Ο πρώτος και βασικός όρος επιβίωσης και επιτυχίας για έναν πολιτικό οργανισμό είναι να «διαβάσει» σωστά την κοινωνία μέσα στην οποία δραστηριοποιείται. Αν θέλει να την εκφράσει και τελικά να την κυβερνήσει, πρέπει πρώτα από όλα να την αντιληφθεί ως πραγματικά έχει, να την περιγράψει σωστά, να την κατανοήσει. Μη θαρρείτε πως είναι εύκολο, η πολυπλοκότητα μέσα στην οποία εγκακαταβιούμε ευνοεί τους κοινωνικούς αντικατοπτρισμούς και τα γιουρούσια εναντίον ανύπαρκτων ανεμόμυλων.
Ο Ανδρέας κάποτε διάβασε την κοινωνική ανάγκη για «αλλαγή», την καβάλησε και μεγαλούργησε. Ο Σημίτης διάβασε την κοινωνική απαίτηση για εκσυγχρονισμό, ο Κώστας Καραμανλής την ανάγκη για αλλαγή των δομών του κράτους. Ο Τσίπρας διάβασε την κοινωνική οργή και ο Μητσοτάκης αντιλήφθηκε τη βαθύτερη πίεση της μεσαίας τάξης και την πολιτική επιρροή της στην ελληνική κοινωνία. «Διάβασαν» σωστά την κοινωνία τους, πέτυχαν. Αλλο τι κατάφεραν εκ των υστέρων ως κυβερνήτες, για την ανηφοριά τους προς την πολυπόθητη εξουσία μιλάμε τώρα.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι έχοντας μπει σε εκλογική τροχιά, αναρωτιέμαι πόσο έχει διαβάσει την σημερινή ελληνική κοινωνία ο Αλέξης Τσίπρας, που παλεύει να ξαναπεράσει την εξώπορτα του Μαξίμου ως (πάλι) εκλεκτός του λαού. Ο Μητσοτάκης, διαθέτοντας την εξουσία και το κρατικό πορτοφόλι, χρειάζεται απλώς να φανεί ρεαλιστής. Ο Τσίπρας είναι αυτός που πρέπει να διακονήσει την ανάγκη της ανατροπής. Να βρει τον τρόπο να αναρριχηθεί. Αλλά σκαρφαλώνοντας πάνω σε ποια κοινωνικά κλαδιά; Αν δεν έχει διαβάσει σωστά τα δεδομένα, κινδυνεύει να πιάσει αέρα και να γκρεμοτσακιστεί.
Το ακούω από πολλούς Συριζαίους, σε σημείο να πιστεύω ότι τους έχει μοιραστεί σε non paper. Κατά την άποψή τους, η σημερινή ελληνική κοινωνία χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, υπάρχει μια τεράστια κοινωνική πλειοψηφία που πιέζεται αφόρητα από τις οικονομικές δυσκολίες, την ενεργειακή κρίση και την έλλειψη δημοκρατίας. Η μεγάλη αυτή πλειοψηφική μάζα βιώνει τα χειρότερα χρόνια της από το 1974, φλερτάρει με την πλήρη φτωχοποίηση, νιώθει την ανάσα του φασισμού στον σβέρκο της, αλλά δεν βγαίνει στους δρόμους για λόγους αξιοπρέπειας. Ναι, αυτό διατείνονται.
Υπάρχει μια δεύτερη μικρή πληθυσμιακή κατηγορία, μια ανώτερη τάξη που διακινεί αρκετό χρήμα, μένει αλώβητη από την κρίση και γεμίζει τους δρόμους με τα τζιπ της, τα μαγαζιά, τα εστιατόρια και τους τουριστικούς προορισμούς. Αυτή η μικρή τάξη δημιουργεί μια επιδανειακή ψευδαίσθηση ευμάρειας, την οποία μετατρέπουν σε δήθεν κοινωνική πραγματικότητα τα «πετσωμένα» μέσα ενημέρωσης. Και τέλος, υπάρχει μια κλειστή κάστα υπερπλουσίων που κυβερνά μέσω της οικογένειας Μητσοτάκη, κατακλέβοντας προς όφελός της τον πλούτο της χώρας και το εισόδημα της φτωχολογιάς.
Στη συνολικά δυστοπική εικόνα που έχουν φτιάξει, η παλιά μπούρδα του Γεωργίου Παπανδρέου «ευτυχούν οι αριθμοί, αλλά δυστυχούν οι άνθρωποι» βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της. Σβήνει μονοκοντυλιά, και δίχως περαιτέρω εξηγήσεις, μια ολόκληρη οικονομική πολιτική, κάθε παροχή, όλες τις επενδύσεις και κάθε βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτή την κοινωνία ασκεί πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτήν προσαρμόζει τα συνθήματά του, την επιχειρηματολογία του, τις λύσεις του. Σε αυτή την ελληνική κοινωνία αναζητά συμμάχους, για αυτήν την θέτει στόχους. Μιλώντας για αυτή την κοινωνία, πιστεύει ότι θα οδηγήσει την κοινωνική πλειοψηφία να αναγνωρίσει τον εαυτό της και να ακουμπήσει στον ώμο του Αλέξη για να περισωθεί από τα δεινά της. Αυτή είναι η «ανάγνωση» του Τσίπρα και με αυτήν πορεύεται. Δίχως διόλου να υποπτεύεται ότι ενδέχεται να πουλά μαγιό σε Εσκιμώους και γούνινα παλτά σε ιθαγενείς του Αμαζονίου.