Η απαγγελία κατηγοριών εναντίον του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, στη Νέα Υόρκη, για λογιστικές απάτες που σχετίζονται με χρήματα που καταβλήθηκαν στην ηθοποιό πορνογραφικών ταινιών Στόρμι Ντάνιελς για την εξαγορά της σιωπής της, ακολούθησε την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), πριν από δύο εβδομάδες, κατά του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για το έγκλημα πολέμου της απέλασης παιδιών από την Ουκρανία. Αυτές οι υποθέσεις αναδεικνύουν την αυξανόμενη και δυνητικά επικίνδυνη επικράτηση του νόμου στην πολιτική – εγχώρια και διεθνή.
Αμφότερα τα συμβάντα είναι πρωτοφανή. Το κατηγορητήριο εναντίον του Τραμπ είναι κάτι πρωτόγνωρο για έναν πρόεδρο, οποιονδήποτε πρόεδρο, νυν ή πρώην, στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρομοίως, τα διεθνή δικαστήρια έχουν εκδώσει ελάχιστα εντάλματα σύλληψης για αρχηγούς κρατών, και ποτέ για τον ηγέτη μιας μεγάλης δύναμης.
Αυτές οι νομικές ενέργειες θα δημιουργήσουν σημαντικά προηγούμενα και θα μπορούσαν να έχουν τεράστιες συνέπειες, ακόμα και αν καμία από τις δύο δεν καταλήξει σε ποινική καταδίκη. Το ερώτημα είναι αν τα προηγούμενα θα είναι ευχάριστα και αν οι συνέπειες θα είναι, συνολικά, θετικές.
Από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στόχος του διεθνούς ποινικού δικαίου ήταν η θεσμοθέτηση της νομικής ευθύνης για ενέργειες εν καιρώ πολέμου. Τα περισσότερα διεθνή ποινικά δικαστήρια βρίσκονταν υπό τον έλεγχο ή την επιρροή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να κινηθούν εναντίον των πέντε μονίμων μελών αυτού του οργάνου (της Κίνας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ). Αλλά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εκ σχεδιασμού δεν υπάγεται στον ΟΗΕ. Παρότι η Ρωσία δε συναίνεσε ποτέ στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, η Ουκρανία το έχει κάνει και το δικαστήριο κινείται σε αυτή τη βάση.
Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα του ΔΠΔ Καρίμ Καν, το ένταλμα σύλληψης διατηρεί την ελπίδα ότι ο Πούτιν θα «λογοδοτήσει» για τα εγκλήματά του κατά των παιδιών της Ουκρανίας και ίσως και για τα πολλά άλλα εγκλήματα που έχει διατάξει στην Ουκρανία. Επιπλέον, ακόμη και αν ο Πούτιν δεν καταλήξει ποτέ στο εδώλιο της Χάγης, το ένταλμα σύλληψης θα μπορούσε, σημειώνει το ΔΠΔ, «να συμβάλει στην αποτροπή της περαιτέρω διάπραξης εγκλημάτων» στην Ουκρανία.
Ο Χάρολντ Κοχ, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Γέιλ και πρώην νομικός σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υποστηρίζει ότι μπορεί επίσης να απονομιμοποιήσει, να απομονώσει και να αποδυναμώσει τον Πούτιν, μειώνοντας έτσι τη διαπραγματευτική ισχύ του.
Και όμως, όπως υποστηρίζει ο πρώην συνάδελφος του Κοχ στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Στίβεν Πόμπερ, το ένταλμα σύλληψης θα μπορούσε να έχει σοβαρές «αρνητικές συνέπειες». Ο Πόμπερ, νυν επικεφαλής πολιτικής στη ΜΚΟ International Crisis Group, ανησυχεί ότι η υπόθεση θα μπορούσε να καταστήσει τον Πούτιν ακόμη πιο επικίνδυνο και καταστροφικό, να παρεμποδίσει οποιαδήποτε μελλοντική ειρηνευτική διαδικασία και να αποτρέψει την πολυμερή συνεργασία με τη Ρωσία σε παράπλευρα ζητήματα, όπως η ανθρωπιστική βοήθεια στη Συρία και στο Αφγανιστάν.
Θα μπορούσε επίσης να πλήξει τη νομιμότητα του ίδιου του ΔΠΔ, ειδικά εάν το ένταλμα κατακερματίσει τη διεθνή υποστήριξη προς το Δικαστήριο ή αν οι χώρες αρνηθούν να εκπληρώσουν τη νομική τους υποχρέωση να συλλάβουν και να μετάγουν τον Πούτιν στη Χάγη, εφόσον τους δοθεί η ευκαιρία.
Ανάλογες αντισταθμίσεις υπονομεύουν τη δίωξη του Τραμπ. Ο Τραμπ αξίζει να φυλακιστεί εάν παραβίασε ποινικούς νόμους της Νέας Υόρκης. Το ότι είναι πρώην πρόεδρος είναι άσχετο. Και η καταδίκη ενός τόσο ισχυρού προσώπου θα αποτελούσε μια ξεχωριστή αναγνώριση του κράτους Δικαίου. Το κατηγορητήριο μπορεί επίσης να βλάψει πολιτικά τον Τραμπ, καταδεικνύοντας στους «οριακούς» ψηφοφόρους του την ελεεινότητά του και την ακαταλληλότητά του για το προεδρικό αξίωμα.
Θα μπορούσε, όμως, να φέρει και το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο φάκελος του εισαγγελέα της κομητείας της Νέας Υόρκης, Αλβιν Λ. Μπραγκ, θεωρείται ευρέως αδύναμος, μεταξύ άλλων και από έναν αξιοσέβαστο δικηγόρο που είχε ασχοληθεί ο ίδιος στο παρελθόν με την υπόθεση. Εξαιτίας αυτής της αδυναμίας και των διασυνδέσεων του Μπραγκ με το Δημοκρατικό Κόμμα, οι Ρεπουμπλικάνοι θα θεωρήσουν σε μεγάλο βαθμό το κατηγορητήριο ως πολιτικά υποκινούμενο.
Οι βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες του Μπραγκ και οι οργισμένες αντιδράσεις του Τραμπ είναι δύσκολο να αξιολογηθούν. Αλλά το επεισόδιο ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις πιο σοβαρές και αξιόπιστες έρευνες του ομοσπονδιακού ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ για τον Τραμπ. Ο Σμιθ έχει μια ισχυρή δικογραφία, ειδικά όσον αφορά τα κυβερνητικά έγγραφα που είχε στην κατοχή του ο Τραμπ –περιλαμβανομένων πολλών άκρως απορρήτων– στο σπίτι του στο Μαρ-α-Λάγκο.
Αλλά το αναμενόμενο κατηγορητήριο στην ομοσπονδιακή υπόθεση θα είναι αναγκαστικά αμφιλεγόμενο, επειδή θα προέρχεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Μπάιντεν, μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Μετά την απαγγελία κατηγοριών στη Νέα Υόρκη, οι προσπάθειες του Σμιθ θα αντιμετωπίσουν την πρόσθετη πρόκληση να θεωρηθούν μέρος μιας ευρύτερης εισαγγελικής επίθεσης.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι ανησυχίες για τις πρακτικές συνέπειες της δίωξης του Πούτιν και του Τραμπ είναι άσχετες. Αλλωστε, αμφότεροι έχουν διαπράξει αποτρόπαιες πράξεις και το κράτος Δικαίου απαιτεί να τιμωρηθούν. Fiat justitia, ruat caelum – ας αποδοθεί δικαιοσύνη, και ας πέσουν οι ουρανοί.
Αλλά αυτή είναι μια μη ρεαλιστική αντίληψη όσον αφορά τη λειτουργία του ποινικού δικαίου στην εγχώρια και διεθνή πολιτική. Εάν το ένταλμα σύλληψης του ΔΠΔ οδηγήσει σε περισσότερους θανάτους και ταλαιπωρία από ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά, το δικαστήριο και το ευρύτερο σχέδιο του διεθνούς ποινικού δικαίου θα απαξιωθούν. Ομοίως, εάν το κατηγορητήριο της Νέας Υόρκης ενισχύσει τον Τραμπ –και ειδικά εάν θεωρηθεί ότι πυροδοτεί εξελίξεις που οδηγούν στην επανεκλογή του ή σε αποσταθεροποιητικά αντίποινα στην πορεία–, θα γίνει αντιληπτό από πολλούς Αμερικανούς ως τραγικό λάθος.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από τώρα αν αυτά τα πράγματα θα συμβούν ή αν θα γίνουν αντιληπτά με αυτόν τον τρόπο. Αλλά εάν συμβούν, προφανώς δεν θα έχει αποδοθεί δικαιοσύνη.
* Ο Jack Goldsmith είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και ανώτερος συνεργάτης του Ιδρύματος Hoover. Το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από το Project Syndicate