Τα «Φιλαράκια» πάντα έβρισκαν χρόνο για έναν καφέ στο «Central Perk» και όπως δείχνει το ποστ της Ανιστον, το ίδιο κάνουν και σήμερα πίσω από τις κάμερες | Bright/Kauffman/Crane Productions/Instagram/CreativeProtagon
Απόψεις

«Πότε θα πιούμε, επιτέλους, εκείνον τον καφέ»;

Πιο εύκολο είναι για την Τζένιφερ Ανιστον να επανενώσει τα «Φιλαράκια» (η σχετική φωτογραφία του reunion στο Instagram μάζεψε προ ημερών 1 εκατομμύριο like μέσα σε μία ώρα), από το να συναντήσει ο μέσος Ελληνας τα δικά του
Λένα Παπαδημητρίου

Το να βρεις σήμερα χρόνο να συναντήσεις έναν φίλο (αν δεν είσαι 0-25 χρονών) ενέχει περίπλοκα logistics. α) Πότε να βρεθούμε (μετά τη δουλειά είμαι πτώμα, ο μικρός έχει μπάσκετ τις Τρίτες, είναι το μόνο πρωινό που έχω να πάω σουπερμάρκετ/οδοντίατρο/ πιλάτες/ΚΤΕΟ, θέλω να πάω να δω και λίγο τους γονείς μου, την Τετάρτη που έρχεται η γιαγιά/νταντά, ξέρεις, πάμε επιτέλους ένα σινεμά οι δυό μας με τον Κώστα, Σαββατοκύριακο έχω φουλ δουλειά, οπότε άστο κοκ). β) Πού θα βρεθούμε (στο κέντρο καλύτερα, γιατί αμέσως μετά έχω ραντεβού με τον μηχανικό για το κτηματολόγιο· κάπου στη μέση, μήπως μπορέσει να πεταχτεί και η Τέτα· έλα, ρε, μια φορά στο γήπεδο, μήπως ρίξουμε και κανένα σουτάκι κοκ). γ) Υπό ποιες συνθήκες θα βρεθούμε (αργά το βράδυ καθημερινής και ενώ οι μασέλες κροταλίζουν από τα χασμουρητά ή το άγχος, με το μωρό να ουρλιάζει στον μάρσιππο, σε μια κηδεία κοκ).

Τα logistics είναι τέτοια σπαζοκεφαλιά που οι ολιγομελείς ομάδες φίλων στο What’s Up θεωρούνται πια passé. Σύμφωνα με το αμερικανικό «Atlantic», ακόμα και το Google Calendar επιστρατεύεται πλέον, για να τσεκάρεις πότε το πρόγραμμά σου συμπίπτει με εκείνο του φίλου (ή των φίλων) που θέλεις να δεις. «Τι λες για τις 20 Ιανουαρίου του 2020;»

Ας το πάρουμε απόφαση. Οι φίλοι είναι σήμερα το πλέον ακριβοθώρητο είδος. Είναι η σχέση που θυσιάζεται πρώτη και καλύτερη στoν Μολώχ μιας ατέρμονηs busyiness (υπεραπασχόλησης). Είναι η πρώτη σχέση που αφήνεις να διαρραγεί, να διαλυθεί και –το χειρότερο όλων– να ατροφήσει. Οπως μου έλεγε μια ειδικός, αυτός είναι ένας βασικός λόγος που καταφεύγουμε ομαδηδόν τα τελευταία χρόνια στα ψυχοφάρμακα και στους ψυχιάτρους. «Παλιά, απλά συζητούσες με έναν φίλο». Πρόσφατη νέα έρευνα στην επιθεώρηση «Plos One» καταδεικνύει ότι η δύναμη της κοινωνικής ζωής σου είναι πολύ πιο ακριβής δείκτης πρόβλεψης των επιπέδων στρες και ευτυχίας από την άσκηση, την καρδιά και τον ύπνο σου.

Η φιλία δεν έχει πλέον ζωτικό χώρο να ανθίσει, να θεριέψει. Σε αυτό έχει, φυσικά, συμβάλει η ρευστότητα της επαγγελματικής ζωής (που δεν έχει πλέον ωράρια και όρια). Η καραμέλα της «κρίσης» (που μας έμαθε να καθόμαστε μέσα, υποτίθεται, για να μην ξοδέψουμε, στην πραγματικότητα για να «καούμε» στα σόσιαλ ή στο Netflix). Και (μετά τα 25-30) η έλλειψη «αυτοδιάθεσης» (γιατί, προφανώς, δεν μπορείς πλέον π. χ. να ακούς μία ώρα τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός ψυχορραγούντος love story, όταν «πήζεις» στο γραφείο ή έχεις να πας τη μητέρα σου στο γιατρό).

Εξυπακούεται ότι κάποιες δημογραφικές ομάδες είναι πιο επιρρεπείς στο να παραγκωνίσουν τα «φιλαράκια». Οι παντρεμένοι με παιδιά πχ είναι πολύ πιο εσωστρεφείς και συχνά εγκαταλείπονται στο ναρκισσιστικό κουκούλι τους (που ενίοτε καταλήγει να τους καταβροχθίζει). Πολύ πιο ανοιχτοί είναι, αντιθέτως, οι σινγκλ. Ενδεχομένως γιατί έχουν περισσότερες ευκαιρίες για υπαρξιακές εξομολογήσεις και late night drinks, ενδεχομένως γιατί στo δικό τους αξιακό σύστημα οι φίλοι δεν εκθρονίστηκαν ποτέ. «Μόνο η επένδυση στους φίλους μου έχει αποδώσει» έλεγε τις προάλλες, πικρά αλλά και κάπως θριαμβευτικά, ένας διαζευγμένος φίλος. Επίσης, κάποιοι που έχουν μεγαλώσει στην επαρχία, μπορούν πιο εύκολα να εκμηδενίσουν αποστάσεις. «Οταν ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, μπορώ πάντα να χτυπήσω απροειδοποίητα το κουδούνι στο σπίτι των κολλητών μου» μου έλεγε μια 37χρονη γνωστή.

«Με τους φίλους είμαι ο εαυτός μου» μου συνόψισε προ ημερών ένας 76χρονος επιχειρηματίας. Ισως τελικά η απομάκρυνση από τους φίλους  –αυτή η μαλθακότητα, η αναβλητικότητα, ενίοτε και η βαρεμάρα να σηκώσεις το τηλέφωνο και να κανονίσεις, επιτέλους, μια συνάντηση– να είναι ένας ακόμα τρόπος να απομακρυνθείς από τον εαυτό σου. Πρωτίστως, γιατί οι φίλοι είναι η διαχρονική σύνδεση με κομμάτια του, από τα οποία έχεις αποκοπεί. Κομμάτια του παλιού εαυτού σου (προσωπικώς έχω φίλες που μου καταθέτουν ατόφια θραύσματα του βίου μου που έχω λησμονήσει πχ από τα παιδικά χρόνια ή από το πανεπιστήμιο).

Αλλά και κομμάτια του μελλοντικού εαυτού σου. Διότι, όπως γράφει ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πρίνστον Αλέξανδρος Νεχαμάς στο βιβλίο του «Περί φιλίας» (πρόσφατα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), όταν αποφασίζω να γίνω φίλος με κάποιον, υποτάσσω τον εαυτό μου σε αυτόν, «είμαι διατεθειμένος να επιθυμήσω νέα πράγματα, να αποκτήσω νέες επιθυμίες, ίσως ακόμα και να υιοθετήσω νέες αξίες ως αποτέλεσμα της σχέσης μας». Κάθε φιλία είναι, υπό αυτή την έννοια, ένας άλλος, ανολοκλήρωτος και ανεξερεύνητος μελλοντικός εαυτός.

Το να καταφέρεις να πιεις έναν καφέ με έναν φίλο στην Ελλάδα του 2019 είναι, όντως, σκέτη σπαζοκεφαλιά. Φτάνει που –ακόμα τουλάχιστον– όλα τα εμπόδια δείχνουν να υπερβαίνονται, όταν συντρέξει λόγος. Προχθές λαθράκουγα μια παρέα γυναικών γύρω στα 40 σε ένα υπαίθριο καφέ: «Είσαι στα καλά σου; Φυσικά και θα πάρω άδεια από τη δουλειά για είμαι κοντά σου, πριν μπεις στο χειρουργείο. Σταμάτα τη γκρίνια! Τι φίλες είμαστε; Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έρθω!». Μάλλον, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν, παλιοί, διαχρονικοί και μελλοντικοί εαυτοί συνενώνονται και τα logistics πάνε περίπατο.