| CreativeProtagon
Απόψεις

Στον «Νικηφόρο», δίπλα στο κύμα, τότε και τώρα

Μπροστά στην παραλία, ελαφρά υπερυψωμένη ώστε οι θαμώνες να έχουν πανοραμική θέα του κύματος που γλύφει την αμμουδιά, των αλμυρικιών που σκιάζουν τους λουόμενους και των ευειδών κορασίδων που τσαλαβουτούν, η ταβέρνα ήταν πάντα ένα πολύτιμο προσωπικό τοπόσημο των Ιούληδων και των Αυγούστων μου
Δημήτρης Ευθυμάκης

Στον «Νικηφόρο» τρώω τα καλοκαίρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπροστά στην παραλία, ελαφρά υπερυψωμένη ώστε οι θαμώνες να έχουν πανοραμική θέα του κύματος που γλύφει την αμμουδιά, των αλμυρικιών που σκιάζουν τους λουόμενους και των ευειδών (τι ξεχασμένη λέξη κι αυτή) κορασίδων που τσαλαβουτούν, η ταβέρνα «Νικηφόρος» ήταν πάντα ένα πολύτιμο προσωπικό τοπόσημο των Ιούληδων και των Αύγουστών μου.

Στα πόδια των ξεχαρβαλωμένων τραπεζιών του έβγαζα με ταχύτητα τα παιδικά μου σανδάλια και πριν ο πατέρας μου (που με κουβαλούσε ως εκεί με το αγροτικό) σωριαστεί στην ψάθινη καρέκλα, εγώ είχα κατηφορίσει σαν δαιμονισμένος τους αμμόλοφους και είχα βουτήξει με το κεφάλι στην θάλασσα. Στο ίδιο τραπέζι τον έβρισκα κι όταν έβγαινα από το νερό μετά από ώρα και ανηφόριζα προς το μέρος του χοροπηδώντας σαν αναστενάρης πάνω στην καυτή άμμο.

Ενα ούζο (σπάνια δύο) έπινε ο πατέρας μου κάτω από την καλαμωτή, αλλά πάντα άφηνε για μένα το κεφτεδάκι, τις λίγες τηγανητές πατάτες και το αγγουράκι που το συνόδευαν. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί και κείνος να τα ήθελε, πάντα τα έβρισκα να με περιμένουν στο μικρό πιατάκι. Ουζερί της κακιάς ώρας ήταν τότε ο «Νικηφόρος», μοναχικό σε μια απομακρυσμένη φαρδιά παραλία, να καίγονται από τους καλοκαιρινούς ήλιους οι λαμαρίνες που είχε για σκεπή.

Ο γέρο-Νικηφόρος, πρόσφυγας εκ Μικράς Ασίας κάρφωσε τα πρώτα ταβλιά που σήκωσαν το μαγαζάκι και εντός του λιμοκτόνησε τα πρώτα χρόνια μετά το 1922-23 με την ξυπόλυτη οικογένεια του, ώσπου να συνέλθουν. Το παρέδωσε στον γιο του Λύσανδρο που το νομιμοποίησε και το έκανε ουζερί-ταβέρνα με αυθαίρετα χτισμένους τοίχους. Με τον Λύσανδρο τα ‘λεγε ο πατέρας μου. Αυτός πάλι το ξαναπαρέδωσε στον γιο του Νικηφόρο (με το όνομα του παππού), που το μεταμόρφωσε σε κοσμική παραλιακή ταβέρνα, δίπλα σε μια σειρά από τουριστομάγαζα που κατέλαβαν την άλλοτε έρημη παραλία των παιδικών μου χρόνων. Με τον Νικηφόρο αυτόν συνδιαλέγομαι σήμερα εγώ.

Πέρασαν οι δεκαετίες, άλλαξαν τα πάντα γύρω μας, πλην εγώ κάθε Ιούλη στον «Νικηφόρο» καταλήγω. Που τώρα έχει βαριά πέργκολα από πάνω και άσπρα τραπεζομάντηλα στα τραπέζια. Η αμμουδιά από κάτω δεν είναι πια τόσο ευδιάκριτη, έχει πολλή ομπρέλα στην γραμμή, ψάχνω την κίνηση του κύματος ανάμεσα στα κενά που έχουν οι ξαπλώστρες. Μ’ ενοχλεί, αλλά όχι πολύ. Μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, συμβιβάστηκε πια και το βλέμμα μου, δεν έχει τις παλιές απαιτήσεις.

Μόνο είναι φορές που εκεί που κάθομαι (με κάτι τύπους γύρω μου να πίνουν καπουτσίνο με γάλα από στέβια, μια κουταλιά μαύρη ζάχαρη και κανέλα), αφαιρούμαι ξαφνικά και στέλνω την ακοή μου στο παρελθόν, σαν φωτογραφία που ταξίδεψε στο διάστημα έτη και έτη φωτός για να μου φανερώσει την γέννηση του σύμπαντος μου. Και τότε φτάνει στο αυτί μου, ο ήχος της φυσαρμόνικας του «Α caza d’ Irene» που (γεμάτος ηδονή) πρωτάκουσα εκεί, απ’ το τζουκ μποξ του Νικηφόρου. Κι είχε τόση ζέστη τότε, κι ήταν όλα γύρω μου υγρά και παρθένα, στα πέντε μου χρόνια…