Ξημέρωμα 24ης Ιουλίου 2018, Μάτι. Πώς νιώθεις όταν από εσένα ξεκίνησαν όλα; | Nick Paleologos / SOOC
Απόψεις

Πώς κοιμάσαι τα βράδια;

Πώς κοιμάται άραγε τα βράδια ο -καταδικασθείς πλέον- άνθρωπος που άναψε τη σπίθα για την πυρκαγιά στο Μάτι; Που, με τον τρόπο του, πήρε στον λαιμό του εκατόν τόσους ανθρώπους; Εχει καταλάβει, άραγε, τι έχει κάνει; Τι ευθύνη φέρει; Η απολογία του έδειξε ότι όχι. Δεν ζήτησε συγγνώμη, δεν παραδέχτηκε καν τι έκανε
Μαρία Δεδούση

Στις 31 Ιανουαρίου 2024 ο 65χρονος Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος είχε δώσει στο δικαστήριο τη δική του εκδοχή για τα όσα συνέβησαν την ημέρα που άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως στο Μάτι. Η απολογία του δεν είχε πάρει διαστάσεις στον Τύπο, ουδείς ενδιαφερόταν για έναν παντελώς άσημο άνθρωπο, όταν δίπλα του δικαζόταν ένα ολόκληρο σύστημα και οι εκπρόσωποί του, ενώ η δίκη είχε πάρει και τη μορφή έντονης όσο και στρεβλής πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ο Αγγελόπουλος, εκείνο το απόγευμα του 2018, με καύσωνα και 9 μποφόρ, είχε προσπαθήσει να κάψει τα ξερόκλαδα στο κτήμα του στο Νταού Πεντέλης. Τα κατάφερε. Μαζί έκαψε και τη μισή Ανατολική Αττική. Και 105 ανθρώπους.

«Δεν έβαλα εγώ τη φωτιά. Δεν βάζω εγώ φωτιές, δεν είναι δική μου αμέλεια. Εχω ιερό όρκο! Είμαι 30 χρόνια εκεί πάνω και μου τη βάρεσε εκείνη τη μέρα να βάλω φωτιά; Να κάψω το σπίτι μου; Αν είναι δυνατόν!», είχε πει τότε ο Αγγελόπουλος, για τον οποίο το δικαστήριο αποφάνθηκε την περασμένη Δευτέρα ότι είναι ο άνθρωπος που ξεκίνησε τη φωτιά στον περίβολο του σπιτιού του. Οι έντονες διαμαρτυρίες του, ότι η φωτιά ήταν «φερτή» και ότι ο ίδιος κλαδεύει μεν τον Μάιο, αλλά τα «μαζεύει σε μια γωνία να έρθει μια και καλή να τα πάρει ο Δήμος», δεν έπεισαν και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης.

Οπως και όλοι οι άλλοι καταδικασθέντες, αφέθηκε ελεύθερος.

Είδα με έκπληξη στα social media ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε και τέτοιος κατηγορούμενος. Οτι δηλαδή κάποιος ξεκίνησε τη φωτιά, αποφασίζοντας να κάψει τα ξερόκλαδα μέσα στο καλοκαίρι. Δεν είχαν δώσει σημασία, ίσως επειδή για αυτούς δεν είχε και καμία σημασία από πού ξεκίνησε το κακό. Σημασία είχαν μόνο όσα συνέβησαν παρακάτω, διότι το κακό, όπως είπε και ο Αγγελόπουλος, θα μπορουσε να είναι «φερτό». Δεν ήταν, όμως.

Υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες Κωνσταντίνοι Αγγελόπουλοι γύρω μας. Είναι οι άνθρωποι που δεν συλλογίζονται τις συνέπειες των πράξεών τους ή, και αν τις συλλογίζονται, φευγαλέα, δεν τους αφορούν. Είναι οι άνθρωποι που επέμεναν να κυκλοφορούν χωρίς μάσκες παντού στην πανδημία, παίρνοντας ενδεχομένως κάμποσους στον λαιμό τους. Αυτοί που τρέχουν σαν παλαβοί στους δρόμους, που μπαίνουν στη ΛΕΑ, είναι οι «ΕΓΩ θα κάνω ό,τι γουστάρω», «ΕΜΕΝΑ δεν θα μου πει κανείς πότε θα κάψω τα ξερά μου», και τα λοιπά. Είναι οι ίδιοι που βγαίνουν στα κάγκελα όταν το κράτος-πατερούλης, του οποίου τις προτροπές/εντολές αγνοούν επιδεικτικά, αποτυγχάνει να τους προστατεύσει από τις συνέπειες των δικών τους πράξεων.

Στην Ελλάδα, όπως και πολλά άλλα πράγματα, έτσι και τα όρια μεταξύ της ατομικής, της συλλογικής και της κρατικής ευθύνης τα έχουμε κάνει μαντάρα. Δεν φταίμε. Το ίδιο το κράτος είναι ο πρώτος διδάξας, ως ανήλικο κακομαθημένο παιδί.

Είτε θα φταίει ο σταθμάρχης εξολοκλήρου είτε τα τρένα θα είναι, εν γνώσει των κυβερνώντων, για να μπάζα. Αποκλείεται να συμβαίνουν –σε αναλογία ευθύνης– και τα δύο. «Γιατί να φοράω μάσκα; Να μου φτιάξεις ΜΕΘ». «Οχι, δεν σου φτιάχνω ΜΕΘ, να βάλεις μάσκα». Αποκλείεται να πρέπει να γίνουν και τα δύο. Η ατομική και η κρατική ευθύνη συγκρούονται σε μια διαρκή μάχη δίχως αύριο, διότι από κανενός μας το μυαλό δεν περνάει ότι θα πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται. Ετσι μάθαμε, έτσι πορευόμαστε.

Καθένας μας κρύβει μέσα του έναν εν δυνάμει Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο. Και υπάρχουν στιγμές που αυτός μας κερδίζει. Σε πολύ λίγους από εμάς έχει γίνει αυτοματισμός το αίσθημα της ευθύνης. Από το να σβήσεις το τσιγάρο σου στο πεζοδρόμιο (ως καπνίστρια μιλάω), μέχρι το να αντισταθείς στον πειρασμό να μπεις στον λεωφορειόδρομο στην Κηφισίας. Μα, έχει κίνηση. Μα, δεν υπάρχουν τασάκια. Μα, ο Δήμος αργεί να έρθει να μου πάρει τα ξερόκλαδα. Μα, μα, μα…

Πώς κοιμάται άραγε τα βράδια, ο –καταδικασθείς πλέον– άνθρωπος που άναψε τη σπίθα; Που, με τον τρόπο του, πήρε στον λαιμό του εκατόν τόσους ανθρώπους; Εχει καταλάβει, άραγε, τι έχει κάνει; Τι ευθύνη φέρει; Η απολογία του έδειξε ότι όχι. Δεν ζήτησε συγγνώμη, δεν παραδέχτηκε καν τι έκανε. Η φωτιά ήταν «φερτή», επέμεινε ως το τέλος.

Την αλήθεια, βέβαια, την ξέρει μόνο ο ίδιος, όταν μένει μόνος του με τη συνείδησή του και τα φαντάσματά του. Ατιμο πράγμα η συνείδηση, ισόβιος δεσμοφύλακας. Αν έχεις, βέβαια.