Είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να επιχειρήσει κανείς να διεισδύσει στο μυαλό του τούρκου προέδρου και να τον αναλύσει με λογικούς όρους στη φάση που βρίσκεται η χώρα του και στην κατάσταση που βρίσκεται ο ίδιος. Ο Ερντογάν, που ξεκίνησε ως ο ηγέτης του δημοκρατικού, μετριοπαθούς Ισλάμ που θα κατάφερνε να αλλάξει την Τουρκία προς το καλύτερο, εξελίχθηκε με τα χρόνια σε έναν λαϊκιστή, γαντζωμένο στην εξουσία, που απομακρύνει τη χώρα του από τη Δύση, ενισχύει τον θρησκευτικό έναντι του κοσμικού χαρακτήρα τού τουρκικού κράτους και παραβιάζει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα.
Αρχικά στήριξε την πολιτική κυριαρχία του στην ευρύτατη κοινωνική βάση του κόμματός του και στη φθορά των Κεμαλιστών, οι οποίοι κυβερνούσαν για πολλά χρόνια την Τουρκία. Στη συνέχεια, όταν άρχισε η δική του φθορά, επένδυσε στον τουρκικό εθνικισμό και άρχισε να κάνει ο ίδιος αυτό που έκαναν επί πολλά χρόνια οι Κεμαλιστές: να αναπτύσσει, δηλαδή, θεωρίες αμφισβήτησης διεθνών συμφωνιών, να προβάλλει με προκλητικό τρόπο τον τουρκικό αναθεωρητισμό και να πουλάει στο εσωτερικό της χώρας του την ψευδαίσθηση μιας γεωπολιτικής ισχύος, στην οποία δήθεν ουδείς μπορεί να αντισταθεί.
Χάνοντας σιγά σιγά το μέτρο, ο τούρκος πρόεδρος επιδιώκει το τελευταίο διάστημα να εμφανιστεί ως μέγας παίκτης στη διεθνή σκακιέρα, προσπαθώντας να διαδραματίσει ρόλο γεφυροποιού ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο μεγαλοϊδεατισμός του τον οδηγεί σε μια ριψοκίνδυνη στρατηγική μέσω της οποίας επιχειρεί να επωφεληθεί από την κρίση, εκβιάζοντας τη Δύση, ενώ η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Μέσα σε αυτό το παιχνίδι, η Ελλάδα αποτελεί για αυτόν διπλό πρόβλημα: από τη μία τον οδηγεί σε διεθνή απομόνωση, κερδίζοντας την υποστήριξη της Δύσης απέναντι στις διαρκείς τουρκικές απειλές. Και από την άλλη, τον φέρνει σε δύσκολη θέση και στο εσωτερικό, γιατί ο Ερντογάν μπαίνει σε έναν αδιέξοδο ανταγωνισμό επιθετικότητας κατά της Ελλάδας με τους πολιτικούς του αντιπάλους, για εσωτερική κατανάλωση, από τον οποίο, τελικά, βγαίνει εκτεθειμένος, γιατί δεν μπορεί να μετατρέψει τις απειλές του σε πράξη.
Αυτό που αποφάσισε να κάνει από το βήμα του ΟΗΕ ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση συκοφάντησης της Ελλάδας με πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Ο Ερντογάν πήρε όλα αυτά για τα οποία θα έπρεπε να απολογηθεί και πέρασε από τον ρόλο του θύτη σε αυτόν του θύματος και από τη θέση του κατηγορουμένου σε αυτή του κατηγόρου.
Ενώ η Τουρκία εργαλειοποιεί τους μετανάστες, μετατρέποντας τους σε θύματα ενός υβριδικού πολέμου, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι τους πνίγει στο Αιγαίο. Ενώ η Τουρκία παραβιάζει δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν επιτρέπει τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Θράκης, τους οποίους μάλιστα προκλητικά αποκαλεί «τούρκους πολίτες».
Ο Ερντογάν επέλεξε στον ΟΗΕ να παίξει το χαρτί του ανθρωπισμού και των δημοκρατικών δικαιωμάτων –τα οποία ο ίδιος παραβιάζει κατάφωρα– θεωρώντας ότι αυτά «πουλάνε» πιο πολύ από τους χάρτες της «γαλάζιας πατρίδας», σε μια περίοδο που η Δύση είναι σε πόλεμο με τη Ρωσία, υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία, κόντρα στον ολοκληρωτισμό και τον αναθεωρητισμό. Το πρόβλημά του είναι ότι δεν τον πίστεψε κανείς. Και επειδή ένας από τους βασικούς στόχους του ήταν να «απαντήσει» από το βήμα του ΟΗΕ στην ιστορική εμφάνιση του Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, το αποτέλεσμα της προσπάθειας υπήρξε από κάθε άποψη απογοητευτικό.