Πρωτόγονες lifestyle καταστάσεις της «εποχής Πέτρου Κωστόπουλου» επιστρέφουν το τελευταίο διάστημα σε μεγάλους χώρους στην Αθήνα, καθώς σεμινάρια αυτοβελτίωσης με εναλλακτικό μανδύα έρχονται να πουν στον μέσο Ελληνα ακριβώς το ίδιο με τότε: πώς να γίνει winner για να ξεχωρίσει από τους losers.
Σαν να λες δηλαδή σε έναν νέο εργαζόμενο στην Ελλάδα του 2024, που δεν βγάζει αρκετά για το ενοίκιο και το σουπερμάρκετ, ότι τελικά, αν το καλοεξετάσει, ευθύνεται ο ίδιος εφόσον δεν επέλεξε «αποτελεσματικές στρατηγικές επίτευξης στόχων». Οτι δεν ακολούθησε τις σωστές «συμβουλές προσωπικής ανάπτυξης», ώστε μέσα από την «αυτογνωσία», τον «διαλογισμό» και τη «στοχοπροσήλωση» να πετύχει την «αναδιαμόρφωση του τρόπου σκέψης του», ώστε επιτέλους να είναι εκείνος ο νικητής. Ή, ακόμα καλύτερα, «η νίκη να γίνει η δεύτερη φύση» του. Και όλα αυτά πάντοτε με «ενσυναίσθηση» και «φροντιστικότητα» για τον εαυτό του. Αλήθεια, πόσα κλισέ ξοδεύουν αυτοί οι γκουρού για να μην τους βλέπουμε;
⇒ Διαβάστε: Η αυτοβελτίωση, ο Σάρμα και οι φτωχές μας οι ζωές
Αλλα ας πάμε λίγο πίσω. Το μήνυμα του lifestyle των ’90s ήταν άμεσο και πρωτόγονο. Η κοπρολαλιά των ταγών εκείνης της εποχής περί πετυχημένων και φραγκάτων ήταν τόσο μπρουτάλ ώστε εύκολα την αποδομούσες αν είχες λίγο μυαλό. Αντίθετα, οι σημερινοί «δάσκαλοι» μοιάζουν να κατηφορίζουν κατευθείαν από τα κατσάβραχα του Θιβέτ, έχοντας μεταβολίσει όλο το ζεν του κόσμου. Σεμνύνονται ότι γνωρίζουν την ουσία των πραγμάτων σε τέτοιο βάθος ώστε μπορούν να μας αλλάξουν τη ζωή –για πάντα, εννοείται– και κυρίως να μας διδάξουν πως ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μας, «όλα είναι στο χέρι μας». Από εμάς εξαρτάται.
Το γεγονός ότι όλα αυτά είναι η άλλη όψη του Ντόναλντ Τραμπ, εφόσον εκμεταλλεύονται την ίδια ματαίωση που νιώθουν οι άνθρωποι από μια αντικειμενικά δύσκολη πραγματικότητα και το πόσο αυτονόητο είναι ότι δεν καθορίζονται όλα από την ατομική ευθύνη, την κοσμοθεωρία και τις ενέργειές μας, δεν χρειάζεται να το πω εγώ.
Το εξήγησε ωραία στον Guardian ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Μόνμπιοτ, που επικεντρώνεται στην κριτική του νεοφιλελευθερισμού. (Διευκρίνιση: Στην Ελλάδα η κριτική αυτή σχεδόν «απαγορεύεται», γιατί όντως έγινε κατάχρηση από ομάδες και συντεχνίες που ήθελαν να προστατεύσουν τα προνόμια τους και κολλούσαν την ταμπέλα «νεοφιλελεύθερος» σε οποιονδήποτε τολμούσε να διαπιστώσει, ακόμη και χαμηλόφωνα, ότι τα προνόμιά τους συνιστούν αδικία εις βάρος των υπολοίπων, ακόμη και στον ίδιο κλάδο. Στις ΗΠΑ όμως και στη Βρετανία «επιτρέπεται» η συζήτηση για τον νεοφιλελευθερισμό και είναι μέρος του διαλόγου και πέρα από τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις. Ενώ, βεβαίως, είναι άλλο πράγμα ο πολιτικός φιλελευθερισμός και άλλο ο νεοφιλελευθερισμός.)
«Ο νεοφιλελευθερισμός», λοιπόν, γράφει ο Μόνμπιοτ, «υπόσχεται (ότι θα κατακτήσεις) τον κόσμο και ταυτόχρονα σου τον αρπάζει. Μας λέει ότι αν δουλέψεις αρκετά σκληρά, μπορείς κι εσύ να γίνεις alpha (σ.σ.: όρος που παραπέμπει στους πλούσιους, λαμπερούς και πετυχημένους). Αλλά δημιουργεί επίσης τις συνθήκες που εξασφαλίζουν ότι, όσο σκληρά κι αν δουλέψεις, είναι πιθανό να παραμείνεις υποδεέστερος και εκμεταλλευόμενος». Στο τεράστιο αυτό χάσμα μεταξύ των υποσχέσεων και της εκπλήρωσής τους αναπτύσσονται η απογοήτευση, η ταπείνωση, ακόμη και η επιθυμία για εκδίκηση.
Και μέσα από το αυτό το κενό εμφανίζονται ο Τραμπ, αλλά και οι γκουρού της αυτοβελτίωσης. Γιατί η λειτουργία τους είναι, τελικά, παραπλήσια με αυτή των σκληρών δημαγωγών.