Κοίτα λοιπόν τι θυμόμαστε εμείς οι παλιοί: Το 1991, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός, είχε αποτολμήσει ακριβώς το ίδιο πράγμα που κάνει τώρα ο γιος του. Είχε κηρύξει πόλεμο στις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις που οφείλονταν σε ατυχήματα από δίκυκλα, αλλά με άλλο concept απ’ το σημερινό. Δεν μείωσε τον ΦΠΑ (τότε ήταν μόλις 5 ετών φόρος) αλλά εξάγγειλε έναν Δρακόντειο νόμο εναντίον των πιτσιρικάδων που οδηγούσαν μηχανάκι χωρίς να φοράνε κράνος: Μόλις η τροχαία θα τους έπιανε ασκεπείς, το μηχανάκι θα κατάσχονταν δια παντός και με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο νόμος αυτός ποτέ δεν κατατέθηκε στην Βουλή καθώς επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και του είπαν ότι το μέτρο θα εξαγρίωνε μια κατά βάση αντιδεξιά, ανυπότακτη και οδικά ανεκπαίδευτη ελληνική νεολαία, δίχως να μειώσει τους θανάτους και τις αναπηρίες εξ αιτίας της οδήγησης δίχως κράνος. Με δυο λόγια, θα σώρευε πάνω στους ώμους της κυβέρνησης περισσότερη πολιτική ζημιά απ’ όσο καλό θα έκανε στην κοινωνία. Θυμάμαι πολύ καλά την ιστορία, καθώς νεαρός μακρυμάλλης μηχανόβιος ων, αρθρογράφησα εξοργισμένος σε έντυπο της εποχής, γράφοντας ότι «κανένας κερατάς δεν θα μου πάρει την μηχανή μου, με πρόσχημα την προστασία μου». Έτσι (χαζά) το βλέπαμε τότε.
Η σχέση του πατέρα Μητσοτάκη με τους μηχανόβιους και τους μηχανάκηδες ήταν ανέκαθεν καταστροφική. Λίγα χρόνια πριν την φαεινή ιδέα των κατασχέσεων, στις εκλογές του 1985 ως αρχηγός της ΝΔ, είχε εξαγγείλει «φθηνά αυτοκίνητα» μόλις έπαιρνε την εξουσία. Τότε είχε βγει αυθόρμητα το σύνθημα «καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη» (την πατρότητα του διεκδικεί και ο Ανδρέας Ρουμελιώτης μέσα από την τότε σελίδα του στην «Ελευθεροτυπία») που υιοθετήθηκε μαζικά από την πιτσιρικαρία που κυκλοφορούσε πάνω σε δύο ρόδες. Φωνάχτηκε πολύ στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, με τον Ανδρέα να σιγοντάρει απ’ το μπαλκόνι.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έχασε εκείνες τις εκλογές (όχι μόνο απ’ αυτό) και έκτοτε ουδέποτε αποκατέστησε τις σχέσεις του με την μηχανοκίνητη νεολαία. Τον κατέταξε στους de facto εχθρούς της. Ήταν πλέον εσαεί κάποιος που δεν τους καταλάβαινε κι έπαιρνε σταθερά το μέρος των αυτοκινητάδων που θεωρούν τους δρόμους ιδιοκτησία τους και δεν το ‘χουν σε τίποτα να εξαφανίσουν (περνώντας στην κυριολεξία από πάνω τους) την φυλή των μηχανάκηδων. Ίσως έφταιγε και το σουλούπι του πατέρα Μητσοτάκη. Ψηλός, άγαρμπος, πλούσιος, πάντα κουστουμαρισμένος και στιλιζαρισμένος, ήταν αδύνατο να τον φανταστεί κανείς πάνω σε μια μηχανή να κόβει βόλτες στην Αθήνα. Μόνο στο πίσω κάθισμα μιας λιμουζίνας ταίριαζε.
Τώρα ήρθε η σειρά του γιου του να κάνει τον πατερούλη στους μηχανόβιους. Με λάθος τρόπο νομίζω. Αυτά που τον άκουσα να λέει επί του θέματος, δεν αφήνουν αδιάφορα τα παιδιά που έχουν μηχανάκι και ικανοποιούν το κομμάτι της κοινωνίας που φρίττει βλέποντας γιους και εγγονούς να διαλύονται στην άσφαλτο. Ήταν δηλώσεις που απευθύνονταν σε πηγμένα μυαλά κι όχι σε άγουρα νιάτα. Ειδικά φράσεις όπως «δεν θα δεχθώ καμιά απόκλιση από την χρήση κράνους» και «δεν θα ανεχτούμε να θρηνούμε άλλους θανάτους από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις» καμπανίζουν στα αυτιά των παιδιών σαν τις παραινέσεις της μαμάς να πάρουν πουλόβερ φεύγοντας για Σαββατόβραδο. Δεν αποδίδουν αυτά, ούτε τα μπλόκα της τροχαίας φέρνουν αλλαγή νοοτροπίας, όπως δεν έφερε αποτέλεσμα προ τριακονταετίας η απειλή των κατασχέσεων.
Τα παιδιά στουκάρουν στις κολώνες δίχως να φοράνε το κράνος τους, όχι διότι δεν έχουν λεφτά να αγοράσουν ένα λόγω υψηλού ΦΠΑ. Ασφαλώς η μείωση του φόρου είναι καλό μέτρο, αλλά το βασικό πρόβλημα είναι ότι το κράνος αραχνιάζει στο σπίτι αχρησιμοποίητο. Ούτε τα παιδιά τρακάρουν και σκοτώνονται διότι είναι υπέρ των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων στις οποίες ο Κυριάκος κήρυξε πόλεμο. Στουκάρουν διότι θεωρούν μαγκιά να καβαλάνε το παπί και να τρέχουν με τα μαλλιά τους να ανεμίζουν ελεύθερα. Άρα κάποιου άλλου είδους πρωθυπουργική νουθεσία θα έφερνε ίσως αποτέλεσμα, αν υποθέσουμε ότι η πιτσιρικαρία θα αντιμετωπίσει ποτέ θετικά οποιονδήποτε Πρωθυπουργό προσπαθήσει να «ρυθμίσει» την σχέση της με το μηχανάκι της.
Άριστες οι προθέσεις του Κυριάκου αναμφιβόλως (όπως και του πατρός του κάποτε) πλην αναρωτιέμαι: Δεν έχει έναν ενδόμυχο φόβο μήπως ενεργοποιήσει αυτή την παλιά οικογενειακή κατάρα που διαπερνά την σχέση του Μητσοτακέικου με τις δύο ρόδες; Δεν φοβάται μην δει ξαφνικά και άνευ σοβαρού λόγου, όλους τους δικυκλιστές να τον θεωρούν εχθρό τους; Εξ ιστορικής αντανακλάσεως και σε συνδυασμό με την εντύπωση ότι εξαπολύεται πογκρόμ κατά των δικύκλων. Θα πείτε ότι ένας σοβαρός, τεχνοκράτης και φιλελεύθερος πρωθυπουργός ή έστω ένας απόφοιτος του Χάρβαρντ, δεν κάθεται ν’ ασχολείται με παλιά οικογενειακά φαντάσματα και κατάρες. Κακώς λέω εγώ. Στο κάτω-κάτω, μπορεί ο Πρωθυπουργός να κατάφερε να προτάσσεται το Κυριάκος όταν τον φωνάζουν, δεν έπαψε όμως ποτέ να λέγεται Μητσοτάκης…