O Αλέξης Τσίπρας αισθανόταν άνετα από το πρώτο δευτερόλεπτο το πρωί της Παρασκευής στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη. Και δεν το έκρυψε. Θυμήθηκε, γελώντας, μια ταινία με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και είπε «ελπίζω, ανάκριση δεν θα μου κάνετε» μόλις τον καλωσόρισε ο παρουσιαστής. Βρισκόταν άλλωστε σε ένα περιβάλλον γνώριμο και φιλικό προς το πνεύμα του λαϊκισμού που βρίσκει «λύσεις» με μια κορώνα «στα προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο», όπως λένε συχνά οι σταρ της πρωινής ζώνης, απαιτώντας το απαραίτητο «εδώ, να μας πείτε τι θα κάνετε».
Αλλά όταν αισθάνεσαι στα νερά σου, υπάρχει ο κίνδυνος να σου ξεφύγει και μια κουβέντα παραπάνω. Αυτό συνέβη. «Εάν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισεκατομμύρια αντί να μαζέψω 37, θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ» είπε με τη γνωστή του οίηση ο κ. Τσίπρας, μιλώντας για την κοστολόγηση των δικών του εξαγγελιών και μνημονεύοντας τα 50 και πλέον δισ. ευρώ που έχουν δοθεί από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τώρα της ενεργειακής κρίσης.
Η φράση αυτή, πέρα από τη largesse, το ύφος δηλαδή του κιμπάρη, πέρα από την ξεκάθαρη υποδήλωση ότι η ψήφος τού κατά τα άλλα περήφανου λαού τιμολογείται και αγοράζεται, ότι σημασία δεν έχουν τόσο τα χιλιοτραγουδισμένα ιδανικά της Αριστεράς αλλά ο παράς, έχει και τη διάσταση της αυτοδιάψευσης. «Ολοι λένε ότι η Ελλάδα θα είναι πρωταθλήτρια στην ύφεση», δήλωνε ο κ. Τσίπρας το 2020, χαρακτηρίζοντας «ύφεση Μητσοτάκη» το παγκόσμιο «κλείδωμα» της οικονομικής ζωής λόγω πανδημίας, και η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ επί τρία χρόνια ήταν ότι η κυβέρνηση δεν δίνει αρκετά και αφήνει τους πολίτες απροστάτευτους. Τα ήθελε τότε όλα μπροστά και μετά βλέπουμε. Οταν ο κ. Μητσοτάκης κράτησε δυνάμεις και τα μοίρασε σε βάθος τετραετίας, τότε ήρθε το άλλο επιχείρημα του κ. Τσίπρα, ότι εκείνον η άδικη μοίρα τον έριξε στην ανάγκη του «μαξιλαριού» και όχι στην άνεση των επιδομάτων και των επιστρεπτέων.
Φυσικά η πρόθεσή του ήταν να εντυπωθεί στους τηλεθεατές πως αν εκείνος μπορούσε να δώσει λεφτά θα τα έδινε (σχηματικά) στους φτωχούς και όχι στους πλούσιους, όπως κατηγορεί τον Μητσοτάκη, αλλά τελικά αυτό που έχει μείνει είναι ότι δόθηκαν λεφτά. Και όχι λίγα: 50 δισ. ευρώ.
Και η αποστροφή «θα έβγαινα Πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ», θύμισε την νοοτροπία της διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα μαζί με τον Πάνο Καμμένο. Το πνεύμα της αναφοράς ήταν μια διασταύρωση της διάσημης φράσης του στρατηγού Γεώργιου Κονδύλη τη δεκαετία του 1930, «αν ήξερα πόσο εύκολο είναι να κυβερνάς την Ελλάδα θα το έκανα από τότε που ήμουν δεκανέας», με την ατάκα του προπονητή Νίκου Αλέφαντου «μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα». Εδειχνε υπερβολική σιγουριά για κάτι που δεν τεκμηριώνεται.
Η εικόνα του ανοιχτοχέρη είναι καλή, ιδίως όσο πλησιάζουν εκλογές, αλλά δεν είναι πειστική όταν συγκρούεται με τα πεπραγμένα και προηγούμενες αντιφατικές συμπεριφορές όταν αισθάνεσαι στριμωγμένος, όπως αυτό το «και να έπαιρνες δύο χιλιάδες ευρώ, θα τα σπατάλαγες» που είχε πει κάποτε ο κ. Τσίπρας σε μια πυρόπληκτη γυναίκα στο Μάτι.
Και τα δισεκατομμύρια δεν είναι ακριβώς διχίλιαρα σε ανθρώπους που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται. Δεν στα χαρίζει κανένας, όπως αναγκαστικά μάθαμε την περασμένη δεκαετία. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, με τον οποίο συνεργάστηκε αρμονικά ο ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει ακόμα ότι το πρώτο εξάμηνο του 2015 κόστισε στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας (άρα και με όρους ανάπτυξης που χάθηκε) 100 δισ. ευρώ.
Κανένας δεν θα μάθει αν στο τέλος καταλήγεις όντως να βαριέσαι από την αγάπη του κόσμου όταν του μοιράζεις δισεκατομμύρια. Τα θέμα θα μπορούσε ίσως να απασχολήσει μια από τις επόμενες εκπομπές του κ. Παπαδάκη.