Το φαινόμενο της αποσύνδεσης κάποιων υπουργών από όσα βιώνουν οι πολίτες έχει παρελθόν και τείνει να αποκτήσει ενδημικό χαρακτήρα για την κυβέρνηση. Διότι σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να αποτελεί σύμπτωση. Σε ό,τι αφορά τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος είναι η δεύτερη φορά που παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο, καθώς είχε συμβεί ξανά από το φθινόπωρο του 2021 έως την άνοιξη του 2022.
Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίρνει πάνω του το κεφάλαιο καθημερινότητα, συνεχίζονται οι αρρυθμίες και η καθυστέρηση στην ανάγνωση της πραγματικότητας από ορισμένους υπουργούς, εντός και εκτός του Μεγάρου Μαξίμου. Το τελευταίο κρούσμα είναι η εκτίναξη των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος από τον Ιούνιο και ακόμη περισσότερο τον Ιούλιο με τους πολίτες και τους ιδιοκτήτες τουριστικών μονάδων (πολλοί εκ των οποίων τυγχάνουν υποστηρικτές της ΝΔ) να διαμαρτύρονται για τη μεγάλη αύξηση του κόστους.
Η ιστορία έχει παρελθόν. Η κυβέρνηση προέτρεψε τους καταναλωτές τον Ιανουάριο να επιλέξουν το πράσινο τιμολόγιο. «Εγώ για το σπίτι μου κράτησα το πράσινο τιμολόγιο» δήλωσε συγκεκριμένα στην ΕΡΤ (2 Ιανουαρίου) ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης.
Καθώς ωστόσο άρχιζε από τον Ιούνιο η αύξηση των τιμών, οι 7 στους 10 καταναλωτές που επέλεξαν τα συγκεκριμένο τιμολόγιο διαπίστωναν ότι ήταν δύσκολο (έως αδύνατο) να μετακινηθούν σε άλλα «χρώματα», καθώς σε σειρά εταιρειών οι άλλες, πιο οικονομικές επιλογές, εμφανίζονταν ως μη διαθέσιμες. Ετσι παρέμειναν εγκλωβισμένοι στο πράσινο τιμολόγιο.
Μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού και τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη (16/7) στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Σκυλακάκης έκανε ανακοινώσεις. Ο υπουργός προέβη σε μια ανάλυση για την αύξηση των τιμών και προανήγγειλε επιδοτήσεις στους οικιακούς καταναλωτές τον Αύγουστο για τα πράσινα και τα κίτρινα τιμολόγια, μέσω της επαναφοράς του τέλους ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο για δυο μήνες.
Ωστόσο οικιακοί καταναλωτές και επιχειρήσεις παραμένουν επιφυλακτικοί, όχι μόνον διαπιστώνοντας την καθυστέρηση της παρέμβασης, που δεν θα συμπεριλαμβάνει καθόλου τον Ιούλιο, αλλά και για το εάν το εύρος της θα επαρκεί για να καλύψει ένα σημαντικό μέρος από τις τεράστιες αυξήσεις.
Αυτό που τείνει να λάβει ενδημικό χαρακτήρα στα ζητήματα της καθημερινότητας, που αποτελεί το Νο. 1 θέμα στο οποίο εστιάζει ο πρωθυπουργός, είναι πάντως η καταφυγή ορισμένων υπουργών σε θεωρητικά σχήματα αντί για την έγκαιρη ανάγνωση της πραγματικότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα προβλήματα να διογκώνονται.
Για παράδειγμα:
♦ Από το φθινόπωρο του 2021 ως την άνοιξη του 2022, οι αντιδράσεις των καταναλωτών στις τεράστιες αυξήσεις που έβλεπαν στους λογαριασμούς χαρακτηρίζονταν «υπερβολικές», ενώ είχε ακουστεί και η προτροπή να μην ανάβουν πολύ τον θερμοσίφωνα. Το ζήτημα λύθηκε με παρέμβαση του κ. Μητσοτάκη.
♦ Για το θέμα των ανατιμήσεων στα τρόφιμα, το θεωρητικό πλαίσιο που ανέπτυξαν συγκεκριμένοι υπουργοί —ότι το πρόβλημα ήταν αποκλειστικά εξωγενές (λόγω πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία)— στέρησε πολύτιμο χρόνο από την κυβέρνηση. Μετά από σειρά προστίμων και πρωτοβουλιών, ο πρωθυπουργός μίλησε την Τρίτη για «φαινόμενα καρτελοποίησης» και τώρα όλοι περιμένουν τη δράση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τα σούπερ μάρκετ.
♦ Αντίστοιχες αρρυθμίες έχουν παρατηρηθεί για το πρόβλημα της αύξησης των ενοικίων, της πυκνότητας των δρομολογίων των λεωφορείων και του Μετρό στην Αθήνα αλλά και για την καθυστερημένη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το ΦΕΚ για τον καθαρισμό των οικοπέδων ήταν επιεικώς… μη εφαρμόσιμο.
Το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν η έλλειψη περιφερειακής όρασης κάποιων υπουργών η οποία εμπόδιζε την επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, παρότι αυτή ήταν σαφής και μεταφερόταν στο Μαξίμου και από τους νεοδημοκράτες που διαμαρτύρονταν σε τοπικό επίπεδο.
Στην πολιτική αυτό ονομάζεται βολονταρισμός. Ο βολονταρισμός ή «βουλησιοκρατία» εκδηλώνεται όταν κάποιος πιστεύει πως ένα πρόβλημα είναι θεωρητικά εξηγήσιμο και επικοινωνιακά διαχειρίσιμο, και ότι αυτά αρκούν και για να λυθεί από μόνο του χωρίς να απαιτηθούν πρακτικές πρωτοβουλίες.
Διότι πχ. ένας υπουργός δεν νοείται να κλείνει τα μάτια όταν το σουβλάκι πλησιάζει ή και ξεπερνά τα 4 ευρώ. Αν θεωρεί ότι είναι ζήτημα «χαμηλής πολιτικής» ή υπερβολικά «μπανάλ» για να εισχωρήσει στους πίνακες των αναλύσεών του, μάλλον κακή υπηρεσία προσφέρει σε μια κυβέρνηση.