Αν κάποιος θέλει να δει την πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εφαρμογή της, δεν έχει παρά να περάσει την κεντρική πύλη του κτιρίου της ΕΡΤ. Εκεί, στην είσοδο, θα δει το «μνημείο των πεσόντων της ΕΡΤ». Ενα μνημείο για τους εργαζόμενους που πέθαναν ανάμεσα στο «μαύρο» του 2013 και μέχρι η ΝΕΡΙΤ να ξαναγίνει ΕΡΤ. Το οποίο είχε εγκαινιαστεί επεισοδιακά το 2017, όταν η Ραχήλ Μακρή άρχισε να διαμαρτύρεται για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε πρόεδρος της ΕΡΤ, Τσακνής, της φώναξε «σκάσε, σκάσε».
Από την αρχή το μνημείο των πεσόντων είχε γίνει κόκκινο πανί για τους σκληρούς της ΝΔ. Περίμεναν ότι με το που γίνει κυβέρνηση η ΝΔ, θα το εξαφανίσει. Πέντε χρόνια αργότερα το μνημείο παραμένει στη θέση του ως δείγμα της πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος θεωρεί μεγαλύτερο πολιτικό έγκλημα μια αναίτια σύγκρουση που θα δημιουργήσει σύμβολα και ήρωες για τους αντιπάλους. Στην ΕΡΤ χρειαζόταν κάποιος που θα αντιλαμβανόταν την πολιτική και θα την έκανε πράξη.
Ο κάποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Ζούλας. Ο οποίος δεν κατεδάφισε το μνημείο της ΕΡΤ, δεν πρόβαλε την «Ελένη» του Γκατζογιάννη και δεν έβαλε ένα ντουέτο δημοσιογράφων να δίνουν την καθημερινή πολιτική γραμμή. Αλλά σουλούπωσε το πρόγραμμα και το κτίριο, έδωσε πράσινο φως για ελληνικά σίριαλ (τα οποία δεν έχω δει, αφού δεν βλέπω ελληνικά σίριαλ με πάνω από δύο ηθοποιούς, περιλαμβανομένης και της ψυχοκόρης με μουστάκι), δημιούργησε την ERTFLIX και ανέβασε τα νούμερα στις τηλεθεάσεις. Κυρίως, όμως, δεν προκάλεσε αντιπαραθέσεις σε μια περίοδο που η κυβέρνηση είχε σοβαρότερα πράγματα για να ασχοληθεί.
Ολα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν και στις 16 Σεπτεμβρίου η θητεία του Κωνσταντίνου Ζούλα τελειώνει και στην ΕΡΤ εκτός από πρόεδρο θα πρέπει να βρουν και διευθύνοντα σύμβουλο ή διευθύνουσα σύμβουλο, αφού η εξάμηνη θητεία της Κατερίνας Κασκανιώτη ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο. Ολα τα προηγούμενα με τους περιορισμούς του νόμου της Κεραμέως, που μπορεί για τους διοικητές των νοσοκομείων να είναι καλός, αλλά για την ΕΡΤ όχι.
Στον οποίο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου υποψήφιοι είναι η νυν διευθύνουσα σύμβουλος Κατερίνα Κασκανιώτη, αλλά και ο διευθυντής προγράμματος της ΕΡΤ Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου, ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης και άλλοι. Με τους υποψηφίους αργότερα να περνάνε προφορικά που θα βιντεοσκοπούνται και τον Παύλο Μαρινάκη να φοράει το γοβάκι στην πραγματική πριγκιποπούλα ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους που έφτασαν στα τελικά για να δούμε ποιος θα κάνει κουμάντο τα επόμενα πέντε χρόνια στην ΕΡΤ. Γιατί θα πρέπει να γίνεται όλη αυτή η διαδικασία αντί να διαλέγει το Μαξίμου τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο που θα διοικήσουν την ΕΡΤ, μπορεί να το πει μόνο αυτός που έμπλεξε τους διευθυντές της δημόσιας τηλεόρασης με τους διοικητές των νοσοκομείων.
Και επειδή είναι πολύ εύκολο ό,τι θετικό έγινε στη δημόσια τηλεόραση να αντικατασταθεί από το χάος, μερικά tips. Κάθε νέος πρόεδρος πρέπει να περάσει τα τεστ των συνδικαλιστών και της ΕΣΗΕΑ. Και οι δύο πρέπει να δείξουν ότι θα «διεκδικήσουν δυναμικά» τα συμφέροντα των μελών τους και ο πρόεδρος πρέπει να έχει την πείρα για να καταλάβει μέχρι ποιο σημείο μπορούν να «δείξουν πρόσωπο» στα μέλη τους και πού πρέπει να πατήσει πόδι. Και αν τα φιλιά στην Κρήτη και στη Μάνη πληρώνονται με στεφάνι, που λέει και το τραγούδι, τα λάθη στους χειρισμούς με την ΕΣΗΕΑ και την ΠΟΣΠΕΡΤ πληρώνονται με απεργίες και στάσεις εργασίας. Σε τέτοιους χειρισμούς ο Ζούλας, που γεννήθηκε στις εφημερίδες, ήταν «μανούλα». Το ίδιο είχε ισχύσει όταν πρόεδρος στην ΕΡΤ είχε γίνει ο Αγγελος Στάγκος, με μεγάλη προϋπηρεσία σε εφημερίδες.
Επίσης, όποιος αναλάβει τη γενική διεύθυνση θα αναλάβει και την ανανέωση του τεχνικού δυναμικού. Αντίθετα με το υλικό και τις υποδομές που έχουν βελτιωθεί και δεν έχουν σχέση με τους χώρους της δεκαετίας του ’10, που έμοιαζαν με ΔΟΥ, το ανθρώπινο δυναμικό δεν έχει ανανεωθεί.
Αυτά όμως είναι η τακτική. Η τακτική χωρίς στρατηγική δεν έχει νόημα. Για πέντε χρόνια στην ΕΡΤ στο ερώτημα evolution or revolution η επιλογή ήταν η εξέλιξη. Αν η ηγεσία της ΕΡΤ δεν μείνει ίδια ή η πολιτική του Μαξίμου στα δημόσια Μέσα δεν αλλάξει, η πολιτική της εξέλιξης πρέπει να συνεχιστεί. Διαφορετικά η κυβέρνηση μπορεί να αποκτήσει πρόβλημα από εκεί που δεν το περιμένει.