Η ιδέα ότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μπορεί να πάρει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και να γίνει ξανά ο ένας από τους δυο μεγάλους πόλους του κομματικού σκηνικού πέρασε από το μυαλό αρκετών υποστηρικτών του Νίκου Ανδρουλάκη, αμέσως μετά την εκλογή του στην προεδρία του κόμματος. Ήταν κι εκείνες οι πρώτες δημοσκοπήσεις, που τους πλάνεψαν, ορισμένες από τις οποίες απογείωσαν το ΠΑΣΟΚ, φέρνοντας το κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ στην εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος.
Οι πιο έμπειροι, βέβαια, επεσήμαιναν εξ αρχής ότι δεν πρέπει να βιάζεται κανείς να βγάζει συμπεράσματα από μια – δυο «φωτογραφίες της στιγμής», την ώρα που τα φώτα είναι στραμμένα πάνω το ΠΑΣΟΚ και εξ αυτού και μόνο του λόγου (απο)λαμβάνει ποσοστά υψηλότερα αυτών που πραγματικά έχει κατοχυρώσει. Αυτοί οι «σκεπτικιστές», όμως, αντιμετωπίζονταν είτε ως εχθροί του νέου προέδρου, είτε ως «ελιτιστές» που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τη μεγάλη απήχηση του νέου ηγέτη και του κόμματος στην κοινωνία. Πήρε λίγο καιρό για να ισορροπήσουν τα πράγματα και σιγά – σιγά φτάσαμε στη σημερινή δημοσκοπική εικόνα που επαναφέρει τα πράγματα περίπου εκεί που ήταν… πέρυσι τέτοιον καιρό!
Τι έφταιξε όμως κι εκείνη η δυναμική της πρώτης περιόδου μετά τις εσωκομματικές εκλογές εξανεμίστηκε σχετικά γρήγορα; Είναι θέμα πολιτικής στρατηγικής; Είναι ζήτημα ηγεσίας; Είναι συνέπεια εξωγενών παραγόντων, τους οποίους δεν είναι σε θέση να επηρεάσει το ΠΑΣΟΚ; Είναι όλα αυτά μαζί;
Ας κάνουμε μια αναδρομή στον τελευταίο χρόνο για να δούμε κάποιους «σταθμούς»:
Από το ξεκίνημα της θητείας Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εκλήθη να απαντήσει στο δίλημμα «με ποιον θα συγκυβερνήσει, με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ». Τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ την είχε πληρώσει με μεγάλο εκλογικό κόστος στο πρόσφατο παρελθόν, οπότε το να πει ότι θα την επαναλάμβανε, θεωρείτο από τους περισσότερους «αυτοκτονική» κίνηση. Δεν έχει σημασία αν είχαν δίκιο ή άδικο, σημασία έχει ότι είχαν ένα πειστικό επιχείρημα: δεν πας σε εκλογές λέγοντας ότι θα κάνεις κάτι που μπορεί να σου στοιχίσει πολιτικά, ακόμη κι αν ξέρεις ότι στο τέλος θα χρειαστεί να το κάνεις. Απολύτως κατανοητό!
Υπήρχε όμως και η άλλη εκδοχή: συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είχε ένα άλλο πρόβλημα: δεν τη δέχονταν με τίποτα περίπου δυο στους τρεις από αυτούς που είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ το 2019, οπότε δεν διανοείτο κανείς να την υποστηρίξει δημόσια – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – γιατί θα απέβαινε ακόμη πιο «αυτοκτονική» επιλογή από την προηγούμενη. Κινδύνευε να οδηγήσει εξ αρχής στην απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της εκλογικής βάσης, που με τόση προσπάθεια κράτησε η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά.
Προσθέστε εδώ άλλη μια παράμετρο: η ψευδαίσθηση κάποιων από τη νέα ηγετική ομάδα ότι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη βρίσκεται σε τροχιά… δεύτερου κόμματος, δημιουργούσε την εντύπωση ότι η ξέφρενη δημοσκοπική πορεία του κόμματος θα λύσει το πρόβλημα της απάντησης στο ερώτημα «με ποιον θα πάτε την επομένη των εκλογών». Η απάντηση στο παρασκήνιο ήταν: «θα είμαστε τόσο ανεβασμένοι, που θα εμφανιστούμε ως οι νικητές των εκλογών, άρα όλοι θα τρέχουν πίσω μας»! Αμετροέπεια; Αλαζονεία; Λάθος εκτίμηση; Άγνοια κινδύνου; Πολλά μπορεί να υποθέσει κανείς!
Αν το σύμπαν συνωμοτούσε να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως τα θέλει ο καθένας από εμάς, θα ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι! Αλλά, δυστυχώς, δεν συμβαίνουν έτσι τα πράγματα. Η ευτυχία του ενός πολλές φορές εξαρτάται από τη δυστυχία των άλλων και τούμπαλιν. Στην πολιτική αυτό συμβαίνει κατά κόρον. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Όταν έχεις ανεβάσει τον πήχη πιο πάνω από εκεί που επιτρέπει το μπόι σου, άντε τώρα να εξηγήσεις γιατί το 10% που σου δίνουν τα γκάλοπ δεν είναι μια χαρά σε σχέση με το 8% που είχε πάρει το κόμμα σου στην κάλπη του 2019…
Τι έφταιξε, όμως, και ανακόπηκε η δυναμική; Αν ψάξει κανείς προσεκτικά, τρία ήταν τα κομβικά λάθη:
Πρώτον, το «δεν θα κάνουμε πρωθυπουργό ούτε τον Μητσοτάκη ούτε τον Τσίπρα». Ακόμη προσπαθούν οι ψηφοφόροι να αντιληφθούν γιατί δεν θα γίνει πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας ο πολιτικός αρχηγός που θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά κάποιος άλλος, που θα είναι μάλιστα κάτι σαν τη σοκολάτα – έκπληξη της γνωστής διαφήμισης!
Δεύτερον, το «η Εύα Καϊλή ήταν Δούρειος Ίππος της ΝΔ». Το να το λες αυτό την ώρα που τη διαγράφεις επειδή ελέγχεται για διαφθορά, είναι διπλά προβληματικό: Αφ´ ενός, σε αυτούς που θα το πιστέψουν εκτίθεσαι προσωπικά, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν ότι ανεχόσουν έναν διεφθαρμένο Δούρειο Ίππο άλλου κόμματος στις τάξεις σου. Αφ’ ετέρου, σε αυτούς που δεν θα το πιστέψουν, δημιουργείς την εντύπωση ότι αφού πήγες να χρεώσεις ένα πιθανώς διεφθαρμένο στέλεχος σου σε άλλο κόμμα και δεν τα κατάφερες, τώρα εύλογα θα μπορούσαν να σου χρεώσουν αυτό που πήγες να τους χρεώσεις: ότι, δηλαδή, ευθύνεσαι πολιτικά εσύ και το κόμμα σου για την πιθανή διαφθορά του. Δηλαδή, διπλό αυτογκόλ!
Τρίτον, υπάρχει εσχάτως ένας συνδυασμός δηλώσεων που ούτε ο ίδιος ο Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να υπαγορεύσει για να αποδείξει το επιχείρημα της ΝΔ ότι «ψηφίζεις Ανδρουλάκη και βγαίνει Τσίπρας». Ποιες είναι αυτές οι δηλώσεις; Δηλώνει το γραφείο Τύπου ότι πρέπει να προκύψει από τις εκλογές «προοδευτική διακυβέρνηση με πυρήνα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ». Δηλώνει, ταυτόχρονα ο Νίκος Ανδρουλάκης: «Στόχος μας είναι να στείλουμε τη ΝΔ στην αντιπολίτευση». Απλή σκέψη, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική φιλοσοφία: για να είναι η ΝΔ στην αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ στον πυρήνα της «προοδευτικής διακυβέρνησης», ποιος άλλος μένει να κυβερνάει μαζί του; Ο ΣΥΡΙΖΑ!
Κάπως έτσι, ενώ το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη ξεκίνησε με στόχο να πάρει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο δικομματισμό, τελικά… έμπλεξε στα δίχτυα του Αλέξη Τσίπρα! Και τώρα… καλά ξεμπερδέματα!