«Πού ήσουν Άννα;» ρώτησε ακριβώς με τη χροιά φωνής και βλέμματος που θα ρωτούσε ο Γιάγκος Δράκος την Βίρνα στην Λάμψη. Εν προκειμένω ο Γερουλάνος την Διαμαντοπούλου. Μα πόσο γέλασα έτσι που τα συνδύασα στον μυαλό μου. Ωστόσο….Ξέρω, ξέρω. Ήταν ένα πολιτισμένο ντιμπέιτ. Οι δημοσιογράφοι όντως ήταν εξαιρετικοί στον ρόλο τους. Η είσοδος, επιτέλους, και της συνομιλίας μεταξύ των υποψηφίων αρχηγών του ΠΑΣΟΚ ήταν εξαιρετική και μακάρι να εξαπλωθεί και σε κάθε είδους ντιμπέιτ. Αντιθέτως οι τρεις ώρες ήταν κουραστικές και έπιασα πολλάκις τον εαυτό μου να ψιλοκοιμάται.
Αλλά όντως, να το επαναλαμβάνω, όλα κύλησαν πολιτισμένα. Πλην, έχω το κουσούρι, πολύ με ιντριγκάρει δηλαδή, να εντοπίζω το υπογείως δυσώδες σε πολιτισμένα περιβάλλοντα. «Πού ήσουν Άννα;». Ώπα! Να, αυτό αναδεικνύει το πλέον παθογενές ελληνικότατο.
Ήθελα να είμαι Άννα στη θέση της Άννας. Για τόσο δα. Όσο κρατάει η απάντηση στην ερώτηση και μόνο. «Πού ήμουν;». Να απορυθμίσουμε τα προνόμια των κομματοανθρώπων; Ένας αξιοπρεπέστατος μισθός για μια εργασία με ελεύθερο ωράριο, απολύτως φλου, απόδειξη ότι η Βουλή συνήθως είναι με άδεια έδρανα. Γραφείο δωρεάν και αρκετός αριθμός συνεργατών που αμείβονται από το κράτος. Φύλαξη 24ωρη. Οδηγός πάντα πρόθυμος με αυτοκίνητο και καύσιμα κερασμένα εκ του κράτους. Τιμολόγια διαφορετικά για κάθε υπηρεσία, από το ταχυδρομείο μέχρι το ρεύμα. Εισιτήρια δωρεάν.
Να συνεχίσω; Βεβαίως οφείλουμε να προσφέρουμε αξιοπρέπεια σε όσους εισέρχονται στην αρένα της πολιτικής. Οφείλουμε. Αλλά….Αλλά….Το βέβαιο είναι ότι, αυτές οι στρατιές κομματικών, εισερχόμενοι στην πολιτική εισέρχονται σε έναν κόσμο που κυρίως μιλάς, περιγράφεις και λοιδωρείς όλα αυτά που… Αυτή είναι η ιδιορρυθμία… Όλα αυτά που δεν ζεις, όλα αυτά που δεν πληρώνεις.
«Πού ήσουν Άννα;». Ήθελα να ήμουν Άννα για να απαντήσω, ότι αξιωνόμουν να ζω εκτός του κομματικού κουτιού και να παραμένω πολιτικό ον ουσίας, όπως πρέπει ο κάθε πολίτης. Μαχόμουν να κερδίσω μια θέση στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Δεν περιφερόμουν ασκόπως δήθεν «κρατώντας» το κόμμα. Δεν κρατιούνται τα κόμματα.
Θυμάμαι κάποτε σε μια συνεδρία με τον ψυχαναλυτή μου, όταν πριν χρόνια κοπίαζα στην ψυχανάλυση (ο πιο ωραίος κόπος) που μου είχε ψιθυρίσει τη φράση «Μετακόμιση τώρα». Πολύ πολύ βασάνισε το μυαλό μου. Τι διάολο με ωθούσε να κάνω; Κάποτε το βρήκα. Το να φύγεις από βολικά περιβάλλοντα είναι μεγάλη υπόθεση. Θέλει δύναμη, θάρρος πολύ το να ξεβολεύεσαι. Να ανοίγει η ματιά σου «χώρο». Να χωράς νέα πράγματα και ιδέες. Να κοπιάζεις αλλαγή αλλά και να μπορείς από την νέα απόσταση να κρίνεις αλλιώς τα προηγούμενά σου.
«Πού ήσουν Άννα;». Άκου ερώτηση… Εκεί, ρε φίλε, που δεν ήσουν εσύ. Εκεί που μακάρι να «έβγαιναν» κατά διαστήματα όλοι αυτοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη να απευθύνονται στον λαό ως εκ του λαού. Και ο κωμικός, πληθυντικός αριθμός ενός παιδαριώδους «Κάναμε την αυτοκριτική μας» να μεταστραφεί στον ενικό « Έκανα την αυτοκριτική μου». Εκεί που μετράει η γνώμη σου και σε καλούν αν και είσαι «εκτός». Εκεί που αν επανέλθεις φέρεις τα χιλιόμετρα που έκανες στον έξω κόσμο ως εμπειρία και γνώση.
Αυτές είναι διαδρομές ανθρώπων που αξίζει να αναλαμβάνουν. Αυτά, που λέτε, σκεφτόμουν αφού τελείωσε το ντιμπέιτ. Και εκείνο το σχεδόν θρασύ «Πού ήσουν Άννα;» μου είχε κολλήσει ως τσίχλα. Ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι πολιτικός.
ΥΓ. Το κείμενο αφιερώνεται σε κάθε «Άννα», σε κάθε εργασιακό περιβάλλον. Φτάνει πια με τη ρίψη ύπουλων «ενοχών». Αλλά και γυναικών που δρούν αμήχανα απέναντι σε αυτές.