Αχτσιόγλου και Τσακαλώτος. Είναι αρκετά έμπειροι και πραγματιστές ώστε να γνωρίζουν ότι στην πολιτική «6+6» δεν κάνει αναγκαστικά 12. Μπορεί να κάνει 18, συμβαίνει όμως συχνά να κάνει και 4 | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ/ CreativeProtagon
Απόψεις

Στην πολιτική το «6+6» δεν κάνει πάντα 12

Στον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο Κασσελάκης έμεινε χωρίς τα μισά στελέχη του και μπορεί να κάνει και να λέει ό,τι θέλει –η τάση, βέβαια, μπορεί να θυμίζει λίγο Ζίγδη που πήρε την ΕΔΗΚ στο 12% και αφού εκκαθάρισε τους αμφισβητίες του, έλαβε 0,4%. Εξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα: τι είναι αυτός ο σχηματισμός που προέκυψε από μια διάσπαση σε δύο χρόνους;
Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Θα αποτελούσε υπερβολή να πούμε ότι η επίσημη ανακοίνωση της αποχώρησης των «6+6» –για την ακρίβεια, 11 βουλευτών και επιπλέον 50 μελών της Κεντρικής Επιτροπής– από τον ΣΥΡΙΖΑ έθεσε τέρμα σε κάποιου τύπου μαρτύριο της σταγόνας. Στην πραγματικότητα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης –μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον– όλα έγιναν γρήγορα και τακτοποιημένα: Οι διάφορες τάσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης έδειξαν την ολοκληρωτική τους απέχθεια για το νέο καθεστώς, ήδη μεσούσης της εσωτερικής εκλογής, αρνήθηκαν να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη στον νέο ΣΥΡΙΖΑ, συγκρούστηκαν ευθέως με τον πρόεδρο στο πρώτο Πολιτικό Συμβούλιο, αποχώρησαν μαζικά από την πρώτη Κεντρική Επιτροπή και λίγο μετά αποχώρησαν και από το κόμμα. Ολα αυτά δεν πήραν ούτε δύο μήνες. Πιο γρήγορα δεν γινόταν. Και ο Κασσελάκης που καλούσε τους «6+6» από το κομματικό ραδιόφωνο να αποφασίσουν γρήγορα αν θα μείνουν ή θα φύγουν, περισσότερο τη δική του βιασύνη έδειχνε, παρά την καθυστέρηση της πάλαι ποτέ εσωκομματικής αντιπολίτευσης.

Πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο πρόεδρός του έμεινε με κάτι παραπάνω από τα μισά στελέχη του κόμματος –ορισμένα από τα οποία βέβαια πολύ απέχουν από το να είναι ενθουσιασμένα μαζί του—, δεν δεσμεύεται από ιδιαίτερους περιορισμούς σχετικά με το τι λέει και τι κάνει, και προσώρας επιμένει σε αυτή τη χαριτωμένη αντίφαση να επιτίθεται σε όλα τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Τσίπρα, ισχυριζόμενος ταυτόχρονα ότι αποτελεί τον φυσικό συνεχιστή του.

Εως τώρα αρκετοί παρατηρούν ότι η τάση που διαφαίνεται προσομοιάζει σε αυτή ενός παλαιότερου πολιτικού, του Γιάννη Ζίγδη, ο οποίος το 1977 παρέλαβε ένα κόμμα –την ΕΔΗΚ– σε αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη κρίση με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, στο 12%, και αφού εκκαθάρισε με αξιοθαύμαστη πυγμή τους εσωκομματικούς αμφισβητίες του, έλαβε το 1981 0,4%.

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο ο Στέφανος Κασσελάκης να αναστρέψει την τάση και όταν η κοινή γνώμη εξοικειωθεί με το ύφος και τις θέσεις του, να ανασάνει εκλογικά. Το πρακτικό πρόβλημα ως προς αυτό είναι ότι ο πολιτικός χώρος του είναι επί της ουσίας νεόδμητος, η στρατηγική του, ο λόγος του, η επικοινωνία με το εκλογικό σώμα πρέπει να επινοηθούν εξαρχής.

Εξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Οσοι αποχώρησαν φαίνεται ότι έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν μαζί, με την εξαίρεση του Πέτρου Κόκκαλη που μάλλον προσανατολίζεται στη δημιουργία αυτόνομου Πράσινου σχηματισμού. Ομως αυτή η ενότητα περιλαμβάνει πολύ διαφορετικές αποχρώσεις και στα πρόσωπα και στις στρατηγικές. Τόσο διαφορετικές, ώστε μεσοπρόθεσμα μπορούν να δημιουργήσουν τριγμούς στο νέο σχήμα.

Το πρώτο βασικό ερώτημα είναι αν το σχήμα αυτό θα μετασχηματιστεί σχετικά γρήγορα σε κόμμα ή θα κινηθεί κατά βάση αρχικά γύρω από μια κοινοβουλευτική ομάδα και στη συνέχεια και από μια λίστα που θα κατατεθεί για τις ευρωεκλογές. Στην πρώτη περίπτωση, αναβαθμίζεται αντικειμενικά ο ρόλος της πάλαι ποτέ «Ομπρέλας», η οποία έχει έναν έτοιμο μηχανισμό και μια σειρά από στελέχη, τα οποία δεν έχουν παραιτηθεί από την επιθυμία να παίξουν ρόλο.

Στη δεύτερη, αντιθέτως, το στελεχιακό δυναμικό της «Ομπρέλας» περιθωριοποιείται σε όφελος των εκλεγμένων βουλευτών και των συνεργασιών που μπορεί να διασφαλίσουν εν όψει των ευρωεκλογών. Θα δεχθούν κάτι τέτοιο στελέχη που διακρίνονται για την πολυπραγμοσύνη και την έφεσή τους να μιλούν, τα οποία δεν διασώθηκαν κοινοβουλευτικά από το τελευταίο εκλογικό ναυάγιο του ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το σχήμα αυτό πρέπει να ελέγξει τη δυναμική του. Με όση αξιοπιστία μπορεί να έχουν μετρήσεις που ερευνούν τη δύναμη ενός κόμματος που δεν υπάρχει, οι αποχωρήσαντες εκτιμούν ότι έχουν μια βάση στο ύψος του 7%, περίπου αντίστοιχη με αυτήν που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Με τη διαφορά ότι –αυτή τη στιγμή– ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δείχνει εξαιρετικά απίθανο να διεμβολίσει άλλους χώρους, κάτι, αντιθέτως, που αποτελεί φιλοδοξία των αποχωρησάντων. Ανάμεσά τους, οι πιο αισιόδοξοι, εκτιμούν ότι ο νέος σχηματισμός θα μπορούσε να επαναπατρίσει ακόμα και μέρος των ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν το 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ.

Είναι προφανές ότι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο ως προς αυτό είναι και τα πρόσωπα που θα συγκροτήσουν την ηγετική ομάδα του σχήματος. Η απόφαση να είναι ο Αλέξης Χαρίτσης –ένα πρόσωπο με δυνατότητα να είναι συμπαθής και προς τον χώρο του Κέντρου– πρόεδρος της ΚΟ είναι ειλημμένη, ενώ ο Νάσος Ηλιόπουλος και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα έχουν ενισχυμένους κοινοβουλευτικούς ρόλους. Ομως δεν είναι μυστικό ότι ο χώρος αυτός θα επιθυμούσε σφόδρα την ενεργοποίηση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Αν όχι ως επικεφαλής, τουλάχιστον ως υποψήφιου στις ευρωεκλογές. Μια τέτοια υποψηφιότητα θα έδινε βάρος στη λίστα και θα αντιστάθμιζε πιθανές ισχυρές υποψηφιότητες με άλλα ψηφοδέλτια.

Αν και η φόρτιση αυτή τη στιγμή είναι ισχυρή, η πεποίθηση –κυρίως των «6+6»– είναι ότι ο βασικός αντίπαλος του νέου σχήματος, σταδιακά, δεν θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι το κοινό που ακολουθεί τον Κασσελάκη είναι σε πρώτη φάση δυσκίνητο και συναντάται σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού. Η επείγουσα ανάγκη για το νέο σχήμα είναι υπό αυτή την έννοια να ανακόψει την αιμορραγία προς το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Αυτή τη στιγμή 1 στους 3 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο προσανατολίζεται σε άλλη ψήφο, ποσοστό που προσεγγίζει το 1 στους 2 αν η μέτρηση πάει στον Μάιο.

Από τις εξορύξεις μέχρι τις προτάσεις για τη φορολογία, τους μισθούς και τις τιμές ή τις γεωπολιτικές συμμαχίες, το σχήμα θα κληθεί να αποφασίσει αν θα είναι πρωτίστως αριστερό ή πρωτίστως κυβερνητικό

Πιο ξεκάθαρο είναι ότι δημιουργείται ένας χώρος στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Σε όλες τις μετρήσεις των τελευταίων εβδομάδων το ΚΚΕ κινείται σε ένα ποσοστό κοντά στο 10% (είχε 7,7% τον Ιούνιο) και το ΜέΡΑ25 σταθεροποιείται στο 3,5% (είχε 2,5% τον Ιούνιο). Ενα ερώτημα προκύπτει αμέσως: αυτές οι περίπου 3 μονάδες αφορούν ανθρώπους που νιώθουν ότι βρίσκονται αριστερότερα του Κασσελάκη ή ανθρώπους που αποστοιχίζονται συνολικά από την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 έως το 2023;

Οι αποχωρήσαντες δείχνουν να μην είναι βέβαιοι για αυτό και αυτός είναι ένας λόγος που το κείμενο της αποχώρησής του εκκρεμεί ανάμεσα σε δύο τάσεις: η πρώτη είναι η ανάκτηση ενός αριστερού ταυτοτικού λόγου, που να περιλαμβάνει και την οικολογία, τον οποίο άλλες δυνάμεις αναπτύσσουν ήδη, και ο δεύτερος η υπεράσπιση του κυβερνητικού έργου του ΣΥΡΙΖΑ και διά αυτού, της ιδέας της κυβερνώσας Αριστεράς.

Δεν είναι σίγουρο ότι τα δύο αυτά μπορούν να συνυπάρξουν, ειδικά καθώς δεν βρισκόμαστε σε μια περίοδο που να θυμίζει το 2012 από την άποψη των κινητοποιήσεων και των κοινωνικών πρωτοβουλιών. Σε μια σειρά θεμάτων, από τις εξορύξεις μέχρι τις προτάσεις για τη φορολογία, τους μισθούς και τις τιμές ή τις γεωπολιτικές συμμαχίες, το σχήμα θα κληθεί να αποφασίσει αν θα είναι πρωτίστως αριστερό ή πρωτίστως κυβερνητικό. Και αν αποφασίσει το δεύτερο, η ζωή θα του απαντήσει αν αυτό μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω της συμπόρευσης με άλλες δυνάμεις –κατά βάση το ΠΑΣΟΚ.

Η τελευταία σοδιά αποχωρήσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να εκπροσωπεί πρωτίστως την πολιτεία του από το 2015 μέχρι το 2019. Είναι αυτή που διαχειρίστηκε κατά κόρον κυβερνητικές ευθύνες, σε σχέση με τη γενεά που ξεχώρισε κυρίως την περίοδο 2009-2015 (και ίσως προσανατολίζεται σε αριστερότερα σχήματα) και τη γενεά που αποτέλεσε την «εικόνα» του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2019 και έχει σήμερα τον έλεγχό του.

Είναι λοιπόν αρκετά έμπειρη και πραγματιστική, ώστε να γνωρίζει ότι στην πολιτική «6+6» δεν κάνει αναγκαστικά 12. Μπορεί καμιά φορά να κάνει 18, συμβαίνει όμως συχνά να κάνει και 4. Ο σχηματισμός που προκύπτει από τη διάσπαση σε δύο χρόνους του ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να πάρει τις αποφάσεις του εγκαίρως και να μην είναι λάθος.