Ο Παναγιώτης είχε αναλάβει μια πολύ δύσκολη αποστολή, ίσως τη δυσκολότερη της ζωής του. Δεν ήξερε καν με ποιον τρόπο θα έπρεπε να χειριστεί το ζήτημα. Γνώριζε πως ο Δικαίος ήταν πολύ αψίθυμος, όλοι που τον θυμόντουσαν αυτό έλεγαν. Επρεπε να τον πάρει με το μαλακό. Να του εξηγήσει πως όλοι τους τον ίδιο σκοπό έχουν αλλά έπρεπε να φερθούν, τώρα ειδικά, με σύνεση, να λάβουν τα πάντα υπόψη τους πριν κινηθούν, να περιμένουν αν χρειαστεί, να μην κάνουν τίποτε επιπόλαιο, να μην κάψουν τη μοναδική τους ευκαιρία, να μην πάρουν στο λαιμό τους το Γένος. Επρεπε ο αρχιμανδρίτης να μείνει στα νησιά. Να περιμένει εκεί μέχρι να τον καλέσουν – μέχρι να έρθει η ώρα. Να μην περάσει, σε καμιά περίπτωση, στον Μοριά. Ο Παναγιώτης Αρβάλης είχε την εντολή να τον σταματήσει.
Ο Παναγιώτης ο Αρβάλης ήταν ένας ικανός άνθρωπος με μεγάλη πείρα και σπάνιες ικανότητες. Σαραντάρης πλέον, πλούσιος μεγαλέμπορος, μέλος της Φιλικής εδώ και δύο χρόνια και από τα πιο δραστήρια. Δεν ήταν τυχαίο πως αν και δεν ήταν ούτε Κοτζάμπασης, ούτε Δεσπότης, είχε διοριστεί μέλος της Εφορίας – ως γραμματέας βέβαια. Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση γιατί δεν ήταν ένας απλός Φιλικός, έγινε αμέσως και κατηχητής. Παράτησε τις δουλειές του και άρχισε να γυρίζει τον Μοριά και να στρατολογεί. Ακόμα παρίστανε τον έμπορο, αν και είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει το εμπόριο. Αλλά αυτή ήταν η απαραίτητη βιτρίνα για να μπορεί να συγκεντρώνει μεγάλα ποσά και να τα διαχειρίζεται για λογαριασμό της Εταιρείας. Ο,τι λεφτά είχε δικά του τα ξόδευε για τον σκοπό, να δίνει τα μπαξίσια στους Τούρκους και τους Ελληνες που είχαν εξουσία δίπλα τους και να διατηρεί καλές σχέσεις μαζί τους – να κάνουν τα στραβά μάτια. Αλλωστε ήταν κι αυτός ένα γρανάζι του οθωμανικού μηχανισμού φορολογίας, έπαιρνε κι έδινε.
Είχε μετατρέψει το σπίτι του στην Τρίπολη σε κέντρο διερχομένων, όλοι οι συνωμότες περνούσαν από εκεί. Οταν ο φίλος του ο Γιάννης ο Παπαρρηγόπουλος, ο ικανότατος γραμματέας στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας, έφυγε για να ανέβει στη Ρωσία να συναντήσει τον Καποδίστρια και να πάρει οδηγίες από την Ανώτατη Αρχή, είχαν πριν συζητήσει και σχεδιάσει μαζί το τι θα προτείνει, τι έπρεπε να γίνει στον Μοριά. Δεν ήταν καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο Υψηλάντης τον έβαλε στέλεχος στην τοπική Εφορία και που οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες του ανέθεσαν το ταμείο. Είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον Ρωμιό έμπορο, τον ενθουσιώδη Φιλικό.
Ηταν τόσο πετυχημένος κατηχητής που είχε καταφέρει και μια δύσκολη υπόθεση. Ηταν 25 Απριλίου του 1819 και ο Παναγιώτης, αν και είχε γίνει πρόσφατα μέλος της Φιλικής, είχε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία ως κατηχητής. Ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο ισχυρός προεστός των Καλαβρύτων βρέθηκε στην Τρίπολη και ο Παναγιώτης δεν έχασε την ευκαιρία. Οχι μόνο τον έκανε Φιλικό αλλά του πήρε και 600 τάλληρα για την Εταιρεία.
Ενα πράγμα μόνο τον είχε πειράξει. Είχε τόσο ενθουσιασμό που ανέλαβε ο ίδιος να στρατολογήσει ακόμα και τους δύσκολους Υδραίους και Σπετσιώτες. Απέτυχε εκεί, τα βρήκε μπαστούνια. Οι πλοιοκτήτες δεν έπαιζαν. Θα έμπαιναν στη Φιλική μόνο αν λάμβαναν θετικές διαβεβαιώσεις από τον ίδιο τον Καποδίστρια, δεν θα έβαζαν το κεφάλι τους στον τορβά αν δεν υπήρχε προοπτική, αν η Ρωσία δεν βρισκόταν από πίσω.
Γύρισε απογοητευμένος από τα δυο νησιά επειδή δεν τα κατάφερε. Αλλά τώρα τον ξαναέστελναν εκεί. Αυτή τη φορά για να κάνει το εντελώς αντίθετο. Να σταματήσει τα πάντα. Διότι ο Υψηλάντης έστειλε ως εκπρόσωπό του τον χειρότερο δυνατό, κατ’ αυτούς, τον Δικαίο. Μα είναι δυνατόν, σκέφτονταν αυτοί, να οργανώσει τον ξεσηκωμό κάποιος που τον θεωρούσαν «απατεώνα»; Μπορεί να τύλιξε τον αφελή τον Πρίγκηπα, αλλά στον Μοριά τον ήξεραν καλά.
Μόλις έμαθαν οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες, τον Δεκέμβριο του 1820, ότι ο Δικαίος ήρθε ως εκπρόσωπος της Φιλικής ταράχτηκαν. Οχι μόνο γιατί ήταν ο πλέον ακατάλληλος, όπως πίστευαν. Αυτό ήταν το λιγότερο. Υπήρχε άλλο πρόβλημα, πολύ σοβαρότερο. Μόλις είχε φτάσει ο νέος Πασάς στην Τρίπολη και δεν ήταν κάποιος καλόβολος πράος καλοπερασάκιας. Είχε έρθει ο φοβερός Χουρσίτ. Ο Χουρσίτ πασάς που είχε συντρίψει τους Σέρβους και που τώρα τον έστειλαν να συντρίψει και τους Μοραΐτες, αν τολμούσαν ακόμα και να σκεφτούν να οργανώσουν ταραχές. Είδαν και έπαθαν οι κοτζαμπάσηδες να τον καθησυχάσουν. Κυρίως με δώρα βέβαια αλλά και με ένα επιχείρημα που ο Χουρσίτ φαίνεται να το πίστεψε. «Πασά μου οι Ρωμιοί είναι ήσυχοι, κοιτάνε τη δουλειά τους. Ο Αλή Πασάς θέλει να τους ξεσηκώσει για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό αλλά επειδή δεν το πετυχαίνει, μας συκοφαντεί για να δημιουργήσει ανησυχία, να μας σπείρει τη διχόνοια και έτσι να πετύχει τον σκοπό του.» Από τη μια τον είχε ικανό ο Χουρσίτ τον Αλή να κάνει κάτι τόσο δόλιο και από την άλλη δεν είχε σκοπό να καθίσει στον Μοριά να φυλάει αυτούς τους κακόμοιρους τους Ρωμιούς. Η δόξα ήταν στα Γιάννενα. Και το χρήμα.
Ο Παναγιώτης ο Αρβάλης, λοιπόν, έπρεπε να σταματήσει τον Δικαίο, να τον κρατήσει στα νησιά, να μην έρθει στον Μοριά πριν ωριμάσουν οι συνθήκες. Να μην του επιτρέψει να τινάξει τα πάντα στον αέρα, τώρα που με χίλια ζόρια είχαν ηρεμήσει τον Χουρσίτ. Οι Προεστοί είχαν πληροφορίες ότι ο Πασάς ετοιμαζόταν να φύγει για τα Γιάννενα από στιγμή σε στιγμή. Λίγη υπομονή ακόμα να φύγει ο Χουρσίτ και τότε βλέπουμε.
Ηταν δύσκολη η αποστολή αλλά ο Αρβάλης ήταν ικανός, ήταν θερμός πατριώτης, θα εξηγούσε στον Δικαίο την κατάσταση, τον κίνδυνο για τη ζωή του (αν μάθαινε ο Χουρσίτ τον ρόλο του) αλλά και τον κίνδυνο για όλους τους Ρωμιούς. Οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες ήταν οι ηγέτες του Μοριά. Αυτοί θα αποφάσιζαν τώρα, όχι ο Υψηλάντης, ούτε βέβαια αυτός ο Δικαίος, ο «εξωλέστατος».
Οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες ήταν ανήσυχοι αλλά και εξοργισμένοι. Η Φιλική τούς είχε αφήσει εκτός του παιχνιδιού μέχρι τώρα, αν και ήταν μέλη της. Ο σχεδιασμός έγινε ερήμην τους. Εγιναν μέρος ενός σχεδίου που υιοθέτησε η ηγεσία της Φιλικής και στο οποίο οι ίδιοι δεν είχαν κανένα λόγο. Θα ξεκινούσε η εξέγερση με ένα αρχηγό που δεν είχαν αυτοί επιλέξει και δεν είχαν ιδέα πότε θα φτάσει στο Μοριά. Χρήματα, όπλα, πολεμοφόδια, προμήθειες, δεν θα τους έστελνε κανείς. Επρεπε μόνοι τους να τα προμηθευτούν, να πληρώσουν από την τσέπη τους, να ρισκάρουν τις περιουσίες τους. Αλλά όλα αυτά δεν ήταν τίποτα, χαλάλι για το Γένος. Εδώ θα έβαζαν, τα είπαμε, το κεφάλι τους στον τορβά. Οι Τούρκοι αυτούς θα έσφαζαν πρώτους, τις οικογένειές τους, τους συγγενείς και τους ανθρώπους τους. Δεν θα προλάβαιναν να σηκώσουν τουφέκι, θα τους καλούσαν στην Τριπολιτσά για να τους έχουν όμηρους. Και μετά το τέλος. Ολα θα είχαν πάει στράφι.
Ο Υψηλάντης έβαλε, τελικά, νερό στο κρασί του και τους άφησε να κανονίσουν οι ίδιοι τις λεπτομέρειες και να χειρίζονται τα οικονομικά τους. Ο Παπαρρηγόπουλος, ο άξιος εκπρόσωπός τους, γύρισε με καλά νέα. Η Εφορία που θα ήταν υπεύθυνη για τις ετοιμασίες της εξέγερσης θα αποτελούνταν από δικούς τους ανθρώπους, Προεστούς και Δεσποτάδες, ανθρώπους σοβαρούς και μετρημένους. Περίμεναν να έρθει ο αρχηγός, ο Υψηλάντης, από την Τεργέστη με το σπετσιώτικο καράβι για να τον υποδεχθούν και να ξεκινήσουν. Αφού φύγει ο Χουρσίτ βέβαια.
Και τελικά αντί για τον Υψηλάντη ήρθε ο Δικαίος! Θα τον κανόνιζαν, ήξεραν πώς. Αλλά προς το παρόν προείχε να τον εξαφανίσουν, να τον κρύψουν, να τον περιορίσουν μέχρι να έρθει η ώρα. Ο Αρβάλης έπρεπε τώρα να του εξηγήσει, να του δώσει να καταλάβει και να τον πείσει. Να τον φέρει στο φιλότιμο. Με το καλό ή με άλλον τρόπο.
Εφτασε ο Αρβάλης στα νησιά, τον βρήκε τον Δικαίο στις Σπέτσες, μίλησαν.
Ο Παναγιώτης ο Αρβάλης όταν επέστρεψε στην Τρίπολη ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Και πριν ήταν ενθουσιώδης, και πριν ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα. Αλλά όταν επέστρεψε ήταν διαφορετικός. Δεν έφερε τον Δικαίο μαζί του, έστειλε μόνο από τις Σπέτσες πρώτα μια επιστολή να ενημερώσει την Εφορία της Φιλικής του Μοριά και μετά, όταν επέστρεψε, τους τα είπε και ο ίδιος: Ο Δικαίος, λέει, πως θα κάνει ό,τι αυτός νομίζει πως είναι το καλύτερο, όχι ό,τι θα του προστάξουν οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες. Θα τους συναντούσε για να τους ενημερώσει και να συναποφασίσουν αλλά να μην περιμένουν τίποτα παραπάνω, δεν ήταν το τσιράκι τους. Να τα ξεχάσουν αυτά.
Ομως ο Αρβάλης δεν μετέφερε απλώς το μήνυμα, έγινε ο ίδιος το μήνυμα. Κανείς δεν ήξερε τι είδους μάγια του έκανε ο Δικαίος, αλλά οπωσδήποτε κάτι του έκανε. Γιατί ο Αρβάλης επέστρεψε τρελός από τις Σπέτσες. Ακόμα και ένας φιλικός που τον γνώρισε τότε, ο Σπηλιάδης, τον είδε και τρόμαξε, «έκανε σαν μανιακός». Ο προσεκτικός αυτός και σοβαρός έμπορος, ο Παναγιώτης ο Αρβάλης, άρχισε να συμπεριφέρεται παράφορα. Γύριζε μέσα στην Τρίπολη και μιλούσε ανοιχτά για Φιλική και για ξεσηκωμό. Οι Ρωμιοί που ήταν μυημένοι τον έβλεπαν στον δρόμο και τον απέφευγαν για να μην τους εκθέσει. Ο Χρυσανθόπουλος ήταν βέβαιος πως ο Αρβάλης σε λίγο θα πήγαινε να μυήσει στην Εταιρεία ακόμα και τον ίδιο τον Χουρσίτ! Δεν είχε συγκρατημό, δεν ήξεραν πώς να τον οικονομήσουν.
Ο ίδιος ο Χαραλάμπης ανέλαβε να τον εξουδετερώσει, τον πήρε μαζί του για να τον κρύψει. Με το ζόρι τον συγκρατούσαν. Μετά από λίγο έφτασε στον Μοριά και ο Δικαίος. Ηταν ο ίδιος – και χειρότερος – όπως τον θυμόντουσαν. Ευτυχώς ο Χουρσίτ είχε φύγει. Αλλά όλες οι άλλες προϋποθέσεις για τον ξεσηκωμό δεν υπήρχαν. Αυτός ο Δικαίος θα τους έπαιρνε στο λαιμό του. Δεν καταλάβαινε από λόγια, από επιχειρήματα, από αντικειμενικά στοιχεία.
Μέχρι που έφτασε η ώρα και οι χριστιανοί ξεσηκώθηκαν. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, είχε γεμίσει ο Μοριάς από ανθρώπους της Φιλικής, ο Δικαίος ήταν απλώς αυτός που έκανε τον περισσότερο θόρυβο. Οι Προεστοί και οι Δεσποτάδες ήξεραν ότι αυτό που θα γινόταν ήταν μια τρέλα. Αλλά το χρέος τους το έκαναν, δεν δίστασαν.
Ο Αρβάλης ήταν από τους πρώτους που ξαμολήθηκαν, μπήκε στο σώμα του Λόντου. Συμμετείχε στην πρώτη μεγάλη νίκη στο Λεβίδι. Εκεί τον ξαναείδε, έξω από την Τριπολιτσά. Ο φοβερός και τρομερός Δικαίος. Να φοράει αυτήν την περίεργη την περικεφαλαία που είχε φέρει μαζί του και να εμψυχώνει, να φωνάζει, να βρίζει, να απειλεί – στο στοιχείο του. Ο Αρβάλης καθόταν και τον κοιτούσε και αναρωτιόταν τι ήταν αυτός ο άνθρωπος, ποια μάνα τον γέννησε, από τι υλικό ήταν φτιαγμένος;
Ο Αρβάλης πολέμησε γενναία γύρω από την Τριπολιτσά, έδωσε όσα του είχαν απομείνει για τις προμήθειες και τα εφόδια. Εβαλε στον αγώνα και τα δυο του τα ανίψια, τον Γιώργο και τον Στάθη, που τον βοηθούσαν κι από πριν. Ο Παναγιώτης ήταν ενθουσιασμένος, ζούσε το όνειρό του, αυτό που δύο χρόνια πριν δεν πίστευε ότι θα αξιωθεί να δει με τα μάτια του.
Αλλά ξαφνικά συνέβη κάτι που δεν το περίμενε. Δεν έφαγε το βόλι στο Λεβίδι ή στα Βέρβαινα. Απλώς μια μέρα αρρώστησε. Πήγε στη Βυτίνα για να αναρρώσει και εκεί ξεψύχησε στο τέλος της Ανοιξης. Ο Παναγιώτης ο Αρβάλης, ο ραγιάς, ο χριστιανός, ο Ρωμιός, ο έμπορος, ο Φιλικός, πέθανε ως επαναστάτης, πέθανε ως ήρωας, πέθανε ως Ελληνας. Κι ας μην αξιώθηκε να δει την Ελλάδα ελεύθερη.
Ο Αριστείδης Χατζής είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) και μέλος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021». Το παραπάνω κείμενο βασίζεται στο 13ο κεφάλαιο του βιβλίου του “The Noblest Cause: The 1821 Greek War of Independence” που θα κυκλοφορήσει στις Η.Π.Α. και σε ελληνική μετάφραση από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.