Σε πρόσφατο άρθρο του (ένα άλλο φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη), ο Kωνσταντίνος Καραλής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της Ευρώπης ένεκα του ακροδεξιού λαϊκισμού. Ο Ενας, αυτός που επικοινωνεί χωρίς ενδιάμεσους και χωρίς φραγμούς με τον λαό, ο ηγέτης, χαϊδεύει αυτιά κατηγορώντας τους πάντες και τα πάντα, πέραν του ιδίου και του λαού, για τα όσα κακά συμβαίνουν, προκειμένου να έρθει στην εξουσία ή και, ει δυνατόν, να την καταλύσει ή να τη μεταλλάξει προς όφελός του.
Ουδείς σώφρων διαφωνεί. Τα έχουμε ζήσει. Ακόμα και σήμερα, εμείς οι πολίτες της Ευρώπης πληρώνουμε το μάρμαρο. Αρκεί να θυμηθούμε πρόσφατες ιστορικές μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη λαϊκίζουσα σοσιαλδημοκρατία, τις θεσμικές εκτροπές με αναθεώρηση βασικών νόμων, που περιληπτικά «ευθύνονται» για την καχεκτική και άτολμη εξωτερική πολιτική και άμυνα της Ευρώπης, την τεχνολογική υστέρηση που τρέφει το χρέος και τη στρεβλή δημοσιονομική κατάσταση πολλών οικονομιών εντός και εκτός της Ευρωζώνης, όσο και τη ρεβιζιονιστική ατζέντα ορισμένων ηγετών, εντός και εκτός συνόρων μας, που υποθηκεύει την ευημερία και την ειρήνη.
Το ανησυχητικό όμως είναι ότι ο λαϊκισμός βασίζεται στην υποβάθμιση της Παιδείας, που μας διδάσκει από τα λάθη των άλλων και του παρελθόντος, καθώς και να πορευόμαστε επιστημονικά με σκοπό να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον. Ολα αυτά φαίνονται δύσκολα και σύνθετα μπροστά στο «εδώ και τώρα αλλαγή», «εδώ και τώρα λύσεις».
Απογοητευτικό είναι, δε, ότι στην Ελλάδα, όπου επικαλούμαστε τους αρχαίους προγόνους για το αδιαφιλονίκητο κλέος τους και εκνευριζόμαστε όταν μας θίξουν τους «αγίους» προβάλλοντάς τους ως ανθρώπους, μηδείς εκ των «ηγετών» και των «ρητόρων» θυμάται ή θέλει να θυμηθεί πώς κατέληξε και κατελύθη η δημοκρατία των Κλασικών χρόνων. Η ιστορία, όπως την έγραψε ο Πλούταρχος, έρχεται προς επίρρωση των επιχειρημάτων του κ. Καραλή να μας δείξει πού θα καταλήξουμε αν δεν αποφασίσουμε να διορθώσουμε την πορεία, τόσο της Ευρώπης όσο και της Ελλάδας, στο μέτρο που αναλογεί στην κάθε μία οντότητα.
Στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ. κυριάρχησαν δημαγωγοί, ρήτορες και στρατηγοί. Οι ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης, προέτρεψαν στην πολυνομία, που γενικά δεν ευνοεί τους πολλούς αλλά τους λίγους και, κυρίως, δεν εμπεδώνει αίσθημα δικαίου και δικαιοσύνης στη κοινωνία. Οι στρατηγοί, όπως ο Λεωσθένης, αναλώθηκαν σε πολλές μικρές μάχες, που σκοπό είχαν να ανακτήσει η Αθήνα μέρος από το χαμένο κύρος της από την ήττα του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά εξήντλησαν τους δημοσιονομικούς πόρους και έχασαν τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή τη κατάκτηση της Ασίας, που είχε διαβλέψει η Μακεδονική ηγεσία με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο.
Στον αντίποδα, ο Φωκίωνας, υπόδειγμα πολιτικού ανδρός, πολέμησε όταν χρειάστηκε και κυρίως εργάστηκε για την ειρήνη, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον για την πόλη αν αυτή συνέπραττε και συνεργαζόταν με τους ισχυρότερους Μακεδόνες. Ο Φωκίων δεν παραμύθιαζε την Εκκλησία του Δήμου. Δεν υποσχόταν καλύτερες ημέρες, παρά μόνο blood, toil, tears and sweat για μια έντιμη ζωή με ελευθερία, όπως και ο Τσόρτσιλ όταν απευθύνθηκε στους Βρετανούς τις δύσκολες ώρες του Πολέμου. Ο Φωκίωνας ήταν πραγματιστής. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί ηγεμονία. Δεν υπήρχαν πια οι πόροι και η κοινωνία δεν είχε διάθεση για θυσίες, γιατί το ατομικό συμφέρον υπερίσχυε του συλλογικού. Η αναλογία με τη σημερινή εποχή είναι εμφανής.
Αρκεί όμως η αναλογία για να εξάγουμε συμπεράσματα; Ο Δημοσθένης κατηγορούσε τον Φωκίωνα ως ολιγαρχικό, δηλαδή αντίθετο προς το «δημοκρατικό αίσθημα και φρόνημα» των πολλών. Ο Φωκίων όμως έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά όταν οι Αθηναίοι, κατόπιν προτροπής των δημαγωγών, επετέθησαν και τελικά ηττήθησαν από τους Μακεδόνες, όταν πέθανε ο Αλέξανδρος. Ο Φωκίων διαπραγματεύτηκε μια έντιμη ειρήνη για τους πολλούς, εντός των ορίων του εφικτού, όταν οι ρήτορες και οι δημαγωγοί είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη. Συνεπώς, θα πρέπει να αναμένουμε μια καταστροφή και τη σωτηρία από αυτούς που σήμερα λοιδορούμε; Ισως, αν θυμηθούμε την πορεία του Τσόρτσιλ και άλλων ηγετών της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως του Ντε Γκολ.
Μανιχαϊστικά, ο απαίδευτος νους θα συμπεράνει ότι για να σωθούμε χρειαζόμαστε έναν συντηρητικό ηγέτη, έναν ηγέτη που δεν θα εκθέσει τον λαό στον κίνδυνο της αλλαγής των ειωθότων. Ετσι δικαιολογείται η πρόσφατη προτίμηση στην Ακρα Δεξιά, αφού η μεσσιανική Αριστερά έχει πτωχεύσει μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη συνεχιζόμενη υστέρηση των κοινωνιών και οικονομιών που τον βίωσαν, παρά την πάροδο των 30 ετών, αλλά και την κακή κυβερνητική εμπειρία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ομως το πρόβλημα δεν είναι αν ο ηγέτης είναι αριστερός ή δεξιός. Ο Τρότσκι έσωσε την επανάσταση των μπολσεβίκων αλλά δεν ήταν συντηρητικός, όπως ούτε ο Χο Τσι Μινχ και ο Τσου Εν Λάι. Καλά και κακά παραδείγματα ηγετών προσφέρουν όλοι οι πολιτικοί χώροι. Ομως όλοι οι ηγέτες που άφησαν θετικό αποτύπωμα στην κοινωνία και κυρίως στο κράτος που υπηρέτησαν, είχαν ένα κοινό: προέταξαν το κοινό καλό σε βάρος του ατομικού, και αυτό σημαίνει θυσίες, σκληρή δουλειά και περιορισμό της τρυφής.
Οι διάφοροι κήνσορες θα σχολιάσουν αρνητικά αυτήν την παρατήρηση και προτροπή, προβάλλοντας επιπόλαια επιχειρήματα περί «προτεσταντικής ηθικής», ενισχύοντας τους λαϊκιστές στην κολακεία του λαού. Ομως ο Φωκίων και οι όμοιοί του ήταν βαθιά δημοκράτες. Κανείς δεν μπορούσε να τους προσάψει χρηματισμό και ιδιοτέλεια και, κυρίως, το όραμά τους ήταν η επιστροφή στις δημοκρατικές ρίζες, του Σόλωνα εν προκειμένω, δηλαδή σε μια διακυβέρνηση που δεν αντίκειται της πραγματικότητας, δεν τάζει, αλλά διαχειρίζεται το σήμερα για ένα καλύτερο αύριο για το σύνολο. Αυτό δεν ακούγεται ευχάριστα στον κυρίαρχο λαό, αλλά και κανείς δεν επιλέγει να το εξηγήσει.
Αυτό είναι και το δράμα της Ευρώπης. Τα σχολεία, που έπρεπε να διαπαιδαγωγούν πολίτες, που ως κωπηλάτες εκλέγουν τον καλύτερο εξ αυτών για κυβερνήτη, όπως το διδάσκουν ο Θουκυδίδης και ο Σωκράτης, διαπλάθουν χαρακτήρες αδιάφορους για τα κοινά, που αφήνουν χώρο δράσης στους λαϊκιστές. Τα είπε και ο Ισοκράτης, τα είπε και ο Νίτσε, τα είπαν πολλοί ακόμα, αλλά δυστυχώς η Ευρώπη και η Ελλάδα κοιμούνται βαθιά, ονειρευόμενες καλύτερες ημέρες χωρίς κόπο, δάκρυ και αίμα.
Αλλα μας διδάσκει η παγκόσμια Ιστορία. Αρκεί να θυμηθούμε πώς μπλέξαμε σε δύο παγκόσμιους πολέμους: με αδράνεια, κατευνασμό, και παραμύθιασμα των μαζών για εύκολη νίκη και αιώνια δόξα. Ας διδαχτούμε από την Ιστορία μας, ας δεχτούμε ότι πρέπει να παλέψουμε για ένα καλύτερο αύριο (που δεν θα έρθει ποτέ αυτόματα) και ας συνειδητοποιήσουμε ότι το καλύτερο αύριο δεν είναι ζήτημα λαϊκίστικων υποσχέσεων, αλλά μπορεί να έρθει μόνο με τη δική μας προσπάθεια.
Ο Ορέστης Σχινάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών