Μητσοτάκης και Σιλιάνκοφσκα - τι θα γίνει τώρα με τη Συμφωνία των Πρεσπών; | REUTERS / INTIMENEWS /CreativeProtagon
Απόψεις

Προς νέο Μακεδονικό;

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανοικτή σύγκρουση με δύο εκ των τριών βορείων χωρών που συνορεύει, οι οποίες τυγχάνουν να συνδέονται ως προς την ευρωπαϊκή πορεία τους. Τι θα συμβεί άραγε αν, όπως το 2018, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αρχίζουν να πιέζουν την Αθήνα να αποσύρει τα αναχώματά της στον βωμό της διατήρησης των Δυτικών Βαλκανίων σε ευρωπαϊκή τροχιά;
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Hταν η Συμφωνία των Πρεσπών μια καλή συμφωνία; Με όρους εσωτερικής, α λα γκρέκα, πολιτικής σκηνής η απάντηση είναι όχι. Ως κίνηση υψηλής διπλωματίας, στην κινούμενη άμμο των Βαλκανίων, και καθώς έλυνε ένα χρονίζον, περισσότερο ταυτοτικό ζήτημα, η απάντηση είναι σαφώς θετική. «Θα μπορούσε να είναι καλύτερη», λένε πολλοί. Ή έστω ο εξ Ελλάδας συντάκτης θα έπρεπε να προσέξει περισσότερο ορισμένα σημεία, όπως το άρθρο 2 περί «μακεδονικής» ιθαγένειας ή το άρθρο 7 περί του όρου «μακεδονικός» ως προσδιορισμού της επικράτειας, της γλώσσας και του πληθυσμού. Μια συμφωνία, όμως, απαιτεί συμβιβασμούς, εκτός αν είναι προϊόν νικητήριου πολέμου. Πώς αλλιώς θα άλλαζε η ετερογενής χώρα στα βόρεια σύνορά μας το συνταγματικό όνομά της; 

Εως σήμερα, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς παραμένουν διαπρύσιοι υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης, μετριοπαθής εκ πολιτικής φύσεως σε αντίστοιχα ζητήματα, θα μπορούσε τότε να την είχε στηρίξει. Ευτυχώς για τον ίδιο, όμως, αντιλήφθηκε γρήγορα ότι πρωταρχικός στόχος του Τσίπρα δεν ήταν λύσει το «ονοματολογικό», αλλά να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία. Κι έτσι την απέρριψε, δεσμευόμενος όμως έκτοτε ότι αν κυρωθεί, τότε αποτελεί διεθνή συνθήκη, η οποία υπερβαίνει την εσωτερική έννομη τάξη, άρα αν εκλεγεί θα την εφαρμόσει. 

Εφάρμοσε τη Συμφωνία των Πρεσπών η Νέα Δημοκρατία; Οχι στο σύνολό της. Ο Μητσοτάκης προσπάθησε να το κάνει, έστω σε έναν βαθμό. Τα τρία εφαρμοστικά μνημόνια εισήλθαν εις διπλούν στο Κοινοβούλιο αλλά δεν έφτασαν ποτέ στην ολομέλεια της Βουλής. Αρχικά εξαιτίας ελλειμμάτων της ελληνικής πλευράς, στη συνέχεια διότι χτύπησε η λαίλαπα του κορονοϊού και πλέον πρόσφατα διότι η Αθήνα διαπίστωσε ότι η απερχόμενη κυβέρνηση του Κοβάσεφκσι δεν προχώρησε εγκαίρως στην αλλαγή του ονόματος της χώρας στα διαβατήρια των κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας. Ήταν άλλο ένα απότοκο της διαφθοράς του καθεστώτος. 

Κοινός παρονομαστής, όμως, και στις τρεις περιπτώσεις ήταν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ακόμα και αν είχε τις καλύτερες προθέσεις, δεν θα ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα σοβαρό κύμα αντίδρασης στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, με προεξάρχοντα έναν πρώην πρωθυπουργό. Το «Μακεδονικό» δεν μοιάζει σε τίποτα με την ισότητα στον γάμο. Όσο δε άρχιζαν να πλησιάζουν οι εκλογές στη γειτονική χώρα και το εθνικιστικό-λαϊκιστικό VMRO κάλπαζε προς την εξουσία, τόσο η κύρωση χωνόταν όλο και πιο βαθιά στις ελληνικές καλένδες. Κι ας φωνάζει όσο θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Για ορισμένους στη Νέα Δημοκρατία εξίσου δυνατή είναι και η φωνή του Βελόπουλου. 

«Η θέση της κυβέρνησης εξελίχθηκε στην πορεία, η όλη διαδικασία είχε μια δυναμική, και τώρα πλέον συναρτάται με την εφαρμογή της Συμφωνίας από την άλλη πλευρά», λέει στο protagon διπλωμάτης που έζησε από κοντά τις σχετικές συζητήσεις. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, η κυβέρνηση θα πρέπει και τώρα να τηρήσει στάση αναμονής. «Η μπάλα είναι στην άλλη πλευρά». Αρα, η Αθήνα πρέπει τώρα να τηρήσει στάση αναμονής.

Την περασμένη Κυριακή τα μάτια της ελληνικής διπλωματίας ήταν στραμμένα στη Βουλή της Βόρειας Μακεδονίας, όπου θα ορκιζόταν η νεοεκελεγείσα -με τη στήριξη του VMRO- πρόεδρος της χώρας. Η Σιλιάνοφσκα αγνόησε τη συνταγματική ορολογία και ορκίστηκε πρόεδρος της «Μακεδονίας». Έπειτα περιμέναμε την πρώτη δημόσια τοποθέτηση του εν αναμονή πρωθυπουργού Κρίστιαν Μίτσκοσκι. Καταγράφηκε την Παρασκευή, με τη χρήση δύο φράσεων: «Είμαστε για τους Μακεδόνες, είμαστε για τη Μακεδονία». Βάσει της Συμφωνίας το πρώτο μέρος της πρότασης είναι σύννομο. Το δεύτερο παραβιάζει τις Πρέσπες. 

Αν η επιλογή της Σιλιάνοφσκα κατακεραυνώθηκε μέσα σε λίγες ώρες, και κατόπιν πρωτοβουλίας της Αθήνας, από θεσμικούς της Ευρώπης, τους Αμερικανούς, το Βερολίνο και άλλους ως κατάφωρη παραβίαση της Συμφωνίας αλλά και του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας, δεν έγινε το ίδιο με τις πιο προσεκτικές αποστροφές του επερχόμενου πρωθυπουργού. Όπως αποτυπώνεται στο πρώτο δείγμα γραφής του, ο Μίτσκοσκι θα επιδιώξει κατά τη διάρκεια της θητείας του να κινηθεί στο όριο του πνεύματος και του γράμματος της Συμφωνίας. 

«Ο στόχος είναι να ακολουθήσει παρελκυστική πολιτική, η οποία θα επιφέρει ελαφρά καταστρατήγηση των Πρεσπών», λέει ο έμπειρος πρέσβης επί τιμή Δημήτρης Καραϊτίδης. «Με αυτόν τον τρόπο η νέα κυβέρνηση ποντάρει ότι σταδιακά η ονομασία θα ατονήσει στο εσωτερικό», προσθέτει. Ο Μίτσκοσκι, ο οποίος για μια σειρά από λόγους πρέπει να παίξει το εθνικιστικό χαρτί, δεν θα επιχειρήσει σε καμία περίπτωση να παρέμβει στην ονομασία της χώρας όσον αφορά επίσημους κρατικούς φορείς και άλλες αντίστοιχες οντότητες. Σαν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, με τη νεοπαγή εξουσία όμως να αποδεικνύει εξ αρχής ότι δεν διέπεται από οποιασδήποτε μορφής καλή πίστη- όπως αυτή που απαιτείται για να εφαρμοστεί μια δύσκολη συμφωνία. 

Πάντως, ανώτερες διπλωματικές πηγές υπογραμμίζουν στο protagon ότι αυτή τη στιγμή, μετά και τις διεθνείς αντιδράσεις κατά της Σιλιάνοφσκα και τις ξεκάθαρες προτροπές για τήρηση των συμφωνηθέντων «στη δύσκολη θέση βρίσκονται τα Σκόπια και όχι η Αθήνα». Επισήμως, δε, τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και ο υπουργός Εξωτερικών έχουν επανειλημμένως διαμηνύσει ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας εξαρτάται από την πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ρίχνουν, δηλαδή, εξαρχής στο τραπέζι τα βαριά χαρτιά τους, όντες σε μεγάλο βαθμό βέβαιοι ότι ο δρόμος της γειτονικής χώρας προς την Ένωση δεν φράζεται κυρίως από την Ελλάδα, αλλά από τη Βουλγαρία. Άρα δεν θα πρόκειται να χρεωθούν ακόμα μια καθυστέρηση της- όποιας- ευρωπαϊκής διεύρυνσης. 

Μοιάζει η Ελλάδα να ανοίγει πολλά μέτωπα —παραδόξως, ενώ έχει κλείσει προς ώρας αυτό με την Τουρκία, ξοδεύοντας αρκετό διπλωματικό κεφάλαιο. «Δεν φαίνεται άμεση προοπτική για να λυθεί αυτή η σύγκρουση, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω», μας λέει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και άριστος γνώστης των προβλέψεων της Συμφωνίας Άγγελος Συρίγος, παραπέμποντας στα αλλεπάλληλα μέτωπα που υπάρχουν ανοικτά μεταξύ τρίτων χωρών στην ευρύτερη περιοχή μας και όχι μόνο. Έτσι συμβαίνει, άλλωστε, σε περιόδους έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων. 

«Θα πρέπει να αντιδράσουμε με αυστηρότητα και να επαναλαμβάνουμε ανά τακτικά διαστήματα ότι ούτε τα πρωτόκολλα πρόκειται να κυρώσουμε, ούτε να επιτρέψουμε την πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ», επισημαίνει ο Καραϊτίδης. «Μπορεί να είναι κακό για την περιοχή, αλλά δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από τους Σκοπιανούς», προσθέτει διπλωμάτης που βρίσκεται κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.

Είναι, όμως, πράγματι έτσι; Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανοικτή σύγκρουση με δύο εκ των τριών βορείων χωρών που συνορεύει, οι οποίες τυγχάνουν να συνδέονται ως προς την ευρωπαϊκή πορεία τους. Τι θα συμβεί άραγε αν, όπως το 2018, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αρχίζουν να πιέζουν την Αθήνα να αποσύρει τα αναχώματά της στον βωμό της διατήρησης των Δυτικών Βαλκανίων σε ευρωπαϊκή τροχιά και η καταιγίδα κινηθεί ανεξέλεγκτη προς την Ελλάδα; Ακόμα και τίποτε εξ αυτών να μην συμβεί, το βέβαιο είναι ότι λίγο πριν αφήσουμε πίσω μας το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, και ενώ η Ελλάδα υποτίθεται ότι απέχει έτη φωτός από τους άμεσους γείτονές της, αναζητείται ακόμα η ελληνική, συνεκτική βαλκανική πολιτική.