δεν μπορούν να αξιοποιηθούν (οικιστικά και τουριστικά) όλες οι εκτάσεις που έχουν στην κατοχή τους. Κάτοικοι είναι και αυτοί. Όμως σε αυτή την περίπτωση οι κάτοικοι – δικαίως ίσως από την πλευρά τους – επιθυμούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Και ναι, η Πάρος χρειάζεται να κάνει βελτιώσεις στον περιφερειακό οδικό της άξονα, για να μην θυμίζει το μποτιλιάρισμα του Κηφισού. Τα σχέδια για το διεθνές αεροδρόμιο εξάλλου προχωρούν με γοργούς ρυθμούς. Το λιμάνι της είναι ήδη ο μεγαλύτερος ακτοπλοϊκός κόμβος στις Κυκλάδες. Όλα αυτά προϋποθέτουν υποδομές. Και οι υποδομές θα βοηθήσουν. Αν όμως οι οικοδομικές άδειες συνεχίζουν με αυτόν τον ρυθμό, τότε και η θέα του νησιού θα θυμίζει το Λεκανοπέδιο της Αττικής. Ποιος θέλει στις διακοπές όπου αναζητά τη χαλάρωση – και στο βλέμμα – να βρίσκεται σε ένα παραθεριστικό σκηνικό το οποίο θυμίζει μεγαλούπολη;

Ποιος λοιπόν θα προστατέψει τον τόπο;

Υποδομές χρειάζονται και πρέπει να γίνουν. Οι υποδομές μπορούν να βελτιώσουν την ασφάλεια και να αναβαθμίσουν την καθημερινότητα μιας κατοικημένης περιοχής και ενός ελκυστικού προορισμού.

Την ώρα που τα περισσότερα νησιά, όπως και η ηπειρωτική χώρα, έχουν να αντιμετωπίσουν τη χρονίζουσα μη διαχείριση των απορριμμάτων και φυσικών πόρων, την υπο-στελέχωση των Νοσοκομείων ή των Κέντρων Υγείας, την αδυναμία εξεύρεσης αξιοπρεπούς και προσιτής στέγης για όσους εργάζονται μόνιμα ή εποχικά. Ακόμα και την ελλιπή αξιοποίηση και στήριξη του πρωτογενούς τομέα, με αρχές βιωσιμότητας και αυθεντικότητας, πέρα από την αυτάρκεια που προσφέρει σε έναν τόπο.

Οι υποδομές πώς θα κρατήσουν τον τόπο συνεκτικό και τους ανθρώπους του συνειδητοποιημένους γι’ αυτό που τους περιβάλλει;

Το τοπίο δεν θα το επαναφέρουν.

Και ας μην το πούμε υπερτουρισμός, γιατί δεν αρέσει ή γιατί δεν είναι πάντα.

Να το πούμε αλόγιστη δόμηση; Σπατάλη φυσικών πόρων; Επιβάρυνση του περιβάλλοντος; Οχληση; Αλλοίωση του τοπίου και του παραδοσιακού χαρακτήρα;

Δεύτερη Καλντέρα δεν μπορεί να κατασκευαστεί ώστε να «απλωθεί» ο κόσμος που κατακλύζει την υπάρχουσα. Ούτε δεύτερη πλαγιά για να αγναντέψεις το βραχώδες τοπίο με τη χαμηλή βλάστηση. Γιατί μπορεί να μην είναι δάσος, αλλά στις Κυκλάδες αυτό είναι το φυσικό τοπίο το καλοκαίρι: στην Τήνο, τη Σέριφο, τη Σίφνο, την Πάρο, παντού. Ισως μια πισίνα υπερχείλισης στη σύγχρονη κατοικία ή στο ξενοδοχείο να διευκολύνει τη δροσιστική βουτιά. Γιατί «πού να τρέχεις τώρα και μπορεί να έχει και μελτέμι» και θα είναι και πιο εντυπωσιακή η ανάρτηση στο Instagram.

Ομως στις διακοπές στην Ελλάδα, πολύτιμη για τους επισκέπτες ήταν και παραμένει η αγνότητα του τοπίου. Η ομορφιά του φυσικού. Η αγνότητα της γεύσης με ό,τι έχει ο τόπος. Και ας μην είναι σεβίτσε και prosecco. Τα πρόσωπα των ανθρώπων στο καλωσόρισμα.

Αυτό που προσπαθούν να προσφέρουν τα πλέον πολυτελή πρότζεκτ φιλοξενίας παγκοσμίως, αν κάποιος παρακολουθεί τις τάσεις της αγοράς. Το συναίσθημα που επιχειρούν να αντλήσουν μέσα από την παροχή μιας υψηλών προδιαγραφών και τιμολόγησης υπηρεσίας: επιστροφή στη λιτότητα και στην καθαρότητα. Αφαίρεση και ουσία. Συνείδηση για τον τόπο που μας περιβάλλει. Αξία στις ρίζες. Συνείδηση για το παρόν και το μέλλον.

Αυτό που αποτύπωσε ο Robert McCabe φωτογραφίζοντας την Ελλάδα και δη τις Κυκλάδες του ’50 και του ’60, με τις εικόνες του να εκτίθενται και φέτος στο Μουσείο της Ακρόπολης, υπό τον τίτλο «Χαίρε ξένε στη χώρα των ονείρων».

Ακόμα και αν αυτές οι εικόνες δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν όπως τότε, ως τοπίο και άνθρωποι, ο κίνδυνος το τοπίο να γίνει σκηνικό και οι άνθρωποι να γίνουν ρόλοι, είναι υπαρκτός.

Και το ψεύτικο ποιος το θέλει;