Δεν χρειάζεται να έχει επισκεφθεί κανείς την Ολλανδία, πόσο μάλλον να νοσηλευθεί εκεί, για να έχει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια χώρα με ένα ιδιαίτερα αναπτυγμένο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Και πράγματι δεν θα πέσει έξω, όταν ο ΟΟΣΑ έρχεται στην έκθεσή του να κατατάξει το ολλανδικό ΕΣΥ στα καλύτερα της Ευρώπης (2021), και τρίτο στον κόσμο στην καινοτομία. Ο Ηλεκτρονικός Φάκελος Ασθενούς υφίσταται από τις αρχές του αιώνα μας, ενώ τα νοσοκομεία, τα μικροβιολογικά εργαστήρια, και οι κλινικές έχουν αυτονομία στην εξέλιξη των ιατρικών πληροφορικών συστημάτων τους, όντας όμως πλήρως διαλειτουργικά μεταξύ τους. Η Ολλανδία δαπανά λίγο πάνω από το 10% του ΑΕΠ της στην Υγεία, ελάχιστα παραπάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χαμηλή ίδια συμμετοχή των ασθενών στα έξοδα, μόλις στο 1,6% του ΑΕΠ, μια έκφανση του γνωστού μας και ως Σκανδιναβικού μοντέλου.
Αυτό όμως που λίγοι ενδεχομένως υποψιάζονται είναι πως η Ολλανδία, μια χώρα με τεσσερισήμισι φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας, έχει στην πραγματικότητα λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες ανά χιλίους κατοίκους από τη χώρα μας! Δηλαδή μόλις 3, έναντι 4,3 για την Ελλάδα, και δη αρκετά λιγότερες από τις 5,5 στο γειτονικό Βέλγιο, και ασύγκριτα λιγότερες από την επίσης γειτονική Γερμανία, με 7,8 ανά χιλίους κατοίκους. Αυτό ανάγεται στην συντονισμένη προσπάθεια του υπουργείου Υγείας να κρατήσει τις εισαγωγές ασθενών σε νοσοκομεία χαμηλά, κάτι στο οποίο συνειδητά συντελεί ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού, που επίσης συστάθηκε και στην Ελλάδα.
Καθότι δεν υπάρχουν ιδιώτες ιατροί στην χώρα, στην Ολλανδία ο οικογενειακός ιατρός (huisarts) είναι η πρώτη – και συχνά μοναδική – διεπαφή των ασθενών με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, οπότε και ο κάθε πολίτης εγγράφεται στο ιατρείο της περιοχής του. Με εξαίρεση τα (πραγματικά) επείγοντα περιστατικά, οι ασθενείς καλούνται να επικοινωνήσουν τις καθημερινές μεταξύ 08:00 με 12:00 για να κλείσουν ραντεβού σε μια από τις επόμενες εργάσιμες ημέρες για να εξεταστούν στο ιατρείο, οπότε και ο ιατρός ως γενικός παθολόγος, θα κρίνει εάν όντως απαιτείται παρακολούθηση από ειδικευόμενο ιατρό σε νοσοκομείο.
Τα καθήκοντα του οικογενειακού ιατρού εκτείνονται από μια εξέταση για αμυγδαλίτιδα και την περιποίηση μια θλάσης μέχρι την διενέργεια τεστ ΠΑΠ και την διαχείριση εργασιακού στρες (burn-out). Η συνταγογράφηση αφορά κυρίως παυσίπονα – την περίφημη παρακεταμόλη – ή γενόσημα φάρμακα και σπανιότατα αντιβίωση, περιορίζεται δηλαδή στην λογική της ήπιας διαχείρισης του πόνου και της αυτοθεραπείας (uitzieken), εξού άλλωστε και η χώρα έχει σχετικά μεγάλο ποσοστό αναρρωτικών αδειών κάθε χρόνο. Κάθε σύσταση σε ειδικευόμενο ιατρό κοστίζει στον εθνικό προϋπολογισμό και δεσμεύει προσωπικό και εν δυνάμει νοσοκομειακές κλίνες, κάτι που οι οικογενειακοί ιατροί γνωρίζουν και φροντίζουν να περιορίζουν συνειδητά.
Εδώ είναι λοιπόν που ξεκινούν και οι παρενέργειες. Μπορεί μεν να μην υπάρχουν οι απογοητευτικές εικόνες που συχνά βλέπουμε στους διαδρόμους του «Ευαγγελισμός», ωστόσο η υγεία του γενικότερου πληθυσμού φτάνει να κρέμεται από την γνωμάτευση ενός και μόνο γενικού παθολόγου, με βεβαρυμμένο πρόγραμμα, που μέσα σε μόλις 10 διαθέσιμα λεπτά καλείται να κρίνει την σοβαρότητα ενός περιστατικού με στοιχειώδη εξοπλισμό. Υπάρχουν πλέον πολλαπλές αναφορές από ασθενείς που έφτασαν σε καρκίνο προχωρημένου σταδίου λόγω πλημμελούς διάγνωσης, περιστατικά που υποτροπίασαν ανεπανόρθωτα καθώς τα παυσίπονα δεν επαρκούσαν, λοιμώξεις που θα είχαν εντοπιστεί νωρίτερα εάν είχαν προκριθεί εργαστηριακές εξετάσεις, καταστάσεις άσκοπης ψυχικής επιβάρυνσης από μακροχρόνιο πόνο. Το πώς εκλαμβάνεται ο οικογενειακός ιατρός φτάνει μέχρι και να αποτελεί αντικείμενο σάτιρας, ειδικά από όσους εγκαταστάθηκαν στην χώρα από το εξωτερικό και έχουν διαφορετικές παραστάσεις στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.
Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ολλανδία οι γυναίκες καλούνται για τεστ ΠΑΠ από τα 30 τους χρόνια και για κάθε 5 χρόνια, ενώ η προληπτική μαστογραφία ξεκινάει από τα 50 χρόνια, όταν στην Ελλάδα οι σχετικοί έλεγχοι ξεκινούν από την εφηβεία. Αντίστοιχα, τα εμβόλια για την ανεμοβλογιά και τον πνευμονιόκοκκο στα παιδιά δεν είναι καν διαθέσιμα, ενώ προληπτικά τσεκ-απ δεν προβλέπονται, εάν ο ασθενής δεν ανήκει σε κατηγορία υψηλού κινδύνου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί ασθενείς να καταφεύγουν για προληπτικές εξετάσεις, δεύτερη γνώμη, άλλα και χειρουργικές ή οδοντιατρικές επεμβάσεις στο γειτονικό Βέλγιο ή στην Νότια Ευρώπη, όπου η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας είναι και ευκολότερη και οικονομικά συμφέρουσα.
Στην ίδια έκθεση του ΟΟΣΑ αποτυπώνεται πως μόλις το 60% των κατοίκων της Ολλανδίας με χαμηλά εισοδήματα δηλώνουν καλή κατάσταση της υγείας τους, έναντι του 87% των συμπολιτών τους με υψηλά εισοδήματα. Αξιοπρόσεκτο της ίδιας έκθεσης πως η Ελλάδα έχει την δεύτερη μικρότερη ταξική διαφορά στην εκδήλωση της κατάστασης υγείας του πληθυσμού.
Η εισαγωγή του ρόλου του οικογενειακού ιατρού στην Ελλάδα είναι ένα μέτρο προς την σωστή κατεύθυνση, καθώς εάν εφαρμοστεί σωστά, μπορεί όντως να περιορίσει τις ουρές στα επείγοντα, να δώσει μια ανάσα στο ήδη βαριά επιφορτισμένο προσωπικό των νοσοκομείων, και να προσφέρει στον ασθενή έναν προσωπικό σύμμαχο υγείας που γνωρίζει καλά το ιατρικό ιστορικό του και βρίσκεται εκεί για αυτόν, όταν τον χρειάζεται. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα απελευθερώσει πόρους από τα νοσοκομεία να αφιερωθούν στην έρευνα και την αποτελεσματική φροντίδα, να εκσυγχρονίσουν τα πληροφορικά τους συστήματα και να ενημερωθούν για τις βέλτιστες μεθόδους πρόνοιας. Αν όμως ο θεσμός αυτός εισάγεται με αποκλειστικό κριτήριο την μείωση στις νοσοκομειακές κλίνες, τότε ναι, θα έχουμε γίνει Ολλανδία.
Ο Χαράλαμπος Ξανθοπουλάκης είναι Αρχιτέκτων Λογισμικού στις Κάτω Χώρες, έχοντας εξειδικευθεί στην διαλειτουργικότητα ιατρικών πληροφορικών συστημάτων.