Πάντα ήταν δύσκολο να αναστήσεις έναν άνθρωπο και να τον διαπαιδαγωγήσεις για να καταστεί άτομο ώριμο, ολοκληρωμένο και αυτεξούσιο. Σήμερα όμως κάτι τέτοιο συχνά φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο και η συναίσθηση αυτής της αδυναμίας οδηγεί συχνά γονείς και εκπαιδευτικούς σε απελπισία.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Οι σημερινοί γονείς και παππούδες, που συμμετέχουν ενεργά στο μεγάλωμα των παιδιών, καθώς και οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί είναι γεννημένοι μέχρι τις αρχές του ’90. Δηλαδή, γνωρίσαν τον Κόσμο και εκπαιδεύτηκαν για τους ρόλους τους, όταν κοινωνία, πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά και στάσεις, στερεότυπα, πρακτικές και γνώσεις λίγο είχαν διαφοροποιηθεί από τις περασμένες δεκαετίες. Η παγκοσμιοποίηση, μ’ όσα αυτά συνεπάγεται, δεν είχε ακόμα επιβληθεί, το διαδίκτυο βρισκόταν στα σπάργανα, ο ψηφιακός/εικονικός κόσμος περιοριζόταν στην τηλεόραση λίγων καναλιών, ενώ γονείς και εκπαιδευτικοί, ως φορείς πρωτογενούς/δευτερογενούς κοινωνικοποίησης, αποτελούσαν ισχυρότατους παράγοντες διαμόρφωσης των νέων ανθρώπων. Οι διαφοροποιήσεις που έφεραν στις συμπεριφορές και νοοτροπίες τα κινήματα του ’60 ήταν μεν παρούσες, αλλά περιοριζόταν σε μικρό μέρος του πληθυσμού.
Ένα παιδί μεγάλωνε κυρίως υπό την επιρροή του αξιακού συστήματος της οικογένειάς του, πήγαινε σε ένα σχολείο όπου γνώσεις και πληροφορίες και δι’ αυτών αξίες, τρόπος ζωής και στάσεις μεταβιβαζόταν κυρίως προφορικά κι έκανε παρέα μ’ άλλα παιδιά που γνώριζε αυτό και οι γονείς του ως φυσικές παρουσίες. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο, τα πρόσωπα, ο χρόνος και ο χώρος που επιδρούσαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των νέων ανθρώπων αποτελούσαν πλήρως καθορισμένα και οριοθετημένα μεγέθη, σχεδόν απολύτως ελεγχόμενα από τους σημαντικούς ενήλικες. Σήμερα, οι συνθήκες αυτές έχουν διαφοροποιηθεί δραματικά.
Αυτό συμβαίνει για μια σειρά λόγους από τους οποίους σημαντικότεροι είναι: α) ο χαρακτήρας εξατομίκευσης, η μορφή και η έκταση και που έχουν λάβει τα ψηφιακά μέσα, ως εργαλεία διασκέδασης, διαπαιδαγώγησης, μετάδοσης πληροφοριών και γνώσεων, β) η ιλιγγιώδης διάδοση της pop κουλτούρας σ’ όλον τον Κόσμο, διαμέσου των ΜΜΕ/ΜΚΔ, που καλλιεργούν συστηματικά και στηρίζονται στον ατομικισμό/ναρκισσισμό και γ) η κυριαρχία της μεταμοντέρνας σκέψης, που οδήγησε στην κατάρρευση της παλιάς ιεράρχησης των αξιών. Ο συνδυασμός των τριών αυτών αλλαγών έχουν συντρίψει στην κυριολεξία το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτιζαν κατά τις περασμένες δεκαετίες οι πρωτογενείς και δευτερογενείς παράγοντες κοινωνικοποίησης (γονείς και δάσκαλοι) και έχει διαφοροποιήσει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του τρίτου (γειτονία, ομάδες ενδιαφερόντων και συνομηλίκων, θρησκεία, κράτος κ.λ.π.).
Έτσι, σε μεγάλο βαθμό πλέον η διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων αλλά και ο τρόπος που προσλαμβάνουν τη γνώση έχει πάψει να διαμεσολαβείται και να ελέγχεται αποκλειστικά από τους σημαντικούς ενήλικες «άλλους» και ο χρόνος κι ο χώρος που αυτά «πραγματοποιούνται» σε καμιά περίπτωση δεν ελέγχεται απόλυτα – στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να ελεγχθεί – απ’ αυτούς. Με μια δόση γκροτέσκας υπερβολής, θα λέγαμε ότι οι γενιές που μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται μετά την κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης, του διαδικτύου και των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας, μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται από «μόνες τους», ενώ ο ρόλος των πραγματικών ή φανταστικών συνομηλίκων στην διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων γίνεται ολοένα και σημαντικότερος (ως φανταστικοί συνομήλικοι μπορούν να νοηθούν και οι pop star, που μιμούνται συστηματικά τη συμπεριφορά των εφήβων). Ακόμα και οι πιο υποψιασμένοι και αποφασισμένοι γονείς και εκπαιδευτικοί πολύ λίγο είναι σε θέση να ελέγξουν, ακόμα και να παρακολουθήσουν, ό,τι και όσα επηρεάζουν τα παιδιά τους, αφού σημαντικό μέρος των επιρροών που τους ασκούνται μεταφέρονται ευθέως ή πλαγίως διαμέσου του άχρονου και άχωρου τόπου των ναρκισσιστικών/φοβικών ΜΜΕ/ΜΚΔ και των «ψηφιακών» συνομήλικών.
Τα συμπτώματα της «ρήξης στη συνέχεια της κοινωνικοποίησης», όπως σχηματικά μπορούμε να περιγράψουμε ό,τι συμβαίνει σήμερα και θα ενταθεί στο μέλλον, είναι πολλά. Συχνά αφήνουν άφωνους και αμήχανους γονείς και εκπαιδευτικούς, αντιμετωπίζονται από το ΜΜΕ ως ευκαιρίες φτηνού εντυπωσιασμού και προσδίδουν νέα χαρακτηριστικά σε συμπεριφορές γνωστές και στο παρελθόν. Ενδεικτικά, αναφέρομαι το πείραγμα/νταηλίκι, γνωστό ως bullying, καθώς και στη διάδοση συμπεριφορών, «παιχνιδιών» και αξιών σχεδόν αποκλειστικά διαμέσου των ομάδων συνομηλίκων.
Ως προς το πρώτο, πρέπει κανείς να αποδεχτεί ότι ενώ τα παιδιά πάντα ήταν σκληρά μεταξύ τους, σήμερα οι εκδηλώσεις συστηματικής και παρατεταμένης σκληρότητας όχι μόνο γίνονται δυσκολότερα αντιληπτές από τους ενήλικες, αλλά προσλαμβάνουν νέες και συχνά ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Το «πείραγμα» δεν πραγματοποιείται πλέον αποκλειστικά στη γειτονία ή το προαύλιο του σχολείου, αλλά ξεκινώντας από εκεί μεγεθύνεται στο διαδίκτυο, όπου, πέρα από το λόγο και τις πράξεις, εικόνες, εικονίδια και αρχεία ήχου συμβάλλουν στο να πληγωθούν σοβαρά τα θύματα και να εθιστούν σε υπερβολική κακότητα οι θύτες.
Ως προς το δεύτερο, ενώ τα πρώτα συμπτώματα της «νέας εποχής» εμφανίστηκαν στις εκδηλώσεις λατρείας/μίμησης της συμπεριφοράς, της αμφίεσης και των αξιών των μουσικών συγκροτημάτων στις δεκαετίες ’60/’70, σήμερα η ποπ κουλτούρα και τα αξιακά της φορτία διαχέονται μέσω του διαδικτύου και των ΜΜΕ στη νεολαία όλου του κόσμου με καταπληκτική ταχύτητα και προκαλούν συμπεριφορές που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν περιθωριακές και καταδικαζόταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάμεσά τους, πολύ σημαντική και όλως αγχωτική για γονείς και εκπαιδευτικούς, είναι η στάση που αποκτούν από πολύ νωρίς όλο και περισσότερο παιδιά και έφηβοι απέναντι στο σεξ, κυρίως διαμέσου της σχεδόν ελεύθερης πρόσβασης στην πορνογραφία, που διακινούν και μεταξύ τους.
Οι προαναφερθέντες παράγοντες, καθώς και μια σειρά άλλοι, όπως είναι η συνεχής αύξηση του χρόνου απασχόλησης των γονέων σε συνδυασμό με την απαίτησή τους για «προσωπική ζωή», αλλά και η ιλιγγιώδης συσσώρευση γνώσεων και πληροφοριών, που καθιστά σχεδόν αδύνατη την αναπλαισίωσή τους ως σχολική ύλη, καθιστούν σχεδόν «ανέφικτα» το ρόλο του γονιού και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Με δυο λόγιο, ενώ ο Κόσμος, οι όροι και οι συνθήκες μεγαλώματος ενός παιδιού έχουν αλλάξει ριζικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η «ανθρώπινη φύση» ή «ανθρώπινη κατάσταση», κατ’ άλλους, παραμένουν ως είχαν. Κι αυτό το «χάσμα» δημιουργεί προβλήματα σε γονείς και εκπαιδευτικούς και τους γεμίζει με ενοχές, αφού καθημερινά αισθάνονται ότι αδυνατούν «να πραγματώσουν τους ρόλους τους».
Αυτή η αδυναμία/ασυνέχεια, που επιχειρήθηκε ακροθιγώς να περιγραφεί, μοιραία θα μας απασχολήσει στο μέλλον, ενώ ακόμα δεν είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τρόπους υπέρβασής της. Για την ώρα, πέρα από την αγάπη προς τα παιδιά που βρίσκει πάντα τρόπους αντίδρασης, η Συμβουλευτική φαντάζει και λειτουργεί ως εργαλείο στήριξης γονέων και εκπαιδευτικών, αλλά η διάδοσή της δεν έχει ακόμα γενικευθεί και οι οδηγίες της δεν λειτουργούν πάντα και για όλους στην πράξη.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας