Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ήθελα να έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Μεγάλοι —ή και όχι τόσο μεγάλοι— συγγραφείς· επαναστάτες, πάντα έχουν —αν μη τι άλλο και ανεξαρτήτως αποτελέσματος— ενδιαφέρον οι επαναστάτες· άνθρωποι που έκαναν κάποια διαφορά γενικώς, αυτούς θα ήθελα πάντα να τους γνωρίσω.
Πιο πολύ απ’ όλους, όμως, με ενδιέφεραν οι άνθρωποι που έγιναν αυτό που ήθελα να γίνω και δεν τα κατάφερα: οι σκαπανείς του παρελθόντος, εκείνοι που μας βοηθάνε να δουμε το μέλλον μας μέσα από αυτό που ήμασταν κάποτε. Για τους αρχαιολόγους μιλάω φυσικά.
Ναι, κάποιοι απ’ αυτούς βιάστηκαν, άλλοι ενθουσιάστηκαν πρόωρα, μερικοί στάθηκαν αιωρούμενοι μεταξύ της εποχής τους κι εκείνης που ανέσκαπταν, υπήρξαν και μερικοί -αρκετοί ίσως- που έκαναν ζημιά καθώς πρόταξαν το όραμά τους απέναντι στην πραγματικότητα. Ο Εβανς «διόρθωσε» τις ζημιές του χρόνου στην Κνωσσό με γύψο και χρώμα· θα τον εκτελούσαν σήμερα και μάλλον θα είχαν δίκιο. Ομως ο ίδιος είχε ένα όραμα και το όραμα αυτό ήταν μίας άλλης εποχής, οφείλουμε να τον συγχωρήσουμε ίσως, ή έστω να τον καταλάβουμε.
Μέσα σε όλους αυτούς, ο Πέτρος Θέμελης. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στον μεγαλύτερο αρχαιολογικό χώρο στην Ελλάδα και έναν από τους μεγαλύτερους στον κόσμο. Κι αν έχει η Ελλάδα αρχαιολογικούς χώρους… Κι όμως, η αρχαία Μεσσήνη είναι ο μεγαλύτερος, ο σημαντικότερος από πολλές απόψεις, εν πολλοίς άγνωστος και εκείνος που μέσα από την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης του Πέτρου Θέμελη γράφει τη δικη του ιστορία. Κι αυτό είναι ενός είδους inception: Η ιστορία μέσα στην ιστορία, γράφει ιστορία πάνω στην ιστορία.
Ο Θέμελης ανέσκαψε την αρχαία Μεσσήνη με έναν παγκοσμίως πρωτοποριακό τρόπο: Οταν του την ανέθεσε η Αρχαιολογική Εταιρία, το 1986 («έμεινα ενεός», είπε ο ίδιος, ταπεινός μπροστά στο αχανές εγχείρημα), το συγκλονιστικό αυτό αρχαιολογικό πεδίο ανασκαπτόταν ήδη επί σχεδόν έναν αιώνα και η πρόοδος ήταν στην καλύτερη περίπτωση ο περίπατος ενός σαλιγκαριού. Είδε το πρόβλημα. Σε μία χώρα που είναι στην πραγματικότητα ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος, δεν υπήρχαν λεφτά. Όχι από το δημόσιο πάντως. Αρα έπρεπε να βρεθούν από τον ιδιωτικό τομέα.
Ο Θέμελης έσκαβε, αναστήλωνε, και έκανε ταυτόχρονα τον μάνατζερ. Αναζητουσε κονδύλια, δημιούργησε φίλους και εχθρούς εξίσου, απορρόφησε αδιάφορα όλην την κριτική —και του ασκήθηκε πολλή—, ζωντάνεψε τα φαντάσματα των αρχαίων Μεσσήνιων, έβαλε τους απογόνους τους να τραγουδάνε και να χορεύουν πάνω στα ερείπιά τους, «ξύπνησε» την αρχαία πόλη και την έκανε ένα απέραντο αρχαιολογικό πάρκο. Ηθελε να βγάζει λεφτά το πάρκο του, για να μπορεί ο ίδιος —που έμενε λίγο πιο πάνω, στους πρόποδες του όρους Ιθώμη— να σκάβει κι άλλο και κυρίως να συντηρεί αυτά που έβρισκε. Και τα κατάφερε. Ακόμη και η γη αγοράστηκε με χρήματα που συγκέντρωσε και μετά παραδόθηκε στο δημόσιο. «Για κάποιους είμαι πολύ αριστερός, για κάποιους πολύ δεξιός», έλεγε. Ο ίδιος, αδιαφορώντας για το ποιο χέρι το κάνει, αριστερό ή δεξί, ήθελε μόνο να σκάβει.
Ο Θέμελης πίστευε ότι τα «πνεύματα» κάτω από τις πέτρες που ανέσκαπτε ήθελαν να ζήσουν ξανά. Δεν του άρεσαν τα μουσεία, δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα τσιμεντένιο μουσείο, έλεγε, έχουμε έτοιμα μουσεία, αρκεί να τα ζωντανέψουμε. Η μεθοδολογία του ήταν μοναδική, η επιμονή του εξίσου.
Το όραμα του Πέτρου Θέμελη απλώνεται σε όλην του τη μεγαλοπρέπεια στην πλαγιά της Ιθώμης, χαζεύοντας νωχελικά τον πλουσιότερο κάμπο της Ελλάδας. Με τα σπίτια του, πλούσια και λιγότερό, το θέατρό του, το στάδιο, τους ναούς, τα μεγαλοπρεπή και ατελείωτα τείχη του, που το κρατούσαν ασφαλές από βορρά στο βουνό και από νότο στην πεδιάδα. Οι Μεσσήνοι, χρόνια υποτελείς στους Λάκωνες, από ένα ωφελιμιστικό καπρίτσιο των Θηβαίων απέκτησαν την πιο λαμπερή πρωτεύουσα της εποχής τους. Η αρχαία Μεσσήνη είναι ένα υπόδειγμα πολεοδομίας, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Ενα υπόδειγμα από πολλές απόψεις. Είναι ένα από τα μέρη στη χώρα που τα περπατάς και με κάποιον τρόπο αισθάνεσαι ότι το παρελθόν και το παρόν και ίσως τελικά και το μέλλον μπορουν να γίνουν ένα, χωρίς κανένα τους να λειτουργήσει εις βάρος του άλλου.
Είναι ένα μοναδικό μέρος η αρχαία Μεσσήνη, δεν θα σας πω όλη την ιστορία της, μπορεί καθένας να τη βρει εύκολα, αξίζει τον κόπο. Σήμερα, μέσα από τις προσπάθειες ενός ανθρώπου που «ήθελε μόνο να σκάβει» και το έκανε μέχρι το τέλος της ζωής του μπορείτε να πάτε, να την περπατήσετε, να παρακολουθήσετε κάποια παράσταση στο θέατρο, να καθήσετε στις κερκίδες του σταδίου και να ακούσετε όλην την ιστορία του τόπου να περνάει ψιθυρίζοντας δίπλα σας. Και να βοηθήσετε αυτό το κολοσσιαίο έργο: «Οι τόποι πρέπει να μένουν ζωντανοί. Αν δεν μένουν, δεν μπορείς και να τους συντηρήσεις», έλεγε ο Θέμελης.
Δεν θα τον γνωρίσω ποτέ τον Πέτρο Θέμελη, πέθανε χθες. Πλήρης, αν όχι ετών, χώματος κάτω από τα νύχια των χεριών του ελπίζω. «Η αρχαιολογία δεν έχει επιστημονική προσποίηση, ποτέ δεν ξέρεις πού τελειώνει η επιστήμη και πού αρχίζει η λογοτεχνία», όπως έγραψε ο Σ. Β. Σέραμ στο μνημειώδες βιβλίο του «Θεοί, Τάφοι και Σοφοί»:
«Η αρχαιολογία είναι η δραματική της πλευρά· η ανθρώπινη».