Η Εμανουέλ Ριβά στη συγκλονιστική ταινία «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε | Les Films du Losange/X-Filme Creative Pool/Wega Film
Απόψεις

Ρίξε τη γιαγιά στον Καιάδα

Στην εποχή που ο Τραμπ θέλει να «θυσιάσει» τους ηλικιωμένους για να σώσει την Γουόλ Στριτ, οι προκεχωρημένης ηλικίας άνθρωποι δίνουν τη δική τους μάχη με τον κορονοϊό, τη μοναξιά και τον στιγματισμό
Λένα Παπαδημητρίου

Ενα φιλικό μου ζευγάρι προκεχωρημένης ηλικίας αντιμετωπίζει με χιούμορ την καραντίνα. Κάθε φορά που κάθονται και βλέπουν τις απογευματινές ειδήσεις, εκείνη γυρίζει και του λέει: «Γιάννη, δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αυτοί οι “ηλικιωμένοι” που αναφέρουν συνέχεια, είμαστε εμείς! Αντε μετά να κάτσεις να φας βραδινό!».

Την εποχή του κορονοϊού οι ηλικιωμένοι μοιάζουν να είναι εκείνοι που θα ράψουν πρώτοι στο πέτο το ανεστραμμένο τρίγωνο. Είναι οι πρώτοι που ο 21ος αιώνας θα ρίξει στον Καιάδα, η «φύρα», οι πρώτοι που στη διαδικασία διαλογής της «shut in economy» θα μείνουν απ’ έξω.

Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι στην Ιταλία αναγκάστηκαν ήδη να υπακούσουν στις σκληρές επιταγές της «ιατρικής των καταστροφών» («catastrophe medicine»), προκρίνοντας για τα κρεβάτια των ΜΕΘ τα νεότερα ηλικιακά άτομα. Ο δε Τραμπ θέλει μέχρι το Πάσχα να θέσει την αμερικανική οικονομία σε πλήρη λειτουργία, τα ραμολιμέντα ας κάτσουν τέλος πάντων σπίτι τους.

«Should older Americans die to save the economy?» («Πρέπει οι μεγαλύτερης ηλικίας Αμερικανοί να σώσουν την οικονομία;» ήταν προ ημερών ο τίτλος σε άρθρο της Washington Post. Το ηθικό (ή ανήθικο) δίλημμα τέθηκε σχεδόν απροκάλυπτα από τον 69χρονο αναπληρωτή κυβερνήτη του Τέξας Νταν Πάτρικ που αυτοδιαφημιζόμενος στο Fox News ως «senior citizen» είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι χρειάζονται κάποιες θυσίες για να μη βυθιστεί η χώρα στην ύφεση: «Υπάρχουν πολλοί παππούδες και γιαγιάδες σε αυτή τη χώρα -σαν και εμένα, έχω έξι εγγόνια… Το μόνο που μας ενδιαφέρει, το μόνο που αγαπάμε είναι αυτά τα παιδιά. Ας πιάσουμε δουλειά, ας επιστρέψουμε στη ζωή. Αυτοί που είμαστε 70+ μπορούμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας, αλλά μη θυσιάστε αυτή τη χώρα, μην το κάνετε! Μην θυσιάσετε αυτό το μεγάλο αμερικανικό όνειρο!».

Ελαφρώς αμήχανος ο δημοσιογράφος του Fox News που τον άκουγε, συνόψισε ότι αυτό που χονδρικά εννοεί ο ρεπουμπλικανός πολιτικός είναι ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από την απώλεια της ζωής: η απώλεια της οικονομίας! Διόλου τυχαίο ότι τις τελευταίες μέρες «ανεβαίνει» διαρκώς στο Twitter το γεμάτο μπινιλίκια hashtag #NotDying4WallStreet.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η Ντάουνινγκ Στριτ παλεύει -επί ματαίω- να πείσει ότι ο ανώτερος πολιτικός σύμβουλος του (θετικού στον κορονοϊό) βρετανού πρωθυπουργού Ντόμινικ Κάμινγκς, δεν εκστόμισε τη φράση (σχετικά με την αναγκαιότητα λήψης σκληρών μέτρων): «…και αν αυτό σημαίνει ότι κάποιοι συνταξιούχοι θα πεθάνουν, κρίμα».

Στον αντίποδα βέβαια της περιθωριοποίησης του γήρατος —λες και δεν του έφτανε ο προ του κορονοϊού στιγματισμός— βρίσκονται απρόσμενες πράξεις ευαισθητοποίησης. Οπως αυτή της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομάδας του Νόριτς. Κάθε παίκτης έλαβε προ ημερών μια λίστα με ονόματα ηλικιωμένων υποστηρικτών του συλλόγου, αναλαμβάνοντας να τους τηλεφωνεί και να τους εμψυχώνει σε αυτή την δύσκολη περίοδο του εγκλεισμού. «Τους τηλεφωνούμε κάθε εβδομάδα και αν υπάρχει κάποιο ψυχικό ή σωματικό πρόβλημα το αναφέρουμε στις αρχές της πόλης» εξηγεί ο τερματοφύλακας Τιμ Κρουλ. «Η γειτόνισσά μου είναι 94 ετών και την βοήθησα με τα ψώνια της. Μικρή προσπάθεια, τεράστια ικανοποίηση».

Στην Ελλάδα του κορονοϊού οι έγκλειστοι ηλικιωμένοι δίνουν τη δική τους μάχη επιβίωσης. Με τον φόβο ενός μοναχικού θανάτου, με την καραντίνα, με τα φορτωμένα κραυγαλέο τρόμο και υπόγεια χλεύη δελτία ειδήσεων ( «Ο παππούς που πήγε εκδρομή στους Αγιους Τόπους», «Η γιαγιά που εκκλησιάζεται», «Ο παππούς που βγήκε να αθληθεί», «Ο 82χρονος που πήγαινε στη δουλειά», «Ο ηλικιωμένος που έγραψε σε χαρτί υγείας την βεβαίωση μετακίνησης κοκ»).

Και βέβαια δίπλα στα τρομοκρατημένα μεσήλικα τέκνα τους που σπεύδουν τώρα με τα τάπερ, τις νουθεσίες (σε μια σχεδόν εκδικητική αντιστροφή του μητρικού-πατρικού ρόλου: «Μη σε ξαναδώ να βγαίνεις βόλτα, θα γίνει χαμός») και τις ενοχές τους. Πενηνταπεντάχρονη μου εξομολογείται πόσο αγανακτούσε-προ πανδημίας- που ήταν αναγκασμένη να πηγαίνει κάθε μέρα φαγητό στον χήρο πατέρα της. «Συγκινήθηκα τόσο πολύ όταν πήγα προχθές και τον βρήκα μόνο του να λύνει σταυρόλεξα με μοναδική συντροφιά τoν σκύλο».

Οι ιστορίες με τη νοσταλγία για τα εγγόνια είναι από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες των ημερών, με οικογενειακά δράματα να εκτυλίσσονται στο σταθερό ή στο FaceTime. Πιο οδυνηρός ο αυτοπεριορισμός για τους παππούδες και τις γιαγιάδες που είχαν φτάσει στα όρια του burnout, ανατρέφοντας νυχθημερόν εγγόνια, χωρίς κανένα ρεπό και συχνά με την πιο στυγνή και αγνώμονα εργοδοσία («Δεν σου έχω να μην τής δίνεις ποτέ σοκολάτα;», «Τί τα έστησες πάλι μπροστά στην τηλεόραση;»).

Ενδεικτική μια μαρτυρία που αλλίευσα από φίλη στο Facebook. Ενδέκατη μέρα της καραντίνας και ενώ η περί ης ο λόγος φίλη καθαρίζει το ψυγείο της, βλέπει στην απέναντι πολυκατοικία μια ηλικιωμένη, κρεμασμένη σχεδόν από το μπαλκόνι να φωνάζει δυνατά: «Αγάπες μου, λουλούδια μου ομορφιές μου, σας αγαπώ πολύ». «Και εμείς σε αγαπάμε γιαγιά, σε παρακαλούμε μην πεθάνεις» λένε οι δυό μπόμπιρες που βρίσκονται κάτω στο πεζοδρόμιο με τη μαμά τους. Η γιαγιά κλαίει: «Δεν θα πεθάνω, θα μείνω σπίτι με τη Μαρία που με προσέχει και θα περιμένω να σας πάρω αγκαλιά να πούμε το αγαπημένο μας τραγούδι». Και αίφνης ξεκινά να τους τραγουδάει, έτσι κρεμασμένη από το μπαλκόνι, με όλη πλέον την έγκλειστη γειτονιά να λαθρακούει.

Η ειρωνεία είναι ότι η καταναγκαστική μοναξιά στην οποία «καταδικάζονται» οι ηλικιωμένοι εξαιτίας του κορονοϊού είναι η πλέον επικίνδυνη για την υγεία τους. Και όχι μόνο την ψυχική. Σύμφωνα με έρευνα της ΑΑRP (Αμερικανική Ενωση Συνταξιούχων), η παρατεταμένη απομόνωση σε αυτές τις ηλικίες ισοδυναμεί με το κάπνισμα 15 τσιγάρων την ημέρα.

Συχνά πάντως τα ψυχικά τους αποθέματα αποδεικνύονται πολύ μεγαλύτερα από εκείνα ημών, των «πλαδαρών» νεοτέρων τους. Σύμμαχός τους σε αυτό μια πρακτική ευφυία όσον αφορά τον οικόσιτο μικρόκοσμό τους -κάτι που οι νεότεροι δεν θα αποκτήσουμε ενδεχομένως ποτέ-, που βοηθά ιδιαίτερα τις γυναίκες, στο να αντέχουν τον εγκλεισμό με τις μικροδουλειές του νοικοκυριού και μια πεισματική σχεδόν προσκόλληση σε μια κανονικότητα.

«Πήγα προχθές να επισκεφτώ -από απόσταση- την μητέρα μου και μού έδωσε να πάρω στο σπίτι μπακαλιάρο και σκορδαλιά!» μου λέει 45χρονος πατέρας δύο παιδιών. «Πάνω στο τραπέζι της καραντίνας το φαγητό αυτό ήταν βάλσαμο για μας. Μπορεί η μάνα μου να μην ξέρει να στείλει SMS στο 13033, αλλά κορονοϊός ξεροκονοϊός θα μαγείρευε το παραδοσιακό φαγητό της 25ης Μαρτίου που φτιάχνει εδώ και 50 χρόνια. Θα έλεγε κανείς ότι ναι μεν η εποχή έχει ξεπεράσει αυτές τις γυναίκες, με ένα τρόπο όμως οι ίδιες ξεπερνούν όλες τις εποχές».

Οι κακουχίες του παρελθόντος είναι ένα πρόσθετο asset στην μάχη με τον Covid-19. «Κάνουμε και πλάκα μεταξύ μας στο τηλέφωνο» μου αναφέρει μια θαλερή 87χρονη. «Λέμε “Τι μας βρήκε! Να έχεις περάσει πόλεμο και να πας από κορονοϊό!” Τουλάχιστον στον πόλεμο είχαμε επαφή, αγγίζαμε ο ένας τον άλλον, κουκουλωνόμασταν κάτω από τα σκεπάσματα των ώρα των βομβαρδισμών».

«Δεν μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε να ’χουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς», δήλωσε προ ημερών εμφανώς φορτισμένος ο Σωτήρης Τσιόδρας στην καθιερωμένη ενημέρωση των 6, προκαλώντας τη συγκίνηση και την κακεντρέχεια πολλών. Ομολογώ πως κάθε φορά που στέκομαι έξω από το πατρικό μου σπίτι για να δω από μακριά τη δική μου μητέρα, να τής αφήσω κάτι από το φαρμακείο ή ένα γράμμα (ο δικός μας τρόπος επικοινωνίας), αναζητώ στα μάτια της —και ελπίζω σύντομα και στην αγκαλιά της— αυτή την με τόσο κόπο και πείσμα διαφυλαγμένη μου ταυτότητα.