Οσοι πέρασαν από την Πανόρμου την 25η Οκτωβρίου θα απόρησαν με την κίνηση. Ο δρόμος είχε ανά διαστήματα απίστευτες καθυστερήσεις και τον μπλόκαρε μια ουρά ανθρώπων που περίμεναν έξω από γνωστή αλυσίδα σπαγγετερίας, γιατί εκείνη τη μέρα το κατάστημα έδινε δωρεάν μια μερίδα μακαρόνια, λόγω Παγκόσμιας Ημέρας Ζυμαρικών.
Παρόμοια κατάσταση δημιουργήθηκε και σε άλλες περιοχές. Τα δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν απαθανάτιζαν ατελείωτες ουρές και μιλούσαν για αναμονή πολλών κυβικών υπομονής. Ολα για τα μακαρόνια που έγραφαν επάνω τους «τζάμπα», φυσικά.
Προτού αρχίσουμε να μιλάμε για πείνα, κρίση και ακρίβεια, που είναι μια πραγματικότητα η οποία αφορά τους περισσότερους από εμάς, να πούμε ότι ο κοσμάκης που έβγαλε κάλους στα πόδια για να αποκτήσει μια μερίδα ζυμαρικών χωρίς να ανοίξει το πορτοφόλι του, δεν φαινόταν να το έχει και τόση ανάγκη. Οχι ότι δεν θα υπήρχαν ανάμεσά τους και άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι, άνθρωποι που ο μισθός ή η σύνταξη τους δεν αρκούν ούτε γι’ αυτό, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μισοί τουλάχιστον από τους αναμένοντες στις ουρές της υπομονής, μετά θα κατευθύνονταν στα μπαράκια για να πιούνε ποτά και κοκτέιλ ή θα διέθεταν χρήματα για κάτι άλλο.
Μα, μακαρόνια είναι, σκέφτεσαι, το πιο φθηνό φαγητό του κόσμου. Παίρνεις ένα πακέτο και φτιάχνεις μια κατσαρόλα. Αξίζει να πεθάνεις στην ορθοστασία και στο περίμενε για ένα τόσο ταπεινό φαΐ και μετά να πας να σκάσεις 15 ευρώ για να πιεις ένα ποτό; Είσαι αυτό που λέει η παροιμία, ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι. Και δεν είσαι μόνο εσύ, είναι πολλοί έτσι στη Δυτική κοινωνία, όπου η αφθονία από τη μια και η ανέχεια από την άλλη πλευρά του νομίσματος δημιουργούν σουρεαλιστικές παρενέργειες στον ψυχισμό και στις συμπεριφορές μας.
Ψευτοκακομοιριά το ονόμασε ένας φίλος, και μάλλον έχει δίκιο. Εχουμε αναπτύξει ένα είδος μετα-κατοχικού συνδρόμου ως κοινωνία, το οποίο αναζωπυρώνεται αψυχολόγητα και για πράγματα ανόητα. Από τη μια καταναλώνουμε τυφλά και άκριτα, δίνοντας τα τελευταία ευρώ μας για να αποκτήσουμε κάτι που πολλές φορές δεν χρειαζόμαστε καν, αλλά μπορεί να ξεφτιλίσουμε την αξιοπρέπειά μας για κάτι μηδαμινό, αρκεί να μην το πληρώσουμε. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα πιάτο μακαρόνια. Ή για οτιδήποτε άλλο μας προσφέρεται τζάμπα, ανεξαρτήτως αν το έχουμε ή όχι ανάγκη.
Περπατώντας πριν χρόνια στην Τσιμισκή, στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκα μπροστά σε μια ατέλειωτη ουρά από γυναίκες που ξεροστάλιαζαν έξω από ένα κατάστημα καλλυντικών. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησα, ως εκ φύσεως περίεργη. «Δίνουν δωρεάν ένα κραγιόν!», μου απάντησαν με ενθουσιασμό δυο κοπελίτσες που είχαν μόλις πάρει θέση στο τέλος της γραμμής. Θα έκαναν τουλάχιστον μία ώρα για να φτάσουν στον πολυπόθητο στόχο, ένα καλλυντικό προϊόν το οποίο δεν θα έκανε πάνω από τέσσερα-πέντε ευρώ και το οποίο, σίγουρα, δεν θα έλειπε από το νεσεσέρ τους. Αντιθέτως, αν το άνοιγες, το πιθανότερο είναι ότι θα έβρισκες μια ντουζίνα παρόμοια κραγιόν εκεί μέσα. Αλλά θα υπέμεναν στωικά την αναμονή, για να βάλουν μέσα ακόμα ένα. Γιατί το καταναλωτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και μεγαλώνουν, τις κάνει αχόρταγες.
Κοντοστάθηκα εξίσου αχόρταγη κι εγώ δίπλα τους, πολεμώντας μέσα μου την ανόητη ανάγκη να βρεθεί στα χέρια μου το δωρεάν λάφυρο. Αλλά τότε, ένας υπάλληλος του καταστήματος βγήκε στην πόρτα και φώναξε στην ομήγυρη: «τέλος τα κραγιόν». Η μια κοπέλα στραβομουτσούνιασε και είπε στην φίλη της ότι έπρεπε να έρθουν νωρίτερα και φταίει εκείνη που δοκίμαζε μία ώρα φορέματα σε άλλο κατάστημα.
Τα δύο κορίτσια άρχισαν να μαλώνουν για την καθυστερημένη προσέλευση στην ουρά ενός αχρείαστου δωρεάν κραγιόν, μπροστά από έναν άστεγο που της κοιτούσε σαστισμένος, κι εγώ απομακρύνθηκα μουντζώνοντας νοητά τον εαυτό μου που μπαίνει σε τέτοιους, γελοίους πειρασμούς και πέρασα απέναντι για να πάω στον προορισμό μου. Ένα εστιατόριο, στο οποίο θα δίναμε τουλάχιστον ένα πενηντάρι το άτομο.