| CreativeProtagon/Intimenews
Απόψεις

Πώς ελέγχεις ποιους στέλνεις στην Ευρωβουλή;

Η Ευρωβουλή είναι κάτι ανάμεσα σε ένα χρυσό κλουβί ή ένα πολιτικό νεκροταφείο ελεφάντων, όπου μπορεί να παρκαριστεί ένας βετεράνος χωρίς να ενοχλείται και να ενοχλεί. Βάζοντας κάποιον στο ψηφοδέλτιο, τα κόμματα του δίνουν κάτι σαν ISO, αλλά η ευθύνη τους τελειώνει στο παρελθόν του υποψηφίου. Το τι μπορεί να κάνει στο μέλλον ούτε Θεός δεν μπορεί να εγγυηθεί
Αντώνης Πανούτσος

Από τη στιγμή που έγινε η καταγγελία στον Αλέξη Γεωργούλη για κακοποίηση και βιασμό, το προσδόκιμο επιβίωσής του στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μικρότερο από γαλοπούλας τα Χριστούγεννα. Ο Γεωργούλης δεν ανήκει στον στενό κύκλο του Αλέξη Τσίπρα, δεν έχει περπατήσει σε Γένοβες, και αμφιβάλλω αν ήξερε πού πέφτουν τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ πριν κατέβει για ευρωβουλευτής. Κατέβηκε υποψήφιος για την Ευρωβουλή με τον ΣΥΡΙΖΑ όταν δεν του έγινε πρόταση από τη ΝΔ.

Χρησιμοποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν όχημα και δεν αναγνωρίστηκε σαν κάτι περισσότερο από περιστασιακός επιβάτης. Ιδανική, δηλαδή, περίπτωση διαγραφής χωρίς να υπάρξει εσωτερικός αναβρασμός. Κάτι που φαίνεται και από τις μαρτυρίες «καλού χαρακτήρα» που είχε, που έρχονται από τον επαγγελματικό του χώρο.

Το πολιτικό θέμα που προκύπτει από την υπόθεση Γεωργούλη είναι των επιλογών των κομμάτων και της επιστροφής στις λίστες των υποψηφίων.

Αρχικά, κάποιες σκέψεις για την Ευρωβουλή. Μέχρι την οικονομική κρίση, η Ευρωβουλή δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο σήμερα. Η μείωση των μισθών στο ελληνικό Κοινοβούλιο, σε συνδυασμό με τους μισθούς των ευρωβουλευτών, που αρχίζουν από 9.000 ευρώ για να φτάσουν με όλα τα επιδόματα τις 19.000, κάνουν την Ευρωβουλή ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Οχι βέβαια πολιτικά, αφού η απουσία από την ελληνική καθημερινότητα στερεί την προβολή.

Ιδανικά, η Ευρωβουλή είναι κάτι ανάμεσα σε ένα χρυσό κλουβί ή ένα πολιτικό νεκροταφείο ελεφάντων που μπορεί να παρκαριστεί ένας βετεράνος πολιτικός χωρίς να ενοχλείται και να ενοχλεί. Ενας θεσμός που από τον καιρό της ιταλίδας πορνοστάρ Τσιτσιολίνα έχει δείξει πως αντέχει ό,τι τα κράτη μέλη της ΕΕ προαιρούνται να προσφέρουν.

Το ειδικό βάρος αυτών που πηγαίνουν στην Ευρωβουλή είναι μια άλλη ιστορία. Οχι μόνο από πολιτικό παρελθόν, αλλά από το πόσο νομίζουν ότι είναι απαραίτητη η παρουσία τους στο Ευρωκοινοβούλιο. Κλασικό το παράδειγμα του Θοδωρή Ζαγοράκη. Αφού τον Ιανουάριο του 2021 επανήλθε στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, από την οποία είχε διαγραφεί, του ζητήθηκε από την κυβέρνηση να αναλάβει την προεδρία της ΕΠΟ. Δείχνοντας έμπρακτα ότι ένας εκλεγμένος ευρωβουλευτής είναι σημαντικότερος στη θέση του προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας παρά στα έδρανα της Ευρωβουλής.

Τώρα, στο θέμα των υποψηφιοτήτων για την Ευρωβουλή, για την οποία ο Μάκης Βορίδης σωστά παρατήρησε ότι «Ποιος μπορεί σε ατομικό επίπεδο να κάνει εκστρατεία διεκδίκησης της ψήφου πανελλαδικά αν δεν έχει υψηλή επωνυμία;». Ισχύει, αλλά δεν αλλάζει κάτι στην πράξη. Ακόμα και αν υπάρξει λίστα, και αυτή δεν είναι για την όλη την επικράτεια αλλά υπάρξουν περιφέρειες για τους υποψηφίους με σταυρό η υψηλή αναγνωρισιμότητα, θα συνεχίσει να παίζει τον κυριότερο ρόλο. Επίσης, στην πολιτική το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Αυτός που δεν έχει ελπίδες σε μια μεγάλη περιφέρεια δεν πρόκειται να τρέξει για να βρει τους σταυρούς και τα σκόρπια ψηφοδέλτια.

Οι ευρωεκλογές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Μια σούπερ δημοσκόπηση που στέλνει μηνύματα στην κυβέρνηση. Για παράδειγμα, τον Μάιο του 2019 στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας η ΝΔ είχε πάρει 25,33% και ο ΣΥΡΙΖΑ 27,53%. Δύο μήνες αργότερα, παρά τη δυναμική του νικητή, η ΝΔ έπαιρνε 29,69% και ο ΣΥΡΙΖΑ 38,60%. Εχοντας ικανοποιήσει την ανάγκη τους να στείλουν ένα μήνυμα στην κυβέρνηση σε εκλογές που δεν ένιωθαν ότι θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ επέστρεφαν στο μαντρί.

Για το θέμα του ελέγχου των υποψηφιοτήτων. Βάζοντας κάποιον στο ψηφοδέλτιο τα κόμματα του δίνουν κάτι σαν ISO. Οτι ο υποψήφιος ελέγχθηκε και βρέθηκε επαρκής. Η ευθύνη τους όμως τελειώνει στο παρελθόν του υποψηφίου. Εάν υπήρχαν πράξεις που μπορούν να εκθέσουν το κόμμα. Πέραν τούτου, όχι κόμμα, αλλά ούτε Θεός δεν μπορεί να εγγυηθεί τι θα κάνει στο μέλλον.