Περίπου δύο χρόνια μετά την άτυπη έναρξη της διαδικασίας σύγκλισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η συνάντηση του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Χακάν Φιντάν δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως το πλέον απαιτητικό, αλλά και καθοριστικό τεστ για την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Σύμφωνα με τις εκατέρωθεν δηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων, αλλά και με βάση την εντολή που έχουν λάβει από τους ηγέτες των δύο χωρών, οι υπουργοί Εξωτερικών θα διερευνήσουν το ενδεχόμενο ύπαρξης κοινού πλαισίου προκειμένου να ξεκινήσει επί της ουσίας ο διάλογος για τη διευθέτηση της μιας –όπως τουλάχιστον την ερμηνεύει η Αθήνα– νομικής διαφοράς με την Τουρκία. Δηλαδή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Υπάρχει, άραγε, προοπτική να προχωρήσει η συζήτηση με την Αγκυρα; Οσον αφορά το επιτελείο του Πρωθυπουργού και την ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, καταγράφεται πράγματι η πολιτική βούληση, άρα και η διάθεση για τους απαραίτητους συμβιβασμούς –χωρίς υποχωρήσεις από αυτές που αποκαλούνται «κόκκινες γραμμές»– προκειμένου να συμφωνηθούν τα όρια των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το πρόβλημα, όμως, βρίσκεται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Διότι έως σήμερα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη είτε να περιορίσει τη διαπραγματευτική ατζέντα της στη μία διαφορά είτε, ακόμα και αν το κάνει, να αποσύρει την εν γένει αναθεωρητική προσέγγισή της που καθορίζει τις θέσεις της περί των θαλασσίων ζωνών.
Ανώτερες διπλωματικές πηγές, με ιδιαίτερη πείρα επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και ειδική γνώση όσων καταγράφονταν στις διερευνητικές επαφές μεταξύ των τεχνικών ομάδων, λένε στο Protagon ότι «μπορεί ο Φιντάν να έρθει με χαμόγελο στην Αθήνα, δεν πρόκειται όμως να κομίσει κάτι διαφορετικό από όλα όσα γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες».
Πράγματι, αν κρίνει κανείς από το τελευταίο δείγμα γραφής των Τούρκων στο Αιγαίο, δηλαδή την αντι-navtex του περασμένου Σαββάτου σύμφωνα με την οποία περιοχή μεταξύ Ρόδου και Καρπάθου, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, αποτελεί τμήμα της τουρκικής υφαλοκρηπίδας που «μένει να οριοθετηθεί κατόπιν συμφωνίας των παράκτιων κρατών», αλλά και ανήκει στη δικαιοδοσία των τουρκικών αρχών όσων αφορά την έκδοση αδειών για έρευνες κ.λπ., τότε αντιλαμβάνεται ότι τα περιθώρια σύγκλισης είναι σχεδόν μηδαμινά.
Δεν είναι, όμως, μόνο το τελευταίο περιστατικό που προβληματίζει την Αθήνα, σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και δημόσιου διαλόγου. Κάθε φορά που τους τελευταίους μήνες ένα ζήτημα αιχμής ερχόταν στην επιφάνεια, μαζί του αναδύονταν και οι δομικές διαφορές, εξαιτίας κυρίως της τουρκικής αδιαλλαξίας.
Αυτό έγινε στο περιστατικό της Κάσου τον περασμένο Ιούλιο, το ίδιο με την επέτειο των 50 ετών από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αντιστοίχως τώρα με την ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών στο βόρειο Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, αλλά και νωρίτερα με τα θαλάσσια πάρκα. Πώς θα μπορούσε να βρει κανείς κοινό έδαφος με την Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας γίνεται μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών, άρα αγνοεί τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών και κατ’ επέκταση μια από τις βασικές προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας;
Αυτά και κυρίως τους στόχους με τους οποίους φθάνει στην ελληνική πρωτεύουσα φρόντισε να υπενθυμίσει ο Χακάν Φιντάν με συνέντευξή του στα «Νέα». «Εάν δεν καταλήξουμε σε ολοκληρωμένες λύσεις ως αποτέλεσμα ουσιαστικού διαλόγου, θα προσφύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη σε μια ολιστική προσέγγιση. Αλλά για να συμβεί αυτό είναι απαραίτητο να αρθούν οι επιφυλάξεις και τα εμπόδια και κυρίως να απαλλαγούμε από αβάσιμους φόβους», λέει χαρακτηριστικά υπενθυμίζοντας ότι η τουρκική ατζέντα είναι πλήρης. Και κυρίως ότι η Αγκυρα συζητά μόνο εφ’ όλης της ύλης: Όλα στο τραπέζι, σύμφωνα με την παλιά οθωμανική πρακτική.
Αν αναδεικνύουν κάτι στην Αθήνα, αυτό είναι η ύπαρξη και η ανάγκη διατήρησης ανοικτών των διαύλων επικοινωνίας, στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο. Οπως λέει και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών είναι ακριβώς αυτοί οι δίαυλοι που βοήθησαν στην αποκλιμάκωση ή τουλάχιστον δεν επέτρεψαν την περαιτέρω κλιμάκωση που ενδεχομένως να οδηγούσε σε επικίνδυνα αδιέξοδα.
Δύσκολα θα βρει κανείς κάποιον να διαφωνεί με τα παραπάνω, απλώς είναι σχεδόν κοινή παραδοχή ότι αν κάτι συμβάλλει περισσότερο στην αποκλιμάκωση, εκτός από την επικοινωνία, αυτή είναι η διάθεση συμβιβασμού επί του πεδίου, αλλά και της εκάστοτε διαδικασίας, όπως αυτή που επέδειξε η Αθήνα για παράδειγμα στην Κάσο.
Λίγοι επίσης θα διαφωνήσουν, τουλάχιστον με ισχυρά επιχειρήματα, με την αναγκαιότητα του ίδιου του διαλόγου, ανεξαρτήτως αν αυτός έχει υπερεκτιμηθεί ως προς τα πιθανά αποτελέσματά του. Το ερώτημα, όμως, που πλανάται τελευταία πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα είναι διττό: Υπάρχει σενάριο- έκπληξη με βάση το οποίο θα μπορούσε να προχωρήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος στο επόμενο στάδιο;
Τι θα γίνει αν Γεραπετρίτης – Φιντάν επιβεβαιώσουν το μεσημέρι της Παρασκευής 8 Νοεμβρίου ότι τα πράγματα δεν πάνε παρακάτω;
Οσον αφορά το πρώτο, μια σχετικά εύλογη υπόθεση, που αποτυπώθηκε και στην αρθρογραφία των περασμένων ημερών, είναι η αποσύνδεση του ζητήματος της οριοθέτησης από τα υπόλοιπα θέματα που κουβαλούν οι Τούρκοι στην ατζέντα. Να βρεθεί δηλαδή η χρυσή τομή στις θαλάσσιες ζώνες, είτε διμερώς είτε διά προσφυγής στη Χάγη, και τα άλλα να παραπεμφθούν προς συζήτηση στον πολιτικό διάλογο.
Πού είναι οι δυσκολίες; Πρώτον, η διαδικασία θα πρέπει να ξεκινήσει από τα χωρικά ύδατα, όπου η μεν Ελλάδα δεν θα φτάσει παντού στα 12 ναυτικά μίλια, η δε Τουρκία θα πρέπει να πάρει πίσω το casus belli. Δεύτερον, και ίσως πλέον χαρακτηριστικό, είναι αυτό που υπενθυμίζει η διπλωματική πηγή μας: «Οι Τούρκοι δεν πρόκειται να δεχθούν αποκόλληση. Είναι σε θέση ισχύος. “Εγώ θα επιβάλω τη συζήτηση”. Αυτό είναι το σκεπτικό τους. Και στο κάτω-κάτω γιατί να περιορίσουν την ατζέντα σε ένα θέμα, στο οποίο μάλιστα θεωρούν ότι θα βγουν χαμένοι, αν κανείς φυσικά αναλογιστεί τον μαξιμαλισμό τους».
Οσον αφορά την απεμπλοκή σε περίπτωση αδιεξόδου, αυτή ίσως είναι ακόμα δυσκολότερη από τον ίδιο το διάλογο, καθώς θα πρέπει να γίνει με τρόπο βελούδινο, ώστε να μην εκτραχυνθούν τα πράγματα. «Εκτός αυτού θα πρέπει να δούμε πώς ακριβώς θα παρουσιαστεί η κατάσταση προς τα έξω, ποιος είναι αυτός που θα επωμιστεί την ευθύνη για ένα πιθανό “ναυάγιο”», λέει ο συνομιλητής μας. Πράγματι, σε έναν ουδέτερο –επιτήδειο ή μη– παρατηρητή, δύσκολα εξηγεί κανείς γιατί, για παράδειγμα, η Ελλάδα συζητά μόνο τις θαλάσσιες ζώνες και όχι τον εναέριο χώρο ή και για τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
«Μπορεί να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, αλλά δεν είναι ανάγκη να βρισκόμαστε στα πρόθυρα του πολέμου», συνηθίζει να λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πράγματι, απλώς είναι πλέον σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι αν η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο κάποιου, τόσο για τη σύγκλιση, όσο και για τη διαχείριση της έντασης, αυτός δεν είναι άλλος από τον Ερντογάν. Αν για την Τουρκία προτεραιότητα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η διατήρηση της έξωθεν καλής μαρτυρίας μιας συνδιαλλακτικής δύναμης, τότε μπορεί ο διάλογος να συνεχιστεί απρόσκοπτα στους γνωστούς και ακίνδυνους πυλώνες, ενώ το επερχόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας το οποίο προγραμματίζεται τον Ιανουάριο του 2025 στην Αγκυρα μπορεί να λειτουργήσει ως βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Αλλά στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, δεν λείπουν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό, μια διάσταση που μπορεί να επηρεάσει μεσοπρόθεσμα τη φιλική –εντός ή εκτός εισαγωγικών– διάθεση του Ερντογάν. Τελευταίο δείγμα, η σφοδρή κριτική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό από τον πρώην πρέσβη και νυν βουλευτή της κεμαλικής αντιπολίτευσης Ναμίκ Ταν. «Η αυξανόμενη ένταση στη Μέση Ανατολή έχει αυξήσει τη στρατηγική σημασία του νησιού της Κύπρου. Εμείς παρηγορούμαστε με ιστορίες λύσεων που δεν έχουν άλλους αποδέκτες πέρα από εμάς. Από την άλλη, οι ΗΠΑ κάνουν βήματα που καταστρέφουν το status quo στην Κύπρο. Οπως έλεγε και ο αείμνηστος Τουράν Γκιουνές, αν όταν ο κόσμος παίζει σκάκι, εμείς παίζουμε τάβλι και το αναπόφευκτο τέλος θα είναι η ήττα».
Ολα αυτά βέβαια εξελίσσονται πλέον και με το νέο δεδομένο της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που, όπως έχει επισημανθεί ξανά στο Ρrotagon, δεν θα λειτουργήσει μεν ως καταλύτης ανατροπής στην Ανατολική Μεσόγειο –το αντίθετο μάλλον–, δεν παύει όμως να καλεί τους εμπλεκόμενους σε βήματα προς τα πίσω, επανεκτίμηση της κατάστασης και αναζήτηση ερεισμάτων στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.