Το τελευταίο θρησκευτικό πρόγραμμα που μεταδιδόταν στην ελληνική τηλεόραση από κανάλι εθνικής εμβέλειας πρέπει να ήταν η εκπομπή «Αρχονταρίκι». Η διακοπή της, έπειτα από 19 χρόνια, επί ΣΥΡΙΖΑ, είχε προκαλέσει μικρές πολιτικές αναταράξεις και έντονη δυσαρέσκεια στην Εκκλησία, ενώ οι υπόλοιποι μάλλον δεν καταλάβαμε την απώλεια. Μια εκπομπή με ρασοφόρους, Σάββατο πρωί, στην ΕΡΤ, σε ποιον να λείψει;
Δεν χρειάζεται να είσαι βλάσφημος ή άθεος για να παρατηρήσεις το προφανές. Η Εκκλησία και η τηλεόραση δεν διατηρούν στενές σχέσεις. Αν εξαιρέσει κανείς τη Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή πρωί και μεταδόσεις όπως οι Χαιρετισμοί, οι εκπομπές θρησκευτικού περιεχομένου απουσιάζουν από τα προγράμματα των καναλιών, χωρίς αυτό να οφείλεται σε συνωμοσία. Υπάρχει μια ιδιότυπη «εντιμότητα» στη λειτουργία των σταθμών που δεν προσπερνιέται: αν κάτι ενδιαφέρει πολλούς, τότε παίζει. Στον βωμό της τηλεθέασης, άλλωστε, κάνουν περίπου τα πάντα, με τις γνωστές επιπτώσεις στην ποιότητα των εκπομπών τους. Αν η Εκκλησία «έκανε νούμερα», τότε θα είχε εκπομπή και ο καντηλανάφτης, θα βλέπαμε όλη μέρα παπάδες και θα είχαμε θρησκευτική τηλεόραση τύπου Ιράν, πριν τα κανάλια προβληματιστούν για τη «μονοτονία».
Υπήρχαν ωστόσο κάποια σημάδια ότι το θρησκευτικό πουλάει, σε εκείνους τουλάχιστον που βλέπουν ακόμη τηλεόραση και είναι απορίας άξιον πώς οι σταθμοί δεν διέγνωσαν την τάση νωρίτερα.
Ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι επαναλαμβάνεται με παροιμιώδη συνέπεια, κάθε Πάσχα εδώ και 40 χρόνια, με αποτέλεσμα όποιος έχει τηλεόραση και είναι βαπτισμένος χριστιανός, να προσεύχεται στον Χριστό με τη μορφή του Ρόμπερτ Πάουελ.
Η πρόσφατη μεταφορά της ζωής του Αγίου Νεκταρίου στον κινηματογράφο απέδειξε την τεράστια, ξεχωριστή δύναμη του θρησκευτικού θεάματος που διατηρείται στις ημέρες μας. Πιστοί φιλούσαν τις φωτογραφίες του πρωταγωνιστή Σερβετάλη στις βιτρίνες του «Δαναού» και οι ίδιοι πιθανώς να μη χάνουν ευκαιρία να φιλήσουν στην οθόνη της τηλεόρασής τους και τον επιβλητικό Νικήτα Τσακίρογλου, στις προσεγμένες από φωτογραφικής απόψεως σκηνές της σειράς για τη ζωή του Παΐσιου.
Ποιος θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση σε ένα καλογυρισμένο σίριαλ, σε ένα προϊόν αρκετά πιο πρωτότυπο από τα συνηθισμένα;
Η απάντηση είναι οι άθεοι – και ίσως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε επιτέλους την παράδοξη προσφορά τους. Τηρουμένων των αναλογιών, οι άθεοι είναι ίσως η καλύτερη διαφήμιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι γιατί η σύγκριση τους ευνοεί πάντα. Αποτελούν εξάλλου τη μόνη αιτία για την οποία συντηρείται μέχρι σήμερα η απειλή των αφορισμών, αυτή η δυσνόητη για τον μέσο χριστιανό αντίδραση, όπου η Ιερά Σύνοδος, μορφωμένοι σεβάσμιοι, σοβαροί άνθρωποι με βιβλικές γενειάδες, αποφασίζουν, επειδή κάποιος τους άσκησε κριτική, όταν πεθάνει να πάει αδιάβαστος!
Υπάρχει πιο περίεργη τιμωρία; Ο άθεος θα νομίζει ότι έγινε Καζαντζάκης, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, οι μετριοπαθώς θεοφοβούμενοι, θα αισθανόμαστε απαίσια. Ομως η θεάρεστη πτυχή του έργου των αθέων ξεδιπλώνεται πριν από τον αφορισμό τους, εκεί ακριβώς όπου ο Τατσόπουλος μοιάζει να παραμονεύει για να αηδιάσει με οτιδήποτε θρησκευτικό, ας είναι και σειρά, και έτσι να βρεθεί αφορμή ώστε να ακούσουμε ξανά αυτό το «Επιτίθενται στην Ελλάδα μας και στην Ορθοδοξία μας!». Χωρίς τους άθεους, τέτοια συνθήματα θα είχαν εκλείψει, ενώ ένας επίσημα σκεπτόμενος εθνικός μας άθεος λειτούργησε τελικά ως τρέιλερ.
Για την ελληνική οικογένεια, που δεν είναι άθεη, αλλά δεν ανήκει και στο είδος εκείνων που πηγαίνουν εκδρομές με την Εκκλησία, ο Παΐσιος είναι άγνωστος αλλά και συγχρόνως πιο προσιτός από αγίους πολεμιστές, τους «δρακοκτόνους». Αν εξαιρέσει κανείς την επιμονή του στο να υποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν υπέμεινε λογχισμούς, τσουρουφλίσματα και παλουκώματα, όπως τόσοι μάρτυρες της Εκκλησίας μας, ενώ ο Θεός τους κρατούσε θαυματουργά ζωντανούς. Ετσι ίσως να εξηγείται και η απήχηση του ασκητή Γέροντα που μπορεί να μην έζησε τόσο θεαματικά, αλλά είχε έναν μοναδικό τρόπο να μιλάει απλά και λαϊκά στις καρδιές των πιστών – σαν να ήξερε ότι θα γίνει σίριαλ…