-Την ομορφιά μπορεί να τη σβήσει ο χρόνος, τη γοητεία όχι. Η Νάπολη είναι μια γοητευτική πόλη. Πριν ξεκινήσει το ταξίδι μας, συζητώντας με φίλο, στο άκουσμα του προορισμού μας είπε: «Η Νάπολη είναι πολύ βρώμικη». Τελεία. Περίμενα να πει κάτι ακόμα. Τελεία. Φαντάζομαι θα τον ενοχλούσε να άκουγε ότι στα μάτια των ξένων και η Αθήνα είναι μια πολύ βρώμικη πόλη. Το γράφω γιατί βαριέμαι τους ταξιδιώτες που όλο κι όλο, αυτό που εισπράττουν από τα ταξίδια τους, είναι αν μια πόλη είναι βρώμικη ή καθαρή.
Η Νάπολη είναι μια εγκαταλειμμένη αρχόντισσα με ισχυρή προσωπικότητα ενδιαφέρουσας τρέλας. Την τρέλα τη διαπιστώνεις και στην οδήγησή τους. Οδήγηση όπως τα συγκρουόμενα στα λούνα παρκ. «Relax» έλεγε και ξαναέλεγε ο οδηγός μας, ο Μάριο, κάθε που ασυναίσθητα τινάζαμε τα χέρια μας φοβισμένοι για κάτι κακό που το βλέπαμε να έρχεται, αλλά που στο τελευταίο δευτερόλεπτο το αποφεύγαμε «Μην τρομάζετε. Εγώ είμαι εδώ να συντονίζω το χάος» επέμενε. Και, μεταξύ μας, κυριολεκτούσε ο άτιμος.
-Στο βάθος Βεζούβιος. Το απρόβλεπτο, η ανατροπή, το «Ανά πάσα ώρα και στιγμή» να καιροφυλακτεί. Θα μου πεις, ισχύει για όλους και για όλα αλλά ετούτοι έχουν τα πειστήρια μπροστά στα μάτια τους. Στην Πομπηία επισκέπτες συρρέουν. Περπατάμε στο απρόβλεπτο. Εντρυφούμε και δεν εντρυφούμε. Ο,τι και να δούμε, πάντα θα ζούμε ως αθάνατοι θνητοί. «Δεν σας τρομάζει αυτή η γειτνίαση;» τον ρωτάω όπως χαζεύω το ηφαίστειο. «Αν μας τρομάζει εμάς, τότε τι να πούνε τα 27 χωριά που είναι γύρω γύρω, στην ανάσα του Βεζούβιο;» με αποστομώνει ο Μάριο. Και συνεχίζει σκηνοθετώντας ένα δικό του τέλος «Αν είναι να μου συμβεί, θέλω να με βρει ρουφώντας το τελευταίο μου μακαρόνι και πίνοντας μια γουλιά κρασί».
-Η Νάπολη είναι σε διαρκή κίνηση. Σε ένα κάδρο ισοδυναμούν άλλα δέκα. Είναι μια κίνηση αλλιώτικη. Δεν είναι όπως τρέχουν οι άνθρωποι στη Νέα Υόρκη. Είναι μια άλλου είδους κίνηση ετούτη. Ενός Νότου και μιας Μεσογείου. Οι άνθρωποι δεν τρέχουν γιατί είναι απασχολημένοι αλλά γιατί είναι ανυπόμονοι, είναι ωραία άτακτοι. Ολα είναι ωραία άτακτα.
-Τα μπαλκόνια της Νάπολης με μάγεψαν. Είναι δραστήρια μπαλκόνια. Με τις απλωμένες μπουγάδες τους σαν άπλωμα χεριού τού ενός σπιτιού στο άλλο. Με γιρλάντες φωτάκια, αλλά κυρίως με φιγούρες να ξεπροβάλλουν πίσω από παντζούρια. Αν είναι βαθιά ηλικιωμένοι ανοίγουν διστακτικά. Λες και ντρέπονται μην τους πιάσει μάτι. Λες και παίζουν κου-κου. Μια άλλη ζωή, πάνω στην ζωή της Νάπολης, είναι τα μπαλκόνια της.
-Όπερα της Νάπολης ή άλλως Teatro di San Carlo. Η αρχαιότερη λυρική σκηνή στον κόσμο. Ένα κόσμημα βελουδένιο. Και στο τιμόνι, ως καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Ηλίας Τζεμπετονίδης. Ενας Ελληνας που μας κάνει περήφανους η επαγγελματική του διαδρομή ανόδου. Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, Εθνική Λυρική Σκηνή Αθηνών και μετά; Σκάλα του Μιλάνο, Οπερα των Παρισίων Palais Garnier και Οπερα της Βαστίλλης και πλέον Νάπολη San Carlo. Περπατώ κοντά του στα σκοτεινά και στα φωτεινά, στο τώρα και στο παρελθόν. Μόλις χθες μια Ανίτα Ρατσβελισβίλι, με ένα μωρό στην κοιλίτσα της και το χειροκρότημα ακόμα στα αφτιά μου. Η τελευταία συναυλία της πριν από τη γέννησή του. Τι άκουγε εκείνο το μωρό; Σε λίγες μέρες η θεά Pretty Yende. Σε μια πόλη που ο ταξιτζής μου ανέλυσε την Τραβιάτα και άπλωσε άριες. Ο καθείς και η κουλτούρα του. Δεν το λέω για να το εξυψώσω. Αλλά όποιος έχει διάθεση να εντρυφήσει μαγεύεται από δυο όλες και όλες κλωστές στο ανθρώπινο λαρύγγι, που ξεπερνάνε όλα τα όργανα του κόσμου.
-Νάπολη. Το απέραντο λιμάνι. Από τα ιστορικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Κομμάτια κομμάτια το λιμάνι. Σε άλλο κομμάτι αντιστοιχεί σύγχρονος πόνος. Μετανάστες, σε αέναη κίνηση. Πώς το είχαμε πει στην εκπομπή; «Η Ευρώπη γερνάει, η Αφρική γεννάει». Το Mεταναστευτικό θα λυθεί μόνο στα μέρη που το δημιουργούν. Μέχρι τότε όμως; Φτώχεια, δράμα, ουρές για συσσίτια, πορνεία, εμπορία κάθε είδους. Ενα κομμάτι λιμανιού σε πονάει.
-Αλλο σημείο του λιμανιού, το ακριβό κομμάτι, με τα εστιατόρια και μια ατέλειωτη περατζάδα. Και παιδάκια Ναπολιτανάκια με τα μαγιό τους και μπλουμ! Με μια παλιομοδίτικη χαρά ξεγνοιασιάς και φυσικότητα. Λάτρευα να χαζεύω αυτά τα pasta-αναθρεμμένα παιδάκια. Με τα παχάκια τους, όπως τα παιδιά ενός «κάποτε», που οι μάνες τα κυνηγούσαν στους δρόμους με ένα πιάτο στα χέρια. Ακομπλεξάριστα, θερμά, φωνακλάδικα, ολοζώντανα. Δες τη φωτογραφία που τα τράβηξα! Δες την αγκαλιά της μικρής στον μικρό!.. Πόσο με συγκίνησε αυτή η αγκαλιά!
-Sfogliatella συνοδεύοντας τον καφέ. Ακόμα καλύτερα στο ιστορικό καφέ Gran Caffe Gambrinus απέναντι από την Οπερα. Τι να σας λέω; Ενα περίεργο κρουασάν με πολλά όμως φύλλα και μέσα μια κρέμα, μα τι κρέμα… Πώς το περιγράφεις; Σαν κρουασάν γαλακτομπούρεκο. Και πίτσες. Εντάξει, δεν θα σας μείνουν και αξέχαστες… Τόσα που έχετε φανταστεί…. Είναι πιο μεγάλες πάντα οι προσδοκίες. Αλλά θα ενθουσιαστείτε από τους ενδιαφέροντες συνδυασμούς. Αγαπημένο εστιατόριο και πιτσαρία το Stella υπό το βλέμμα της αεικίνητης Στέλλας (Via Partenope 2).
-Αν διαθέτετε ελάχιστο χρόνο, θα σας προέτρεπα οπωσδήποτε να επισκεφτείτε τα μυστηριώδη αγάλματα του παρεκκλησίου του San Severo. Παράξενα γλυπτά εξωπραγματικά, που τα συνοδεύει ένας άλυτος γρίφος αναφορικά με την κατασκευή τους που φτάνει μέχρι «θρίλερ». Δεν μπορεί ανθρώπινος νους να κατανοήσει το κατόρθωμα της απόδοσης διαφάνειας σε μάρμαρο. Αλλά και πολλά ακόμα δεν μπορεί να κατανοήσει.
-Σορέντο, Ποζιτάνο, Αμάλφι. Ως πρώτη εικόνα…Το Σορέντο από ψηλά σού κόβει την ανάσα. Τα βράχια, τα γκρέμια. Και θα συνεχίσεις με κομμένη ανάσα από την ομορφιά σε όλη τη διαδρομή. Πανέμορφες, σίγουρα τουριστικές πόλεις αλλά, χαίρεσαι ότι δεν απλώθηκαν κατά την ελληνική συνήθεια. Εμειναν όσο τις ήξερες. Μια φορά στη ζωή πρέπει να τις διαβείς από εκείνο το φιδάκι, στενό δρόμο των χιλίων, διακοσίων πενήντα τεσσάρων 1.254 στροφών. Οδηγείς σε ταινία ιταλικού κινηματογράφου. Στιγμές στιγμές είσαι ο Τσίτσο και ο Φράγκο. Αλλά στο τέλος κάπως διασώζονται όλοι. Λεμόνια και πορτοκάλια παντού. Πιες, πιες, πιες όπου σταθείς και όπου βρεθείς. Το δε δικό τους λιμοντσέλο δεν το έχετε πιει πουθενά στον κόσμο! Φαγητό στο Il Buco στο Σορέντο για να αντιληφθείτε την επιτομή του σεφ και της έννοιας σεφ. Ο εξαιρετικός Peppe Aversa. Απλότητα, φιλοξενία, νοιάξιμο, ευφυΐα, νοστίμια, επαγγελματισμός, αίσθηση τού τι συμβαίνει σε κάθε πόντο αίθουσας και κουζίνας.
-Επιστροφή στην Νάπολη. Σε εκείνη την ταράτσα της θέας 180 μοιρών. Ενας ήλιος να αποχαιρετάει τη μέρα, ένα φεγγάρι να καλωσορίζει την νύχτα, γλάροι να περνάνε πάνω από τα κεφάλια μας, καράβια, παιδιά στους δρόμους, θάλασσα. Ενας γάτος ονόματι Λεωνίδας σαν ακροκέραμο χαζεύει «Θα πέσεις, κακομοίρη μου» του λέει. Μια Κάλλας, μια Pretty, ένας Πάριος διαδοχικά. Μια παρέα Ελλήνων. Στο βάθος ο Βεζούβιος. Το απρόβλεπτο, το «ανά πάσα ώρα και στιγμή». Ζωή, ζωένια.