Ο εξάχρονος γιος μου λατρεύει το ποδόσφαιρο. Εχει κάνει το σαλόνι γήπεδο, φοράει μπλούζες που γράφουν Νεϊμάρ και Εμπαπέ και βλέπει στο YouΤube οτιδήποτε έχει να κάνει με το άθλημα. Ακόμα και γλύπτες που φτιάχνουν με πηλό γνωστούς ποδοσφαιριστές –ναι, υπάρχουν τέτοια βίντεο εκεί έξω.
Φυσικά, ήταν θέμα χρόνου να ζητήσει να τον γράψουμε σε μάθημα ποδοσφαίρου. Αφού μείναμε έκπληκτοι με τον αριθμό ποδοσφαιρικών συλλόγων και ακαδημιών που υπάρχουν στα πέριξ, τον γράψαμε σε έναν και ξεκίνησαν τα πηγαινέλα. Προπόνηση τρεις φορές την εβδομάδα και αγώνες με ομάδες άλλων συλλόγων τα Σαββατοκύριακα.
Εκεί, στον πρώτο αγώνα, αποκαλύφθηκε μπροστά μου ένας γονεϊκός μικρόκοσμος που έως τώρα αγνοούσα. Ξεκινούσε με ενθαρρυντικές παραινέσεις προς τα παιδιά κατά τη διάρκεια του ματς, όπως «…μπράβο, Γιωργάκη!» και «…πάμε δυνατά, Πέτρο!», συνέχιζε με οδηγίες από γονείς που αυτοτιτλοφορούνταν προπονητές, αλλά κάποιες φορές εκφραζόταν και με φράσεις, όπως «…συγκεντρώσου, Γιαννάκη, δεν θα δεις παιδικά μετά!» ή «…σήκω και παίξε, Ηλία, γιατί θα έρθω μέσα να σε αρπάξω!».
Το αποκορύφωμα, το χειρότερο από όλα όσα άκουσα: «…το έχεις το πέναλτι, ο τερματοφύλακας είναι άσχετος!». Η φράση ειπώθηκε μερικά μέτρα δίπλα στον εξάχρονο τερματοφύλακα της άλλης ομάδας, που γύρισε και κοίταξε τη μαμά του για να πάρει κουράγιο. Ολα αυτά, μεταξύ κραυγών και επιφωνημάτων επιβράβευσης ή αποδοκιμασίας, κάθε φορά που ένα παιδάκι έβαζε γκολ ή έτρωγε γκολ αντίστοιχα.
Δεν λέω ότι δεν θα συμμετέχεις σαν θεατής βλέποντας τον αγώνα του παιδιού σου, δεν λέω ότι δεν θα ενθαρρύνεις και δεν θα χειροκροτήσεις, αλλά και το να κρεμιέσαι στα συρματοπλέγματα και να παρακολουθείς τον φιλικό αγώνα ανάμεσα σε μπόμπιρες λες και βλέπεις Ολυμπιακό εναντίον ΠΑΟΚ, δεν είναι φυσιολογικό. Δυστυχώς, υπάρχουν αρκετοί έλληνες γονείς που χτυπιούνται στις κερκίδες. Και βλέπουν τον Μέσι, όχι τυπωμένο στα μπλουζάκια, αλλά επάνω στα παιδιά τους.
Αυτοί οι γονείς φανατίζονται με έναν ύπουλα χαριτωμένα τρόπο, πάνω στον οποίο καθρεφτίζεται όλη η παθογένεια της αρρώστιας που μολύνει φίλαθλο και αθλητισμό. Ασφαλώς, δεν θα μεγαλώσουν όλοι χούλιγκαν που θα πάνε στα γήπεδα να σπάσουν καρέκλες και να πετάξουν φωτοβολίδες που θα τραυματίσουν ανθρώπους. Δεν θα γίνει ο κάθε Γιαννάκης και Πετράκης υδροκέφαλος οπαδός που τα θυσιάζει όλα στον βωμό της ομάδας του. Αλλά εκεί, σε αυτό το πρώιμο αγωνιστικό τερέν μιας παιδικής αθωότητας, φύεται ο σπόρος της τοξικής συμπεριφοράς μας στον αθλητισμό.
Επάνω στις κερκίδες που φιλοξενούν μαμάδες και μπαμπάδες, βλέπεις να αναγράφεται ο στίχος του Τζίμη Πανούση: «…όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες». Τις προσκυνάει, κακά τα ψέματα. Και το ποδόσφαιρο είναι ο ναός της ιερής σωβρακοφανέλας, για την οποία η πίστη χτίζεται από την πιο τρυφερή ηλικία. Εκεί που βλέπεις τη μάνα σου, μια «μάνα-χουλιγκάνα», να φωνάζει συνθήματα για σένα και τον μπαμπά σου να χτυπιέται για τα γκολ που βάζεις, νομίζοντας ότι θα σε πάρει η Μπαρτσελόνα.
Το φαινόμενο του φανατισμένου γονιού στα παιδικά πρωταθλήματα δεν είναι μόνο δικό μας χόμπι. Στην Αγγλία το θέμα έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που οι διοργανωτές προειδοποιούν ότι μπορεί κάποιος να χάσει και τη ζωή του. Αν διαβάσεις τι γίνεται στους αγώνες εκεί, θα καταλάβεις γιατί είναι τόσο ανήσυχοι. Πριν από λίγα χρόνια, στην κομητεία του Σάρεϊ, ένας γονιός κόντεψε να μαχαιρώσει διαιτητή και ένας άλλος έριξε κουτουλιά στον διαιτητή.
Εμείς δεν έχουμε φτάσει σε αυτή την πίστα γονεϊκού φανατισμού. Αλλά κανείς δεν μας εγγυάται ότι δεν θα την προσεγγίσουμε κάποτε. Με το επίπεδο της βίας στην κοινωνία να έχει χτυπήσει κόκκινο, μάλλον η πίστα αυτή είναι κοντά μας.
ΥΓ. Το φαινόμενο του υπερ-πωρωμένου γονιού δεν θα το δεις ασφαλώς μόνο σε γήπεδο ποδοσφαίρου, θα το εντοπίσεις σε κάθε χώρο αθλητισμού. Παντού υπάρχει ένας πιεστικός κηδεμόνας που εκβιάζει την αθλητική επίδοση του τέκνου του. Είναι και ένας από τους λόγους που πολλά παιδιά εγκαταλείπουν τον αθλητισμό, κατά τον ίδιο τρόπο που εγκαταλείπουν κι άλλες δραστηριότητες και χόμπι. Αν έχεις ένα γονιό μπάστακα από πάνω σου να σου βγάζει το λάδι για να γίνεις καλύτερος, το πιθανότερο είναι ότι θα βάλεις στόχο να γίνεις χειρότερος. Για να γλιτώσεις.