Ο απολογισμός του καλοκαιριού είναι καταστροφικός -κυριολεκτικά όσο και πολιτικά- για την κυβέρνηση και για τη χώρα.
Η πυρκαγιά της Αττικής ήταν το επιστέγασμα μιας εικόνας προϊούσας φθοράς, αμηχανίας, μειωμένων ανακλαστικών και έλλειψης προοπτικής που εγκαθίσταται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο. Η λέξη-κλειδί είναι η «διαχείριση». Διαχείριση της καθημερινότητας αντί σχεδίου για το μέλλον. Διαχείριση των κρίσεων όταν η όποια πρόληψη αποτυγχάνει – ακόμη και για φαινόμενα απαιτητικά αλλά αναμενόμενα, αφού ο υπουργός κ. Κικίλιας είχε ήδη στην αρχή του καλοκαιριού προϊδεάσει πως η αντιπυρική περίοδος θα ήταν «δύσκολη». Διαχείριση επικοινωνιακή την επαύριο της καταστροφής με τη γνωστή μέθοδο που μας έχει περιγράψει γλαφυρά ο Πέτρος Δούκας ως μαγική λύση στα πολιτικά προβλήματα που δημιουργεί μια μεγάλη φυσική καταστροφή, μια φονική πυρκαγιά: πηγαίνουμε με τις τσάντες και «γυρίζουμε το παιχνίδι», όπως στην Ηλεία/Εύβοια το 2007. Ο πρωθυπουργός δήλωσε μετά τη φωτιά στην Πεντέλη πως από κάθε καταστροφή «γινόμαστε καλύτεροι» – ισχύει απολύτως για το σύστημα κατάσβεσης των αντιδράσεων με αποζημιώσεις. Όταν αργούν εξοργίζουν, όταν δίνονται βοηθούν τους πυρόπληκτους, αλλά δεν σημαίνουν τίποτε για τις υπόλοιπες περιοχές, για τους πυρόπληκτους (ή τους πλημμυροπαθείς) της επόμενης χρονιάς.
Δεν ήταν μόνο οι φωτιές. Η λειψυδρία σε πλήθος περιοχές -ακόμη και σε «διαμάντια» του τουρισμού όπου υποτίθεται ότι έχουν αναπτυχθεί επαρκείς υποδομές- δείχνει την έκταση των προβλημάτων που θα έχει μπροστά της η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Και κάτι που δεν έχει ακόμη γίνει φανερό σε όλη του την έκταση: ο αριθμός των τουριστών αυξάνει, αλλά η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος πέφτει και, ακόμη χειρότερα, το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα έχει σταματήσει να διαχέεται. Τα οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης αφορούν όλο και λιγότερους, οι απολαβές όσων απλώς εργάζονται γίνονται όλο και πιο αναντίστοιχες με τα κέρδη που προσπορίζονται οι εργοδότες τους, ενώ συνολικά εντείνονται οι εισοδηματικές και γεωγραφικές ανισότητητες. Το μοντέλο έχει φτάσει στα όριά του και το καταλαβαίνουν πρώτοι όσοι το υπηρετούν (όχι μόνο μεταφορικά).
Τέλος, για την κυβέρνηση υπάρχουν κι άλλα άσχημα νέα. Η αντίδραση του Πρωθυπουργού στην πυρκαγιά της Πεντέλης είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Η μία (μάλλον καλύτερη) εκδοχή είναι πως εκτιμά ότι η «συγγνώμη» έχει φθαρεί ως μέσο απάλυνσης της κοινωνικής αποδοκιμασίας και οδηγείται υποχρεωτικά στην προσπάθεια υποβάθμισης των γεγονότων. Η πιο προβληματική εκδοχή είναι πως έχει όντως αρχίσει να χάνει την επαφή του με την κοινωνική πραγματικότητα. Στην πυρκαγιά της Αττικής η κοινωνία δεν απάντησε με οργή –συναίσθημα επικίνδυνο αλλά διαχειρίσιμο. Το γενικό ανακλαστικό ήταν η αποστροφή και η παραίτηση, το αίσθημα ότι τίποτα δεν διορθώνεται, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Για μια κυβέρνηση που για να έρθει και να παραμείνει στην εξουσία στηρίχτηκε στην ιδέα της διαχειριστικής επάρκειας δεν υπάρχει τίποτα πιο υπονομευτικό. Όπως και η άμβλυνση του πολιτικού ενστίκτου του Πρωθυπουργού, σε ένα σύστημα εξουσίας τόσο έντονα προσωποκεντρικό.
Η απουσία ορατής εναλλακτικής είναι εξίσου προφανής – το επεσήμανε με ακρίβεια και το Protagon, το έχει κάνει κεντρικό της αφήγημα η κυβέρνηση. Όλα αυτά, όμως, οδηγούν και σε ένα άλλο συμπέρασμα που αφορά τις εξελίξεις του επόμενου μήνα. Η εκλογή νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν αφορά, σε αυτό το περιβάλλον, μόνο το μικρόκοσμο του τρίτου κόμματος. Αφορά το σύνολο μιας κοινωνίας για την οποία η ύπαρξη κυβερνητικής εναλλακτικής αποτελεί πια κεντρικό πρόβλημα και ζητούμενο. Το ΠΑΣΟΚ, από τα πράγματα, δεν εκλέγει πρόεδρο. Αποφασίζει εάν θα υπάρχει ένα πρόσωπο που η ευρεία κοινωνία, το σύνολο των πολιτών, να μπορεί να δει δυνητικά στην πρωθυπουργία αντί του κ. Μητσοτάκη. Για τους πολλούς, αυτό είναι το μόνο ζητούμενο.