«Μην ανησυχείτε κυρία μου, οι Ελληνες δεν κλέβουν βιβλία». Ετσι κατεύνασε προ ημερών μηχανικός την ανησυχία γνωστής μου ηλικιωμένης κυρίας που ήθελε να «φρεσκάρει» το γραφείο του συζύγου της. Η ίδια δεν θα μπορούσε, λόγω ηλικίας, να εποπτεύει διαρκώς το συνεργείο που θα αναλάμβανε να ξύσει, να βάψει κτλ. Ολα τα αντικείμενα είχαν απομακρυθεί για την ανακαίνιση, τα βιβλία όμως παρέμεναν εκτεθειμένα στα ράφια. Ο μηχανικός ήταν κατηγορηματικός. Ενας μουσαμάς για να μην σκονιστούν και ουδείς λόγος ανησυχίας.
Στην «Χώρα του Ποτέ δεν ανοίγω βιβλίο» δεν μπορείς να μην το σκεφτείς. Μεσούσης της ετήσιας εορταστικής υποκρισίας —οι ατελείωτες λίστες με «τα 10 καλύτερα ξένα μυθιστορήματα του 2019», «τους 10 πιο πολυαναμενόμενους τίτλους του 2020», τα «100 πιο επιδραστικά βιβλία της δεκαετίας», «τις 10 βιογραφίες που μου άρεσαν περισσότερο» , τα χαρτί περιτυλίγματος με τα αγιοβασιλάκια για το «καλύτερο δώρο», δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς. Προς τι όλες αυτές οι φανφάρες για ένα χάρτινο κουφάρι του αναλογικού κόσμου, για το οποίο οι περισσότεροι δεν δίνουν δεκάρα; Μεταξύ μας τώρα, ποιος τελικά σήμερα προτιμά ένα «καλό βιβλίο» πχ από μία ημίωρη, αφασική κατάδυση στα social media ή ένα γερό «κάψιμο» στο Νetflix;
Σύμφωνοι, δεν είναι μόνο η «Χώρα του ενός βιβλίου τον χρόνο για το 50% του πληθυσμού» (στερεοτυπικό, αλλά πολύ κοντά στην αλήθεια το ποσοστό για την Ελλάδα), που αντιμετωπίζει τέτοια θέματα. Η αμηχανία και η υποκρισία είναι παγκόσμια. Το χάρτινο βιβλίο (τόσο ως αγαθό, όσο και ως φυσικό αντικείμενο) αντιμετωπίζεται ως ένα απόκοσμο, ελιτίστικο, διόλου πρακτικό εργαλείο με το οποίο μπορείς να φωτογραφηθείς πχ για ένα ωραίο story στο Instagram ή για να χτίσεις ένα ωραίο, «λόγιο» trend πχ τα «backward books», η περσινή δηλαδή τάση να τοποθετείς τα βιβλία στο ράφι ανάποδα, ώστε να μη φαίνεται η ράχη.
Αν είσαι πάνω από 35 και πας να κάνεις μετακόμιση, αντιμετωπίζεις τα βιβλία που έχεις στο σπίτι λίγο πολύ σαν τα CD σου: αναρωτιέσαι πώς θα τα μεταφέρεις, για ποιο λόγο έμπαινες τόσο καιρό στον κόπο να τα αγοράσεις αφού πιάνουν τόσο χώρο, ποιος είναι ο πιο κόσμιος τρόπος να «σουτάρεις» κάμποσα (σε βιβλιοθήκες, στο Μοναστηράκι κοκ).
Εσείς αλήθεια πόσα βιβλία διαβάσατε φέτος (κατά το «Πόσα πορτοκάλια φάγατε σήμερα;»). Πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία έδειξε ότι οι περισσότεροι ψεύδονται ασύστολα για τις αναγνωστικές τους συνήθειες. Ενα 31% των Βρετανών δήλωσε πως λέει ψέματα ότι έχει διαβάσει κάποιο βιβλίο για να δείξει πιο καλλιεργημένος, ενώ ένας στους 10 φωτογραφήθηκε με ένα «διανουμενίστικο βιβλίο» για τα social media. Στο Top Ten των βιβλίων που οι ψευδαναγνώστες ορκίζονται ότι έχουν ξεκοκκαλίσει είναι το «1984» του Τζορτζ Οργουελ και η «Οδύσσεια» του Ομήρου. Μόνο, ο πρόεδρος Τραμπ δεν ενδιαφέρεται ούτε για τα προσχήματα (οι ανύπαρκτες αναγνωστικές συνήθειες του εδώ).
Την ίδια ώρα «καθώς το περιεχόμενο τους παρασύρεται online», τα βιβλία και οι χώροι διαβάσματος περιβάλλονται «με ένα νέο γκλάμουρ». Τουλάχιστον αυτό πρεσβεύει η Λι Πράις, ιδρύτρια και επικεφαλής του Rutgers Book Initiative στο «What We Talk About When We Talk About Books: The History and Future of Reading» (εκδ. «Basic»). Επιστημονικές έρευνες πάλι (όπως η «Α chapter a day»» του «Social Science and Medicine», το 2016) συνδέουν το διάβασμα του βιβλίου με την μακροζωία. Αυτό οφείλεται στο ότι το βιβλίο προάγει το «βαθύ και αφοσιωμένο» διάβασμα περισσότερο απ΄ότι οι εφημερίδες, τα περιοδικά και οι αναρτήσεις στο Διαδίκτυο.
Είναι τρελό αλλά στον ψηφιακό πλανήτη, οι συγγραφείς αντιμετωπίζονται ως ροκ σταρ. Εν έτει 2019 ο 76χρονος Μικ Τζάγκερ «τρώει» τη σκόνη της 79χρονης Μάργκαρετ Ατγουντ. Το λανσάρισμα τον περασμένο Σεπτέμβριο του τελευταίου της βιβλίου «Τhe Testaments» (σύμφωνοι, με τη βοήθεια της παγκόσμιας τηλεοπτικής επιτυχίας του «Handmaid’s tale» στο Hulu), περιελάμβανε μεταξύ άλλων συνέντευξη της καναδής συγγραφέως στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο με ζωντανή αναμετάδοση σε 1.200 κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον πλανήτη.
Την ίδια ώρα οι λέσχες ανάγνωσης γνωρίζουν πρωτοφανή άνθιση (και στην Ελλάδα) σαν τελευταία καταφύγια μιας κοινωνικοποιημένης ανάγνωσης, οι εντατικές προσπάθειες για βιβλιοθήκες-αντίδοτα στον ψηφιακό ορυμαγδό συνεχίζονται (πρόσφατα παρέστην στα λαμπρά εγκαίνια μιας ταπεινής «Μικρής Αλεξάνδρειας» σε δημόσιο σχολείο του κέντρου της Αθήνας), ενώ αναγνώστες προσπαθούν να αποκτήσουν κίνητρα να διαβάσουν περισσότερα βιβλία, συμμετέχοντας σε «challenges». Ενδεικτική η Goodreads Reading Challenge που εγκαινιάστηκε το 2011. Πάνω από 3 εκατομμύρια άνθρωποι δεσμεύτηκαν να διαβάσουν 59 βιβλία πριν εκπνεύσει το 2019. Σημειωτέον ότι οι συμμετοχές για το 2020 έχουν ήδη ανοίξει.
«Εχει δημιουργηθεί ένα είδος εκλεκτικού lifestyle. Υπάρχει όμως η επιβολή και όχι η απόλαυση» μου έλεγε πρόσφατα μια βιβλιοφάγος φιλόλογος. Η λέξη «επιβολή» μου θύμισε την τιμωρία που επιβλήθηκε πρόπερσι σε πέντε αμερικανούς έφηβους που βανδάλισαν ένα ιστορικό κτίσμα του 1887, να διαβάσουν 12 λογοτεχνικά βιβλία (με θέμα τον ρατσισμό και τον φυλετικό διαχωρισμό). Αλλά και πιο πρόσφατα την ποινή που «έφαγε» τούρκος ηλικιωμένος να διαβάσει βιβλία για τον Ερντογάν.
Εξυπακούεται ότι η αναγνωστική απόλαυση απαιτεί χρόνο. Αυτή είναι η πιο συχνή δικαιολογία που επικαλούμαστε και στην Ελλάδα. Θα καταφύγω σε ένα ποταπό εργαλείο (της τεχνολογίας) για να αποδείξω ότι το επιχείρημα αυτό είναι παντελώς σαθρό. Μπείτε στο omnicalculator.com. Πληκτρολογείστε «Social media Time alternatives» και σημειώστε πόσο χρόνο περνάτε στα σόσιαλ μίντια. Εγώ το δοκίμασα. Κάθε μέρα από τρεις φορές, από 7 λεπτά (φυσικά και δεν λέω την αλήθεια). Ουπς! Αποτέλεσμα: 128 ώρες «καμένες» ετησίως, 26 χαμένα βιβλία.